Μπορεί να είναι η ταινία του Ιβ Ρομπέρ, «Ο πόλεμος των κουμπιών», με τις αντίπαλες παιδικές συμμορίες όπου οι νικητές έκοβαν τα κουμπιά από τα ρούχα των ηττημένων. Μπορεί να είναι και ό,τι πυροδοτεί στη φαντασία η ερώτηση «πού πάνε τα κουμπιά όταν χάνονται;». Μπορεί και το σχήμα τους, σαν φατσούλα με τις τρύπες για το ράψιμο στη θέση των ματιών. Ηταν και εκείνα τα κουμπάδικα στην οδό Περικλέους που έλεγες ότι από τα μέχρι το ταβάνι κουτάκια τους θα ξεπηδούσαν όλα τα χρώματα και τα σχέδια του κόσμου. Η εμπειρία όμως του συναδέλφου Μιχάλη Γελασάκη και του φωτογράφου Χρήστου Τόλη (Sub.Urban) σε ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο κουμπιών σε πολύ κεντρικό δρόμο της Αθήνας μοιάζει με παραμύθι.

Ολα ξεκίνησαν από μια φωτογραφία που ο Μιχάλης έβλεπε σε ελληνικά και διεθνή σάιτ. Μια παλιά σκάλα γεμάτη πολύχρωμα κουμπιά. Στις περισσότερες λεζάντες αναγραφόταν ότι επρόκειτο για παρατημένο εργοστάσιο στην Κίνα. Υστερα από ψάξιμο αλλά και με τη βοήθεια της τύχης ανακάλυψε ότι αυτό το κτίριο των κουμπιών βρίσκεται πολύ κοντά μας. Στα Πατήσια, επί της Αχαρνών. Ενα κτίριο – φάντασμα με σπασμένα παράθυρα, σκουριασμένα σίδερα και διαβρωμένο από την υγρασία, που όμως κάποτε έζησε εποχές παραγωγικής δόξας. Πρόκειται για τη βιοτεχνία κουμπιών Νίνα με κεντρικό κατάστημα διάθεσης στην οδό Ερμού. Μιλάμε για προηγούμενες δεκαετίες, όταν δεν είχε επικρατήσει ακόμη το έτοιμο ρούχο, η Ελλάδα «ραβόταν» και τα κουμπιά ήταν είδος πρώτης ανάγκης. Τα θεμέλια του εγκαταλελειμμένου σήμερα εργοστασίου μπήκαν στη δεκαετία του 1940. Αργότερα επεκτάθηκε, έφθασε να γίνει τριώροφο, αλλά μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 τα δεδομένα της αγοράς που άλλαξαν οδήγησαν στο κλείσιμό του. Σήμερα ανήκει στους κληρονόμους Ν. Αργυρόπουλου και, παρότι βρίσκεται υπό απαλλοτρίωση από τον Δήμο Αθηναίων λόγω κληρονομικών διαφορών, παραμένει μια τρύπα στη γεωγραφία της πόλης.

Το αν και πώς μπορεί να μπει κάποιος μέσα αφού το κτίριο είναι περιφραγμένο και οι πόρτες του σφραγισμένες με σιδηροκόλληση θα το κρατήσουμε μυστικό, αφού είναι προφανής ο κίνδυνος μιας «λεηλασίας της νοσταλγίας». Ο Μιχάλης και ο Χρήστος ωστόσο κατάφεραν να μπουν με τον σεβασμό των «αμπαντονάδων», αυτών δηλαδή που θέλουν να αποτυπώσουν τους εγκαταλελειμμένους χώρους. Και μιλάνε για κουμπιά που ρέουν σαν καταρράκτης αφού κάθε τόσο οι συσκευασίες αποσυντίθενται και ένα καινούργιο πολύχρωμο στρώμα προστίθεται στα προηγούμενα. Καλό θα ήταν όμως το κτίριο να αξιοποιηθεί και κάποιοι καλλιτέχνες να χρησιμοποιήσουν αυτά τα χιλιάδες κουμπιά ως πρώτη ύλη για έργα τους.

