Στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες οι έννοιες της νομιμοποίησης και της εμπιστοσύνης δεν ταυτίζονται αλλά τέμνονται. Η νομιμοποίηση προκύπτει κατά πρώτον από το εκλογικό αποτέλεσμα και στη συνέχεια από τις τυποποιημένες διαδικασίες που προβλέπει το Σύνταγμα για την εγκατάσταση και την έναρξη λειτουργίας της κυβέρνησης. Η δημοκρατία στηρίζεται εξίσου στη λαϊκή έκφραση και στους συντεταγμένους τρόπους παροχής και ενδεχομένως ανανέωσης της εμπιστοσύνης στην εκλεγμένη κυβέρνηση.

Ομως η εμπιστοσύνη υπό πολιτική έννοια δεν εξαντλείται στην παροχή ή την απόσυρση ψήφου εμπιστοσύνης. Είναι άρρηκτα δεμένη και με τη συνταγματική βεβαιότητα, αλλά και το διάχυτο λαϊκό αίσθημα ότι η κυβέρνηση διαθέτει, σε κάθε στιγμή της θητείας της, τα μέσα για την ομαλή λειτουργία της και τη διεκπεραίωση της αποστολής της. Αυτά τα μέσα, κι αυτή η αίσθηση, λείπουν σε περίπτωση που μια κυβέρνηση διατηρεί μεν την τυπική νομιμοποίηση – δεν έχει «πέσει» λόγω δυσπιστίας της Βουλής ή παραίτησής της -, δεν δύναται όμως, λόγω αλλαγής των κοινοβουλευτικών συσχετισμών ή της εσωτερικής της σύνθεσης, να περάσει νόμους και γενικώς να επιβάλει τη θέλησή της.

Αυτό είναι πλέον πολύ πιθανό να συμβεί με την παρούσα κυβέρνηση, εφόσον ο ελάσσων κυβερνητικός εταίρος πραγματοποιήσει την επανειλημμένα, και πρόσφατα, διατυπωθείσα απειλή να εξέλθει του κυβερνητικού σχήματος, επ’ αφορμή της συμφωνίας των Πρεσπών και πριν καν αυτή έλθει ενώπιον του ελληνικού Κοινοβουλίου. Αν για μια φορά ο αρχηγός των ΑΝΕΛ υλοποιήσει μια πολιτική του εξαγγελία κι αν, όπως όλα δείχνουν, δεν βρεθεί άλλο κόμμα να πάρει τη θέση του ελάσσονος κυβερνητικού εταίρου, τότε θα ισχύσει αυτή ακριβώς η συνθήκη για την κυβέρνηση, ακόμα κι αν δεν πέσει: θα είναι τυπικά και νόμιμα εν ζωή, ουσιαστικά και κοινοβουλευτικά σε αδυναμία.

Από κοινοβουλευτική άποψη αλλά και για λόγους πολιτικής καθαρότητας, τρία πράγματα πρέπει να συμβούν, όλα ελάχιστα πιθανά υπό τις παρούσες συνθήκες. Πρώτον να εισαχθεί η συμφωνία προς ψήφιση στην ελληνική Βουλή αμέσως μετά την ολοκλήρωση της κοινοβουλευτικής διαδικασίας στα Σκόπια και χωρίς, όπως ήδη είπε, εν τη αγνοία ή αναίδειά του, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, η κυβέρνηση να επιλέξει την «κατάλληλη», για εκείνη, στιγμή. Αμεσότητα απαιτεί και η ίδια η συμφωνία – «το συντομότερο δυνατόν» – αλλά κυρίως η δημοκρατική ανάγκη τάχιστης εκκαθάρισης μιας τόσο σημαντικής εκκρεμότητας. Δεύτερον, εφόσον οι ΑΝΕΛ πράγματι αποχωρήσουν και εφόσον δεν βρεθεί άλλο κόμμα να τους αντικαταστήσει στην κυβέρνηση, η κυβέρνηση θα πρέπει να παραιτηθεί διαπιστώνοντας ότι δεν έχει πια κοινοβουλευτικές δυνάμεις, όχι για να περάσει τη συμφωνία αλλά για να διοικήσει τη χώρα. Ενδεχόμενες μεμονωμένες «στηρίξεις», ακόμα και υπουργοποιήσεις, μεμονωμένων προσώπων δεν καλύπτουν αυτό το έλλειμμα. Και τρίτον, αν η κυβέρνηση δεν παραιτηθεί, πρέπει οπωσδήποτε η ενδεχόμενη ψήφος δυσπιστίας να προηγηθεί της ψηφοφορίας επί της συμφωνίας. Στο σημείο αυτό η εμπιστοσύνη προηγείται, τόσο χρονικά όσο και σε σημασία, της νομιμοποίησης.

Σε κάθε περίπτωση, αν τα πράγματα πάνε έτσι, ένα είναι σίγουρο, είτε η κυβέρνηση πέσει είτε συνεχίσει: κανείς πια δεν θα την εμπιστεύεται.

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος