Ηταν, μαζί με τον Νταβίντ Γκρόσμαν και τον Αβραάμ Γεοσούα, η φωνή της συνείδησης του Ισραήλ. Από αυτήν την άποψη και μόνο ο θάνατος του Αμος Οζ, του πολυβραβευμένου συγγραφέα που άφησε την τελευταία του πνοή στα 79 του χρόνια χτυπημένος από καρκίνο, αφήνει ένα τεράστιο κενό όχι μόνο στα λογοτεχνικά πράγματα της χώρας του αλλά και στην πολιτική. Αφήνει φυσικά και ένα δυσαναπλήρωτο κενό στην παγκόσμια λογοτεχνία: ο Οζ είχε ξεπεράσει τα σύνορα της πατρίδας του – μιας πατρίδας που, όπως είχε πει ο ίδιος, αγαπούσε αλλά δεν του άρεσε.

Τον θάνατο του συγγραφέα και σταθερού υπέρμαχου της λύσης των δύο κρατών ανακοίνωσε η κόρη του. «Ενα μεγάλο ευχαριστώ σε όσους τον αγάπησαν» έγραψε η Φάνια Οζ Σάλτσμπεργκερ στο Twitter. Και ήταν πολλοί αυτοί που τον αγάπησαν μέσα από την «Ιστορία αγάπης και σκότους», το αυτοβιογραφικό έπος στο οποίο χρησιμοποιεί ως καμβά την οικογενειακή του ιστορία για να διηγηθεί την ιστορία μιας χώρας που γεννήθηκε από τις στάχτες του Ολοκαυτώματος ώστε να διεκδικήσει έκτοτε την επιβίωσή της ως μια ατσάλινη και ενίοτε φονική στρατιωτική μηχανή.

Ο ίδιος ο Οζ δεν αισθανόταν πάντοτε άνετα σε αυτήν τη χώρα. Γεννημένος στη συνοικία Κέρεμ Αβραάμ της Ιερουσαλήμ το 1939, ο Αμος Κλάουσνερ, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, μεγάλωσε με δύο γονείς που είχαν έρθει πρόσφυγες από την Ανατολική Ευρώπη. Την αγάπη του στα γράμματα οφείλει στον πατέρα του. Αλλά ήταν η αυτοκτονία της μητέρας του, όταν ο ίδιος ήταν μόλις 12 χρονών, που τον σημάδεψε ανεξίτηλα. Τρία χρόνια αργότερα θα έφευγε από το σπίτι του για να ζήσει στα κιμπούτς και θα άλλαζε το επίθετό του σε Οζ που στην εβραϊκή γλώσσα σημαίνει «δύναμη».

Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 θα μετακομίσει στην πόλη Αράντ επειδή ο γιος του έπασχε από άσθμα. Ο ίδιος είχε πάρει μέρος, στο μεταξύ, στον Πόλεμο των Εξι Ημερών (1967) και στον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, ενώ είχε ολοκληρώσει στο εβραϊκό πανεπιστήμιο τις σπουδές του στη φιλοσοφία και την εβραϊκή λογοτεχνία. Συγχρόνως θα παρακολουθούσε τις πολιτικές διαμάχες μιας έντονα πολιτικοποιημένης οικογένειας, πολλά μέλη της οποίας ήταν ρεβιζιονιστές σιωνιστές, τάσσονταν δηλαδή υπέρ της επέκτασης των ισραηλινών συνόρων στην ανατολική όχθη του Ιορδάνη ποταμού.

Ανιψιός του Γιόζεφ Κλάουσνερ, σημαντικής μορφής των εβραϊκών γραμμάτων και υποψηφίου του κόμματος Χερούτ για την προεδρία του Ισραήλ απέναντι στον εργατικό Χαΐμ Βάιζμαν, ο Οζ διατήρησε από την οικογένεια την κλίση στην καλλιέργεια αλλά πολιτικά δεν ακολούθησε τις οικογενειακές επιταγές. Υπήρξε για χρόνια στενός φίλος του Σιμόν Πέρες, ενώ τη δεκαετία του 1990 θα γινόταν υποστηρικτής του αριστερού κόμματος Μερέτς.

Θα ήταν εξάλλου πάντα ένας εργάτης της ειρήνης, με τη φήμη του ως συγγραφέα να εξαπλώνεται συνεχώς. Πρωτοεμφανίστηκε στα εβραϊκά γράμματα το 1965, ενώ τα βιβλία του μεταφράστηκαν σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες. Εκτός από την «Ιστορία αγάπης και σκότους», στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει επίσης «Η γυναίκα που γνώρισα», «Το μαύρο κουτί», «Ο Μιχαέλ μου», «Νύχτα στο Κελ Κένταρ», «Η ίδια θάλασσα», «Η τέλεια γαλήνη», «Η νύχτα του συγγραφέα», «Ιούδας», «Οι τρεις ζηλωτές».

Αν και το όνομά του φιγουράριζε σταθερά ανάμεσα σε αυτά των υποψηφίων, δεν τιμήθηκε ποτέ με το βραβείο Νομπέλ. Τιμήθηκε ωστόσο με το βραβείο Ισραήλ για τη λογοτεχνία (1998), το βραβείο Γκαίτε (2005), το βραβείο Prince of Asturias Award of Letters (2007) και το βραβείο Χάινριχ Χάινε (2008).