Πολλοί θα υποστήριζαν ότι η Συμφωνία των Πρεσπών δεν είναι αυτό που θα επιθυμούσε η Ελλάδα καθώς αναγνωρίζεται το δικαίωμα των γειτόνων μας να αποκαλούνται «Μακεδόνες» και να υποστηρίζουν ότι μιλούν μακεδονική γλώσσα. Ωστόσο, περιέχει αλλαγή ονομασίας και υποχρεώνει την ΠΓΔΜ να αλλάξει το Σύνταγμά της, να εγκαταλείψει αλυτρωτικά σύμβολα και να αποδεχθεί ότι δεν έχει καμία σχέση με την αρχαία ελληνική ιστορία.

Στο άρθρο 7 της Συμφωνίας διευκρινίζεται ότι οι δύο χώρες «αναγνωρίζουν ότι η εκατέρωθεν αντίληψή τους ως προς τους όρους «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» αναφέρεται σε διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο και πολιτιστική κληρονομιά». Για την Ελλάδα με τους όρους «νοούνται όχι μόνο η περιοχή και ο πληθυσμός της βόρειας περιοχής» της «αλλά και τα χαρακτηριστικά τους, καθώς και ο ελληνικός πολιτισμός, η ιστορία, η κουλτούρα και η κληρονομιά αυτής της περιοχής από την αρχαιότητα έως σήμερα». Για τη Βόρεια Μακεδονία «νοούνται η επικράτεια, η γλώσσα, ο πληθυσμός και τα χαρακτηριστικά τους, με τη δική τους ιστορία, πολιτισμό και κληρονομιά», διακριτώς διαφορετικά με τον ελληνικό πολιτισμό και την ιστορία του.

Αν και η γλώσσα ως «Μακεδονική» είχε υιοθετηθεί το 1977 επί κυβέρνησης Καραμανλή, στη Συμφωνία αναφέρεται ότι αυτή ανήκει στην «ομάδα των νότιων σλαβικών γλωσσών» που «δεν έχουν σχέση με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, την ιστορία, την κουλτούρα και την κληρονομιά της βόρειας περιοχής» της Ελλάδας. Επιπρόσθετα, ενώ η συνταγματική αναθεώρηση δεν συμπεριλαμβανόταν καν στην εθνική γραμμή των κυβερνήσεων της χώρας μας μετά το 2000, ουδέποτε στο παρελθόν έχει συμφωνήσει ένα κράτος στην αλλαγή του Συντάγματός του βάσει διεθνούς συμφωνίας. Ενώ είναι αναφαίρετο ανθρώπινο δικαίωμα ο αυτοπροσδιορισμός, η Ελλάδα απαίτησε αλλαγή ονόματος ενός κράτους και το πέτυχε. Για την ΠΓΔΜ, μια μικρή, αδύναμη και εθνοτικά διχασμένη χώρα, το όνομα αποτελούσε τον βασικό προσδιορισμό της εθνικής τους ταυτότητας. Σχετικά με το επιχείρημα ότι η Συμφωνία διευκολύνει τον σφετερισμό της ελληνικής κληρονομίας (το «όνομά μας είναι η ψυχή μας»),  καλό είναι να μην αγνοούμε ότι το «Μακεδονία» και «Μακεδόνες» δεν αντιστοιχεί με το Ελλάδα και Ελληνες. Η αρχαία μακεδονική ταυτότητα είναι μία από τις ελληνικές κληρονομιές, και πάντως όχι σημαντικότερη από την τεράστια πολιτιστική προσφορά της Αθήνας και άλλων ελληνικών πόλεων-κρατών στον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο πολιτισμό.

Τελευταίο, αλλά εξίσου σημαντικό, η Ελλάδα εξασφάλισε και άλλα σημεία που αποτελούσαν βασικές πτυχές της διένεξης με την ΠΓΔΜ από την ελληνική πλευρά. Συγκεκριμένα: (α) συνταγματικές τροποποιήσεις και κύρωση στη Βουλή της ΠΓΔΜ πριν από την ελληνική κύρωση, (β) απαλοιφή των αναφορών στο Σύνταγμά της που κάνουν λόγο για προστασία «μακεδονικών μειονοτήτων» στο εξωτερικό, και (γ) απαγόρευση υποκίνησης πράξεων που υποδαυλίζουν τον αλυτρωτισμό ή αποσχιστικές δραστηριότητες με καμία απολύτως αναφορά στην ύπαρξη, την προστασία ή τυχόν μειονοτικά δικαιώματα στα μέλη της «μακεδονικής μειονότητας» που διαβιούν κυρίως στους τρεις νομούς της ελληνικής Μακεδονίας.

Με βάση τα παραπάνω, η συμφωνία  αποτελεί σαφή πρόοδο αφού ομαλοποιεί τις σχέσεις Ελλάδας – ΠΓΔΜ, αναχαιτίζει τις γεωπολιτικές επιδιώξεις της Ρωσίας στα Βαλκάνια, και συμβάλλει στη σταθεροποίηση ενός μικρού και αδύναμου κράτους με στόχο όχι μόνο να αποτρέψει τη διάλυσή του αλλά και τη μετατροπή του σε ένα ασφαλές μαξιλάρι στα βόρεια σύνορα της χώρας μας. Εκπέμπει ένα σαφές μήνυμα συνεργασίας και συνανάπτυξης στην πολύπαθη περιοχή των Βαλκανίων, αλλά και ένα σαφές μήνυμα δημοκρατίας και αλληλεγγύης στην Ευρώπη, σε μια περίοδο ανόδου της εθνικιστικής περιχαράκωσης, και της καχυποψίας των ευρωπαϊκών κρατών. Για αυτό, το ελληνικό πολιτικό προσωπικό δεν νοείται στην καλύτερη περίπτωση να σιωπά ή να προσφέρει περισσότερα επιχειρήματα επιβίωσης στον εθνολαϊκισμό, στη ρητορική μίσους και διχασμού και στα εθνικιστικά συμπλέγματα.

Ο Χρήστος Α. Φραγκονικολόπουλος είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων ΑΠΘ και ο Χρήστος Μπαξεβάνης είναι διδάκτωρ Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου ΑΠΘ