Κάθε σχέση του Γιάννη Τσαρούχη, που φέτος συμπληρώνονται 30 χρόνια από τον θάνατό του – πέθανε στις 19 Ιουλίου του 1979 – αποτελεί ένα κεφάλαιο της νεοελληνικής καλλιτεχνικής ιστορίας. Πολύ περισσότερο όταν υπάρχει ομολογημένη από τον ίδιο, και όχι μόνο μία φορά, η οφειλή του στον άνθρωπο που τον συνέδεε μαζί του μια μεγάλη φιλία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση με τη σπουδαία σκηνογράφο και ζωγράφο Λίλα Ντε Νόμπιλι και δεν θα υπήρχε ιδεωδέστερος μάρτυρας για αυτή τη σχέση από τον φωτογράφο Γιώργο Τουρκοβασίλη, συνεργάτη για δεκαετίες του Γιάννη Τσαρούχη

«Μη θεωρείς τον εαυτό σου το κέντρο του κόσμου…» μου είπε ο Τσαρούχης το 1969 στο Παρίσι, στηλιτεύοντας τη νεανική μου υπεροψία. Και μιαν άλλη μέρα, στο διάστημα που είχα εξαφανιστεί και τον συνάντησα τυχαία στον δρόμο: «Ποιος νομίζεις ότι είσαι και χάνεσαι; Η Lila de Nobili υπήρξε πρώτα διάσημη και μετά απομακρύνθηκε από τα εγκόσμια. Εσύ δεν έγινες Cartier – Bresson!». Σήμερα πια παραδέχομαι ότι για μας που τον πιστέψαμε και τον αγαπήσαμε, αυτός ήταν το κέντρο του κόσμου. Ο ήλιος που φώτιζε τον νου και ζέσταινε τις καρδιές μας.

Ηδη από το φθινόπωρο του 1968, άρτι αφιχθείς στο Παρίσι, πτυχιούχος της Νομικής και μαθητευόμενος φωτογράφος, είχα επιστρατευτεί από τον Τσαρούχη να του εμφανίζω και να του τυπώνω ασπρόμαυρα αρνητικά που τραβούσε ο ίδιος με την περίφημη Rolleflex 6X6, φωτογραφίζοντας τα μοντέλα που θα χρησίμευαν στη ζωγραφική του. Με είχε συστήσει ο αείμνηστος φίλος και συμφοιτητής Φώτης Καλλίας, που τον γνώριζε από την Αθήνα, και είχε αφήσει και αυτός τα Νομικά για να παρακολουθήσει τον Lacan στο Παρίσι και να γίνει ψυχαναλυτής.

Επισκεφθήκαμε λοιπόν τον Τσαρούχη στο μικρό δωμάτιο, νούμερο 27 της Rue Dauphine στο Καρτιέ Λατέν, όπου έμενε τότε και ζωγράφιζε πληρώνοντας ένα φθηνό πάγιο ενοίκιο. Ενα δωμάτιο δέκα περίπου τετραγωνικά, σαν μια κουζίνα, που μόλις χώραγε ένα πτυσσόμενο κρεβάτι, έναν καναπέ, νιπτήρα, μια βιβλιοθήκη, ράφια στον τοίχο και ένα πατάρι όπου στοιβάζονταν τελάρα. Σ’ αυτό το δωμάτιο είχε παρελάσει όλος ο επώνυμος και ανώνυμος ελληνικός και ξένος κόσμος του Παρισιού. Θα πω λίγα ονόματα: Tony Richardson, Χλόη Obolensky, Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα, Δημήτρης Μαυρίκιος, Γιώργος Λούκος, ακόμα και ο Mick Jagger!

Λίγο πιο πέρα, στη Rue Verneuil, διέμενε η Lida de Nobili, που επισκεπτόταν καθημερινά τον Τσαρούχη ως καλλιτεχνικό του alter ego. Κι εκείνος ξεκίναγε μ’ έναν φιλοσοφικό παραληρηματικό μονόλογο και συνέχιζε με διάλογο μαζί της. Τι συζητούσαν; Βαθυστόχαστες ιστορίες και τεχνικές αναλύσεις πάνω στην παλιά ζωγραφική, από την Αναγέννηση μέχρι και τον 19ο αιώνα. Φυσικά εμείς δεν καταλαβαίναμε τίποτα…

Επειτα από συνεργασία συνολικά επτά ετών, από το 1968 ώς το 1975, ως φωτογράφος του Τσαρούχη και της Denobili, ακολούθησε ένα κενό επαφής, όπου προσπάθησα, στην Αθήνα πια, να ανασυγκροτήσω την προσωπική αισθητική μου έκφραση. Στις αρχές του 1985, στο σπίτι του στο Μαρούσι επιστρατεύτηκα εκ νέου. Ο Τσαρούχης λόγω γήρατος και ασθενειών είχε ανάγκη κάθε φορά από έναν άνθρωπο να τον προσέχει. Ετσι τον συνόδευσα τον Απρίλιο του 1985, Πάσχα, στο Αγιον Ορος, μαζί με τον αείμνηστο Χριστόφορο Πατρονικόλα. Και τον Μάιο του 1985 στη Γαλλία.

