Την ερώτηση του τίτλου δεν τη θέτω εγώ αλλά ο Πάμπλο Νερούδα. Είναι κάτι που συμβαίνει συνεχώς: τα βιβλία έχουν θέσει για λογαριασμό μας όλες τις ερωτήσεις που θα θέλαμε να θέσουμε. Αυτό το φαινόμενο, συναρπαστικό όταν ήμουν νεότερη και αποθαρρυντικό στη μέση ηλικία, το αντιμετωπίζω σήμερα βουδιστικά, δηλαδή το αποδέχομαι. Τα επιδραστικά βιβλία κάνουν αυτό που πρέπει να κάνουν ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα που έχει η δράση τους στον ναρκισσισμό των συγγραφέων – θέτουν αποστομωτικές ερωτήσεις.

Ας ξεκινήσουμε από πιο ταπεινές χρήσεις των βιβλίων. Με τα ογκώδη βιβλία ανεβάζουμε τον υπολογιστή στο ύψος των ματιών – προσωπικά στηρίζω το laptop πάνω στην «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» του Κ.Θ. Δημαρά: εκφράζω πιθανότατα την επιθυμία να ανήκω σε αυτή την Ιστορία, να πατάω γερά πάνω της.

Η γιαγιά μου χρησιμοποιούσε βιβλία για να σκοτώνει μύγες – και οικογενειακώς, στα ξενοδοχεία, φτιάχνουμε αυτοσχέδια κομοδίνα με τα βιβλία των διακοπών. Ιδού ένα μικρό απόσπασμα σχετικής ιστορίας που δημοσίευσε η κόρη μου στο περιοδικό του σχολείου. Το παραθέτω όχι ως περήφανη μητέρα, αλλά μάλλον ως ανήσυχη μητέρα – διαπιστώνω πόσο επηρεάζουμε τα παιδιά μας αισθητικά και ηθικά:

«Ο Γιώργος κάνει μαύρο εμπόριο λογοτεχνικών βιβλίων. Ο,τι θες το βρίσκεις στον Γιώργο: Μουρακάμι, Κάφκα, Αν Κάρσον, Χέμινγουεϊ, Φιτζέραλντ, Ντίντιον και Καβάφη. Θα αναρωτιέστε βέβαια πώς στο καλό κατέληξε ο Γιώργος στη μαύρη αγορά. Ε λοιπόν στην κρίση τα έχασε όλα. Το μόνο που του απέμεινε; Η βιβλιοθήκη του. Επειδή του είχαν πάρει τα έπιπλα, τα έχτιζε όλα από βιβλία. Τραπέζια; Από βιβλία. Κομοδίνα; Από βιβλία. (…) Ο,τι του χρειαζόταν το έβρισκε από περαστικούς και τουρίστες, με αντάλλαγμα ένα βιβλίο της επιλογής τους. Εδωσε έναν Στάινμπεκ, πήρε ένα τσαμπί σταφύλια. Εναν Κέρουακ για ένα πακέτο ασπιρίνη. Εναν Προυστ για τσάι και κέικ. Εναν Οργουελ για μια τηλεόραση. Μια Γουλφ για ένα δωμάτιο δικό του».

Οταν έγραψε αυτή την ιστορία δεν ήξερε το βιβλίο του Πολ Οστερ στο οποίο ο αφηγητής κάθεται σε σκαμπό από βιβλία και τρώει σε τραπέζια φτιαγμένα από κούτες βιβλίων. Ούτε είχε διαβάσει ένα σχετικό μυθιστόρημα δικό μου στο οποίο ο Θεός και η γυναίκα του ανακαλύπτουν την ανάγνωση, αγοράζουν εκατοντάδες χιλιάδες βιβλία και κοιμούνται πάνω τους.

Μαζί με το γενετικό υλικό κληροδοτούμε στα παιδιά τις αγωνίες μας. Ανέκαθεν προσπαθούσα να κατανοήσω τη «Βιβλιοθήκη της Βαβέλ» του Μπόρχες, όχι λογοτεχνικά, αλλά χωροταξικά. Παρότι δεν ήμουν καλή στο σχέδιο, δοκίμασα να σχεδιάσω αυτές τις κυκλωτικές βιβλιοθήκες, λες κι ένα σχέδιο θα βοηθούσε στην κατανόηση της απόστασης μεταξύ πεπερασμένου και απείρου. «Στη λογοτεχνία οι φαντασιώσεις βασίζονται σε αυτό που δεν βλέπεις», έγραφε σ’ ένα παλιό τεύχος της «Λέξης» η Μαργαρίτα Καραπάνου για να αντιδιαστείλει τη φαντασίωση της λογοτεχνίας προς εκείνη του κινηματογράφου, όπου η φαντασίωση βασίζεται στο ορατό.

