«Γιατί κανένας δεν μου είχε πει ποτέ ότι είμαι άσχημος…»: Γεννημένος τον Φεβρουάριο του 1972 στο Μόναχο, ο Μάριους φον Μάγενμπουργκ (Marius von Mayenburg) αποτελεί σήμερα μια ισχυρή γερμανική, ευρωπαϊκή πένα και συνεργάζεται σε μόνιμη βάση πλέον με τη βερολινέζικη Σαουμπίνε. Με σπουδές στο Πανεπιστήμιο Τεχνών του Βερολίνου, μετρά σήμερα πάνω από είκοσι χρόνια στο θέατρο με τα έργα του να παίζονται σε όλη την Ευρώπη.

«Ο Ασχημος», αυτή η σύγχρονη μαύρη κωμωδία, γράφτηκε το 2007 και έκανε πρεμιέρα στη Σαουμπίνε, προτού βγει έξω από τα σύνορα της πατρίδας του. Παίχτηκε με επιτυχία στο Royal Court του Λονδίνου καθώς και στο Soho Rep. της Νέας Υόρκης.

Με κεντρικό ήρωα τον άσχημο, πολύ άσχημο Λέτε, το έργο ξετυλίγει την ιστορία του και μαζί τη δραματική διάσταση της ζωής για έναν άνθρωπο που θέλησε να αλλάξει τη μοίρα του. Οταν ο Λέτε συνειδητοποιήσει ότι είναι άσχημος, κάτι που αγνοούσε μέχρι να του το επισημάνουν οι γύρω του στη δουλειά ή στο σπίτι, η ζωή του κυλούσε φυσιολογικά. Θέλοντας να απαλλαγεί από αυτή την ασχήμια, αποφασίζει να κάνει πλαστική στο πρόσωπό του. Και γίνεται ένας άλλος. Καθώς πρόκειται για φάρσα, ο συγγραφέας οδηγεί τον ήρωά του στο άλλο άκρο: τον κάνει υπερβολικά, ζηλευτά όμορφο. Και μαζί οδηγεί τον γιατρό που του έκανε την πλαστική επέμβαση, σε μια μαζική αναπαραγωγή αυτού του μοντέλου.

Ακούγεται και είναι εφιαλτικό, μια κοινωνία με πολλούς ίδιους, στην όψη, ανθρώπους, στερημένους από προσωπικότητα και κυρίως από ταυτότητα. Η εικόνα είναι ανατριχιαστική: Να περπατάς και να βλέπεις δίπλα σου τον όμοιό σου – να μην τον ξεχωρίζεις ούτε εσύ ο ίδιος ούτε φυσικά όλοι οι άλλοι. Ωστόσο ο Μάγενμπουργκ κρατά μια ισορροπία ανάμεσα στο κωμικό στοιχείο και στην τραγική διάσταση αυτού του γεγονότος. Χτίζει ένα έργο βήμα βήμα, συμπαρασύροντας τον θεατή σε μια ιλιγγιώδη εξέλιξη, αλλά όταν πρέπει να βει τη λύση, στέκεται λίγο αδύναμος απέναντι στο ίδιο του το δημιούργημα. Ο «Ασχημος» δημιουργεί προσδοκίες αλλά καταλήγει σε εύκολες λύσεις.

Ωστόσο, σε όλο αυτό το διάστημα οι ήρωες ζουν και βιώνουν κωμικοτραγικές καταστάσεις. Και ο Μάγενμπουργκ με τον γρήγορο και γεμάτο ατάκες διάλογό του καταφέρνει να δημιουργήσει ένα περιβάλλον (απειλητικής) ευφορίας. Εκεί είναι που η παράσταση του Δημήτρη Λάλου έρχεται να τονίσει το στοιχείο της υπερβολής και της καρικατούρας, δίνοντας στους ήρωες μια σχεδόν εξπρεσιονιστική διάσταση.

Εχει ενδιαφέρον ο τρόπος που ο σκηνοθέτης οργανώνει το υλικό του, ξεκινώντας από την επιλογή του θιάσου. Δεν χρειάζεται ένας άσχημος για να ερμηνεύσει τον αντίστοιχο ρόλο. Αρκεί το βλέμμα του άλλου πάνω του, αρκούν οι λέξεις, και ο Ασχημος αποκτά συμβολική αξία για να έρθει στη συνέχεια σε αντιπαράθεση με τον Ομορφο. Ο Λάλος εμβαθύνει στην ουσία τού «ποιος είμαι» διατηρώντας όλο το χιούμορ του έργου. Παράλληλα με ένα σκηνικό που λειτουργεί σαν πολυμηχάνημα, μεταφέρει τους ήρωές του από το γραφείο στο σπίτι ή στο χειρουργείο, παίζοντας με τα στοιχεία και τους φωτισμούς.

