Η πρόταση δυσπιστίας αποτελεί κοινοβουλευτικό όπλο της αντιπολίτευσης. Μπορεί να ασκηθεί οποτεδήποτε, με μόνη εξαίρεση ότι πρέπει να έχει παρέλθει εξάμηνο από την απόρριψη όμοιας πρότασης. Το γεγονός ότι πριν από λίγες ημέρες η Βουλή επιβεβαίωσε την εμπιστοσύνη της στην κυβέρνηση δεν εμποδίζει τυπικά την υποβολή πρότασης δυσπιστίας. Ωστόσο, η αντιπολίτευση θα στερείτο της δυνατότητας να ασκήσει αυτό το όπλο εκ νέου έως τα μέσα του καλοκαιριού.

Αυτή η διαπίστωση ενδεχομένως εξηγεί τη διαφαινόμενη (κατά τον χρόνο που γράφονται αυτές οι γραμμές) επιλογή να μην υποβληθεί πρόταση δυσπιστίας. Παράλληλα, αυτή η εξέλιξη μας επιτρέπει να δούμε με πολιτική απόσταση και νηφαλιότητα μία δυσδιάκριτη διαφορά ανάμεσα στην πρόταση δυσπιστίας και την πρόταση εμπιστοσύνης. Η πρόταση εμπιστοσύνης αφορά γενικά την εμπιστοσύνη της Βουλής προς την κυβέρνηση. Η πρόταση δυσπιστίας δεν συνιστά πρόταση μομφής, όπως συνήθως λέγεται. Το περιεχόμενό της δεν είναι ότι η κυβέρνηση έχει διαπράξει κάτι αξιόμεμπτο, αλλά ότι η Βουλή αίρει την πολιτική εμπιστοσύνη. Και επομένως ότι η κυβέρνηση πρέπει να απαλλαγεί από τα καθήκοντά της. Ωστόσο, σε αντίθεση με την πρόταση εμπιστοσύνης, η πρόταση δυσπιστίας περιλαμβάνει συγκεκριμένα θέματα (άρθρο 84 παρ. 2 Σ). Με άλλα λόγια, η αντιπολίτευση επικαλείται πολιτικούς λόγους που κατά την αντίληψή της δικαιολογούν την άρση της πολιτικής εμπιστοσύνης της Βουλής προς την κυβέρνηση.

Αυτή η παρατήρηση έχει σημασία για την περίπτωση που ορισμένη πρόταση δυσπιστίας περιορισθεί σε συγκεκριμένο θέμα, π.χ. τη Συμφωνία των Πρεσπών. Σε τέτοια περίπτωση, η αντιπολίτευση θα μπορούσε να καλέσει πλείονες βουλευτές να στοιχηθούν μαζί της για το συγκεκριμένο θέμα. Και η κυβέρνηση θα αντέτεινε ότι ζητούμενο δεν είναι εάν συμφωνεί κάποιος με την αντιπολίτευση στο ειδικότερο θέμα, αλλά εάν αυτό το ζήτημα είναι αρκούντως κρίσιμο για να πέσει η κυβέρνηση.

Αυτή η συζήτηση θα είχε ενδιαφέρον στον βαθμό που θα ανέκυπταν δύο ενδιάμεσα ενδεχόμενα. Ορισμένοι βουλευτές ενδέχεται να στοιχίζονταν με την κυβέρνηση στη Συμφωνία, αλλά παράλληλα να στήριζαν την πρόταση δυσπιστίας. Θα ισχυρίζονταν ότι επιθυμούν να πέσει η κυβέρνηση, αλλά για άλλους λόγους. Αλλοι πάλι βουλευτές ενδέχεται να στήριζαν την κυβέρνηση στην πρόταση δυσπιστίας, αλλά να ψήφιζαν αρνητικά για τη Συμφωνία. Είναι ξεκάθαρο ότι ο βουλευτής έχει κατά το Σύνταγμα απεριόριστο δικαίωμα γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση. Επομένως, κανένα από τα δύο ενδεχόμενα δεν θα δημιουργούσε συνταγματικό πρόβλημα. Ωστόσο, η πρόταση δυσπιστίας θα έθετε αυτές τις επιμέρους διαφοροποιήσεις στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης.

Ο Νίκος Παπασπύρου είναι επίκουρος καθηγητής στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ.