Τα χθεσινά θλιβερά συμβάντα στο κτίριο του Κοινοβουλίου προφανώς μπορούν να αναγνωσθούν με βάση την επικαιρότητα: τη δεδηλωμένη συσχέτισή τους με την εξέλιξη συγκεκριμένης υπόθεσης που εκκρεμεί ενώπιον του Αρείου Πάγου. Ενδεχομένως και με την αδήλωτη προσπάθεια να πιεστεί η κυβερνητική εξουσία ενόψει των εκλογών. Παράλληλα, αναθερμαίνουν συζητήσεις ποινικής πρόληψης και καταστολής: πόσους φρουρούς έχουμε, τι μέτρα προστασίας λαμβάνουμε, τι ποινές προβλέπουμε. Η δικαιοσύνη θα επιλύσει τα ζητήματα που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία της, οι πολίτες θα κρίνουν τις πολιτικές διαστάσεις της υπόθεσης και αρμοδιότεροι του γράφοντος θα ασχοληθούν με τις πτυχές δημόσιας τάξης. Νομίζουμε, ωστόσο, ότι η συνολική μας προσέγγιση πρέπει να βλέπει και πέραν της συγκυρίας. Ο εξτρεμισμός δεν γεννήθηκε χθες και δεν θα εκλείψει μεθαύριο.

Καταρχήν, πρέπει να υπενθυμίσουμε το προφανές: Σπάνια στην πολιτική ιστορία η ριζοσπαστικοποίηση μίας πλευράς είχε αίσια εξέλιξη. Ορισμένες μάλιστα φορές πυροδότησε εξίσου ριζοσπαστική αντίδραση από άλλες ομάδες, τροφοδοτώντας φαύλο κύκλο. Αυτό το βίωσε η Ευρώπη στον μεσοπόλεμο. Φυσικά, δεν βιώνουμε τέτοια φαινόμενα σήμερα. Σήμερα η δημοκρατία μας είναι ισχυρή και μπορεί να ελέγξει υπερβάσεις. Ωστόσο, παραμένει κανόνας ότι όσο μία πλευρά αισθάνεται, σε επίπεδο συλλογικής ψυχολογίας, ότι βρίσκεται σε απόγνωση, τόσο μεγαλώνει ο κίνδυνος του εξτρεμισμού. Η κλιμάκωση που επακολουθεί διαβρώνει τη δημοκρατία. Τις ανοχές και τις αντοχές της. Με θύματα συχνά αθώους τρίτους.

Εάν αυτή η προσέγγιση έχει βάση, ζητούμενο παρίσταται η αποριζοσπαστικοποίηση (de-radicalization). Αυτή η λύση υποστηρίζεται πειστικά στη διεθνή επιστημονική συζήτηση ως η πλέον βιώσιμη. Στο μεταξύ, πρέπει να έχουμε κατά νου τον εξής προβληματισμό: Η αποτροπή της κλιμάκωσης δικαιολογεί άραγε την ανοχή σε μορφές παραβατικότητας; Αυτό δεν συνιστά συμβιβασμό; Δεν ανάγουμε την παραβατικότητα σε κανονικότητα; Εκτιμούμε ότι είναι ευθύνη των ηγεσιών να εξηγήσουν τη σημασία των αρχών της κοινωνικής συμβίωσης. Και ευθύνη της κοινωνίας και των θεσμών να τις περιφρουρήσουν.

Δεν είμαι απαισιόδοξος. Παρά τη μεταρρυθμιστική της αδυναμία, η χώρα μας διήλθε την κρίση δίχως να απειληθούν οι συνταγματικοί της θεσμοί. Χρειάζεται ωστόσο να τονωθεί η συλλογική μας αυτοπεποίθηση. Να εμπεδώσουμε ότι η δημοκρατία μας είναι ισχυρή. Οσο καλλιεργούμε την αίσθηση ότι οι κοινωνίες μας είναι ανήμπορες να διαμορφώσουν συλλογική δράση, ότι είναι έρμαια των αγορών, των κακών, των αντιπάλων μας, τόσο θα δίνουμε τροφή στην ανασφάλεια και θα θερίζουμε θύελλες.

Ο Νίκος Παπασπύρου είναι επίκουρος καθηγητής στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