Φτάνοντας στο Παρίσι, εγκατασταθήκαμε στο περίφημο δωματιάκι της Rue Dauphine. Συγύρισα επιμελώς τον χώρο για να καταλύσουμε το βράδυ. Το επόμενο πρωί κατέφθασε η Lila de Nobili με το καλαθάκι της. Μου έδωσε μάλιστα και εύσημα για την απρόσμενη γι’ αυτήν καθαριότητα του χώρου. Αργότερα εμφανίστηκε και ο αδικοχαμένος Ανδρέας Βελισσαρόπουλος και ζήτησε να τον φιλοξενήσουμε, αλλά ήταν αδύνατον.

Με συγκίνηση μέχρι δακρύων αναφέρομαι στη Lila de Nobili. Αν θα μπορούσε ν’ ανακηρυχτεί κάποιος «άγιος» εκτός θρησκείας, θα την προσφωνούσα «Αγία Λίλα», προστάτιδα των αδυνάτων! Η De Nobili εγκατέλειψε μια παγκόσμια καριέρα ως σκηνογράφος κι ενδυματολόγος για παραστάσεις όπερας στη Σκάλα του Μιλάνου, με σκηνοθέτες έναν Visconti κι έναν Zefirelli, για να εγκατασταθεί στο Παρίσι, άπορη, ζώντας με τη σύνταξη της μητέρας της. Οι φίλοι της ιταλοί σκηνοθέτες και ο αξέχαστος Uberto Tizelli, που έκρυβε στο ατελιέ του τα κοστούμια για τον κινηματογράφο και το θέατρο, την ενίσχυαν κάθε τόσο με μικρές παραγγελίες ζωγραφικών της έργων. Κοντά στο πνεύμα εκείνης της εποχής που ρίζωνε στη δεκαετία του ’60 με το κίνημα της αγάπης των χίπις του ’67 και του Μάη του ’68, η Lila de Nobili ήταν είδος «dropout», υψηλού επιπέδου, ένας αρνητής του συστήματος. Γύρναγε μ’ ένα μακρύ μαύρο φόρεμα κι ένα καλαθάκι γεμάτο μπλοκάκια και χρώματα και σκιτσάριζε σαν ρεπόρτερ οτιδήποτε κινούσε το ενδιαφέρον της. Στο σπίτι της, στη φτωχική κουζίνα, υπήρχε πάντα ιταλικός καφές κι ένα μπολ ρύζι για να προσφέρει στον επισκέπτη. Οση πείνα κι αν είχες, μ’ αυτά τα ελάχιστα χόρταινες. Η De Nobili θαύμαζε την τέχνη της φωτογραφίας, που τη θεωρούσε αδερφή της ζωγραφικής. Την άκουσα να λέει ότι ο μεγαλύτερος ζωγράφος εκείνης της εποχής δεν ήταν ένας ζωγράφος, αλλά ένας φωτογράφος. Ο Irving Penn! Οπως επίσης έλεγε ότι οι ανώνυμοι τεχνίτες της χρωμολιθογραφίας μεταξύ 1900 και 1914, αυτοί που ταίριαζαν πάνω στην πέτρα τις κουκκίδες των χρωμάτων (σαν τα σημερινά pixels!), ήταν ανώτεροι από τους ιμπρεσιονιστές ζωγράφους της εποχής τους. Ελεγε κι άλλα ανατρεπτικά…

Τη φωτογραφία που δημοσιεύουμε την τράβηξα τον Μάιο του 1985, την ίδια ημέρα που μας πρωτοεπισκέφθηκε στο μικρό δωμάτιο της Rue Dauphine η Lila de Nobili. Με 24ωρη ευρυγώνιο για να φαίνεται όλος ο χώρος. Στο τζάμι του τεράστιου παραθύρου διακρίνεται ένα «αγγελάκι», κατασκευή παλιού καραγκιοζοπαίχτη, δώρο του Διονύση Φωτόπουλου. Ο Τσαρούχης τής υπαγορεύει ένα του κείμενο. Προφανώς αναφερόμενο στη βυζαντινή ζωγραφική και στην τέχνη του ψηφιδωτού, που η Lila επιθυμούσε διακαώς να γνωρίσει, εμφανιζόμενη ως μαθήτριά του. Αλλά και ο Τσαρούχης μαθήτευε δίπλα της προσφεύγοντας στις γνώσεις της πάνω στη δυτική ζωγραφική. Η Lila πάντως το είχε δηλώσει δημόσια. Στο πορτρέτο που του είχε ζωγραφίσει για να προσφέρει στη δημοπρασία υπέρ της Κύπρου, καλοκαίρι του 1974, μετά την υπογραφή της και κάτω από την αφιέρωση «στον Γιάννη Τσαρούχη» έγραψε τη λέξη «Son elève», «η μαθήτριά του»!