Η αμυγδάλου της Κυψέλης

Αν κάτι έχει αλλάξει άρδην στη γαστρονομική μας κουλτούρα τα τελευταία χρόνια, είναι ο «χάρτης της ζαχαροπλαστικής». Αν πας, για παράδειγμα, σε ένα μοντέρνο ζαχαροπλαστείο και ζητήσεις σοκολατίνα, θα σου προτείνουν διάφορες παραλλαγές της, που καμία όμως δεν θα είναι αυθεντική σοκολατίνα, σαν αυτή που τρώγαμε παιδιά. Καλά, δεν μιλάω για σεράνο. Το πιθανότερο είναι να σε κοιτάξουν ειρωνικά. Τα γλυκά έχουν πλέον άλλα ονόματα, συνήθως και άλλες γεύσεις, άλλες υφές και άλλα σχήματα. Είναι κι εκείνα τα σφηνάκια με δείγμα γλυκού – πρακτικά, δεν λέω -, αλλά πεθύμησα τις παλιές, καλές πάστες. Και την εποχή που στις επισκέψεις πήγαιναν, ως δώρο, κουτί με δέκα πάστες. Ανά δύο από πέντε είδη συνήθως. Από τα οποία δεν έλειπαν οι ανοιχτοπράσινες φιστίκι και οι αμυγδάλου. Οχι νουγκατίνες. Αμυγδάλου. Με χοντροκομμένο αμύγδαλο στο παντεσπάνι και στη γέμιση και ολόκληρα αμύγδαλα από πάνω.

Δεν το συζητώ ποιος κάνει την καλύτερη αμυγδάλου στην Αθήνα εδώ και πάνω από πενήντα χρόνια. Ο Μπόζας στην Κυψέλη. Τυπικό ζαχαροπλαστείο των αρχών της δεκαετίας του 1960, τότε δηλαδή που ιδρύθηκε. Και παραμένει (ευτυχώς) ίδιο και απαράλλαχτο. Ως προς την ατμόσφαιρα αλλά και ως προς τις γεύσεις. Θυμάμαι τον μερακλή θείο μου που έμενε στο Φάληρο και όταν ερχόταν σπίτι μας στο κέντρο της Αθήνας, πήγαινε πρώτα με ταξί στον Μπόζα για να πάρει τούρτα αμυγδάλου. Το ίδιο ακριβώς εφέ είχε στον ουρανίσκο και πριν από λίγες ημέρες που υπέκυψα ηρωικά στην ανάγκη μου για γλυκό.

Με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη, ο ιδρυτής του ζαχαροπλαστείου Ξενοφών Μπόζας δούλευε ως ζαχαροπλάστης στο παλιό Zonars (Ζωναρά το λέει ακόμα η σύζυγός του Μαρία). Και ο ίδιος ο Ζωναράς τον έστειλε στο εξωτερικό για να εκπαιδευτεί. Σήμερα το κατάστημα διευθύνει ο γιος του Παναγιώτης.

Αθηναϊκές κρήνες

Το είχα διαβάσει πριν από μερικούς μήνες. Οτι ο Δήμος Αθηναίων επρόκειτο να τοποθετήσει βρύσες με υδροδότηση από την ΕΥΔΑΠ σε κάποια από τα σημεία που τον προηγούμενο αλλά και τον προπροηγούμενο αιώνα υπήρχαν οι παραδοσιακές κρήνες των Αθηνών. Θεώρησα, κακώς, ότι είναι από εκείνα τα σχέδια που εκπονούνται αλλά δεν πραγματοποιούνται ποτέ. Εως προχθές που πρόσεξα μία στην είσοδο της χριστουγεννιάτικης Ερμού. Και κόσμο που γέμιζε τα ποτηράκια του. Μια όμορφη εικόνα που δένει την πόλη με τους πολίτες.

Σοφία Σεϊρλή, ηθοποιός

Τι μου αρέσει, τι δεν μου αρέσει στην Αθήνα

Η Αθήνα με τη λιακάδα και τον γαλάζιο ουρανό είναι όμορφη. Και λες «Ας πάω μια βόλτα». Σε ποια πεζοδρόμια, όταν τα αυτοκίνητα είναι μισοπαρκαρισμένα πάνω τους; Ασε που πρέπει να κοιτάς συνέχεια κάτω γιατί τα περισσότερα είναι χαλασμένα – μου έχει τύχει να χωθεί το πόδι μου μέσα στην τρύπα μιας σπασμένης πλάκας.

Η Αθήνα με βροχή, Θεούλη μου! Μπαίνεις στο αμάξι, αν είσαι τυχερός και δεν χρειάζεται να μπεις στα νερά μέχρι τον αστράγαλο. Και τότε αρχίζει το δράμα! Μια απόσταση που είναι 10-15 λεπτά την κάνεις σε πάνω από μία ώρα! Και όταν πάει να ανοίξει λίγο και προχωράς, σταματάει ένα ταξί κάποιος και ξανα-ακινητοποιείσαι. Είσαι στη μια λωρίδα και θέλεις να πας στην άλλη και μια σειρά από μηχανάκια σε προσπερνάνε, άλλο από τη μια, άλλο από την άλλη, τρελαίνεσαι. Πω πω γκρίνια… Ας έχουμε όμως πολλή αγάπη! Για να περάσουμε καλές γιορτές.