Στην ετήσια συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε τον περασμένο μήνα, ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν ήταν γεμάτος αυτοπεποίθηση και συγκατάβαση. Εν μέσω πτώσης του βιοτικού επιπέδου, ωστόσο, το ποσοστό της δημοτικότητάς του μειώθηκε το τελευταίο εξάμηνο από το 76% στο 66%. Μόνο ένα 56% των Ρώσων λένε πως θα τον ψήφιζαν αν γίνονταν αύριο εκλογές.

Αυτά είναι φυσικά γνωστά στο Κρεμλίνο, που προσπαθεί να αλλάξει τακτική ώστε να πάρει τους ψηφοφόρους με το μέρος του. Οι Αρχές εστιάζουν ολοένα και περισσότερο σε τεχνοκρατικούς δείκτες της ανάπτυξης της Ρωσίας, φουσκώνοντας παράλληλα την απειλή που εκπροσωπεί η Δύση.

Ισως όμως ο Βλαντίμιρ Πούτιν να μην παίρνει όσο σοβαρά θα έπρεπε την πρόκληση που αντιμετωπίζει. Κατά την τρίτη του προεδρική θητεία – βρίσκεται πλέον στην τέταρτη – επικεντρώθηκε περισσότερο στην υπεράσπιση του περιβάλλοντός του από κατηγορίες για διαφθορά ή αδιαφορία παρά στο να κρατήσει τους απλούς ρώσους ευχαριστημένους. Ακολουθώντας την παλιά σοβιετική συνταγή, εξακολουθεί να φοβάται περισσότερο ένα «πραξικόπημα του παλατιού» παρά μία λαϊκή εξέγερση. Το πρόβλημα με ένα ημι-απολυταρχικό καθεστώς όπως του Πούτιν, ωστόσο, είναι πως η συμπεριφορά των πολιτών δεν υπόκειται πλήρως στον έλεγχο του ηγέτη. Και στη σημερινή Ρωσία, αυτό επεκτείνεται στα ΜΜΕ, τα οποία καλύπτουν πολύ συχνότερα – και πιο τολμηρά – τις κοινωνικές προκλήσεις, και την οργή που πυροδοτούν, από ό,τι θα περίμεναν ενδεχομένως όσοι βρίσκονται εκτός Ρωσίας.

Στην πραγματικότητα, το ρωσικό κράτος ουδέποτε απαίτησε μια εξωραϊσμένη κάλυψη των κοινωνικών ζητημάτων. Σε ό,τι αφορά λοιπόν αυτά τα τελευταία, το επίπεδο της ελευθερίας του λόγου προσιδιάζει με την γκλάσνοστ της δεκαετίας του 1980.

Ενας από τους λόγους της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ ήταν η αποσύνδεση ανάμεσα στις βασικές ανάγκες των απλών ανθρώπων και την ατζέντα υπερδύναμης του κράτους, που έκανε τον πληθυσμό φτωχότερο. Με το να διατείνεται πως υπερασπίζεται τη Μητέρα Πατρίδα, ενώ παράλληλα αγνοεί τον λαό της, ο Πούτιν κινδυνεύει τώρα να κάνει ένα αντίστοιχο λάθος.