Το κουαρτέτο των ηθοποιών που έχει αναλάβει περισσότερους ρόλους – πλην του Ασχημου, συμβάλλει στη ροή της παράστασης και στη σύγχυση της ταυτότητας. Αξιαγάπητη στην υπερβολή της η Βάσω Καβαλιεράτου. Εύπλαστος στις «μεταμορφώσεις» ο Θανάσης Δόβρης. Ενδιαφέρουσες οι ερμηνείες των Συμεών Τσακίρη και Μιχάλη Βρεττού.

Τέλος, η μουσική του Μίνωα Μάτσα προσθέτει στην παράσταση τη δυναμική ενός πέμπτου μέλους στον θίασο.

Ο «εμπορικός» Δημήτρης Καταλειφός

Με τον «Φεγγίτη» να ολοκληρώνει τις παραστάσεις του στο τέλος Ιανουαρίου (27/1) στο Εμπορικόν, ο Δημήτρης Καταλειφός ολοκληρώνει άλλη μία επιτυχημένη σεζόν στην Αθήνα – κι ετοιμάζεται να περιοδεύσει με το έργο του Ντέιβιντ Χέαρ εκτός των τειχών, ίσως για πρώτη φορά. Εχοντας επιστρέψει από το 2012 στου Ψυρή, απ’ όπου έφυγε στα τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν διαλύθηκε το Εμπρός, ο 65χρονος ηθοποιός προσπαθεί να κάνει θέατρο χωρίς εκπτώσεις.

Με γνώμονα τους σημαντικούς συγγραφείς από το σύγχρονο και το κλασικό ρεπερτόριο, θέλει να βρίσκεται μέσα σε έργα που έχουν κάτι να (του) πουν. Λάτρης της γλώσσας, εραστής της ουσίας και της λεπτομέρειας, ηθοποιός που αναλύει τον ρόλο σε βάθος, παίζει συστηματικά, σκηνοθετεί ενίοτε και ζωγραφίζει, εσχάτως.

Ανθρωπος λιτός, ίσως μοναχικός, προτιμά να κάνει θέατρο με όρους οικογενειακούς. Γι’ αυτό και πέρα από ενδιάμεσα διαλείμματα ή πρόσκαιρες συνεργασίες, έχει δουλέψει με τρεις «οικογένειες»: πρώτα ήταν η Σκηνή με τον Λευτέρη Βογιατζή, ύστερα το Εμπρός με τον Τάσο Μπαντή και τη Ράνια Οικονομίδου, και τα τελευταία χρόνια το Εμπορικόν, όπου ουσιαστικά είναι ο ίδιος που «σέρνει το κάρο», καθώς αποτελεί το σταθερό όνομα. Ανήκει δε στους εξαιρετικά αγαπητούς στο κοινό καλλιτέχνες, χωρίς τη στήριξη της τηλεόρασης, μια που έχει παίξει σε τρεις σειρές – «Το Μινόρε της Αυγής», «Το Δέκα» και «Η λέξη που δεν λες», για την οποία έμαθε την κρητική διάλεκτο ταχύτατα. Αγαπά όμως τον κινηματογράφο.

Ο Καταλειφός χρωστά ουσιαστικά στην Ελλη Λαμπέτη την αγάπη του για την τέχνη που επέλεξε, αφού όταν την πρωτοείδε στη σκηνή, και ήταν δεκατριών ετών, θαμπώθηκε. Εν συνεχεία γοητεύτηκε από τις παραστάσεις του Κουν, έστω κι αν τελικά δεν φοίτησε στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, αλλά σε εκείνη του Πέλου Κατσέλη, από τον οποίο διδάχτηκε πολλά. Δάσκαλος, με τη σειρά του, και ο ίδιος σήμερα, μεταφέρει στους μελλοντικούς ηθοποιούς τη βαθιά αγάπη, την πίστη και αφοσίωση που εξακολουθεί να νιώθει γι’ αυτό που κάνει. Ισως γιατί ο Καταλειφός παραμένει πρωταγωνιστής παλαιάς κοπής και όσο κι αν δεν το έχει επιδιώξει, είναι και εμπορικός.