Στο «Σπίτι από φύλλα» του Ντανιελέφσκι, βίβλο της υπερ-κειμενικής θεώρησης της λογοτεχνίας, συμβαίνει μια τοπολογική ανακατάταξη άλλης τάξεως. Η οικογένεια μένει σε ένα σπίτι που δείχνει να είναι μεγαλύτερο στο εσωτερικό από ό,τι στο εξωτερικό του. Σταδιακά οι αναγνώστες αντιλαμβάνονται ότι δεν πρόκειται για σπίτι, αλλά για κείμενο, για έναν περίκλειστο αφηγηματικό κόσμο που παίρνει μορφή σπιτιού.

Ο Ντανιελέφσκι, όπως και ο Μπόρχες παλιότερα, ονειρεύτηκε μια εικονοποιία ικανή να χωρέσει την επιθυμία του για ιλιγγιώδη πλοκή που να σχετίζεται με τη βιβλιοφιλία. Αυτή η παρανοϊκή αγάπη – στα όρια του φετιχισμού – για τα βιβλία και την ανάγνωση αλλάζει αντικείμενο στον κόσμο του Ρομπέρτο Μπολάνιο και της Κλαρίσε Λισπέκτορ. Οι δυο τους μεταβιβάζουν το παθολογικό ενδιαφέρον από τα βιβλία στους συγγραφείς, ο Μπολάνιο γράφοντας μια εγκυκλοπαίδεια ανύπαρκτων συγγραφέων, η Λισπέκτορ περιγράφοντας πώς η πρωταγωνίστρια συνομιλεί με τον συγγραφέα της στο «A breath of life», πώς μεταμορφώνεται δηλαδή μια ηρωίδα από χίμαιρα και στρόβιλος ιδεών σε έμψυχο υλικό, σε πρόσωπο.

Ο Καλβίνο έχει σημαίνουσα θέση στον μικρό βασικό κατάλογο βιβλιόφιλων συγγραφέων. Ο αφηγητής του στο «Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης» νιώθει τη δυστυχία του εφευρέτη χωρίς εφεύρεση, καθώς τα πάντα έχουν γραφτεί: «Τα Βιβλία Που δεν Είναι Ανάγκη Να Διαβάσεις, Τα Βιβλία Που Φτιάχτηκαν Για Αλλες Χρήσεις Και Οχι Για Να Διαβαστούν, Τα Βιβλία Που Ηδη Διάβασες Χωρίς Να Κάνεις Τον Κόπο Να Τα Ανοίξεις Γιατί Ανήκουν Στην Κατηγορία Των Ηδη Διαβασμένων Πριν Ακόμη Γραφούν (…), Η Στρατιά Των Βιβλίων Που Αν Μπορούσες Να Ζήσεις Περισσότερες Ζωές Θα Διάβαζες Ευχαρίστως Αλλά Δυστυχώς Οι Μέρες Που Σου Απομένουν Να Ζήσεις Είναι Αυτές Που Είναι (…), Οι Φάλαγγες Των Βιβλίων Που Εχεις Πρόθεση Να Διαβάσεις Αλλά Πρώτα Εχουν Σειρά Κάποια Αλλα, Των Βιβλίων Που Είναι Πολύ Ακριβά Και Μπορείς Να Περιμένεις Να Αγοράσεις Μισοτιμής, Των Βιβλίων Που Επίσης Περιμένεις Να Αγοράσεις Οταν Θα Επανεκδοθούν Στις Οικονομικές Σειρές, Των Βιβλίων Που Μπορείς Να Ζητήσεις Από Κάποιον Να Σου Δανείσει, Των Βιβλίων Που Ολοι Πια Εχουν Διαβάσει Και Αρα Είναι Σαν Να Τα Εχεις Διαβάσει Κι Εσύ».

Συγγραφέας ή αναγνώστρια;

Μια ωραία άσκηση στις τάξεις δημιουργικής γραφής είναι ο «Κατάλογος λογοτεχνικών τίτλων». Ζητάω από τους σπουδαστές να σκεφτούν πλοκές που ταιριάζουν σε διάσημους λογοτεχνικούς τίτλους. Προκύπτουν έτσι υπερβολές, φάρσες, ανέκδοτα, καθώς το φάντασμα ενός βιβλίου που έχει ήδη γραφτεί και η αποποίηση ευθύνης φτιάχνουν κείμενα ασεβή και παρανοϊκά. Σε αυτές τις ιστορίες η «Μαντάμ Μποβαρί» είναι ένας δυστυχισμένος τρανσέξουαλ, η «Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» διηγείται τη ζωή ενός αστροναύτη και τα «Εκατό χρόνια μοναξιάς» είναι ένα κατάστημα με είδη για μοναχικούς: μονά σεντόνια, μονά σερβίτσια και ντίλντο.

Η συγγραφική βιβλιοφιλία είναι διαφορετική από εκείνη του ακραιφνούς αναγνώστη. Είναι διαστρέβλωση ταυτότητας. Ποια είμαι; Η συγγραφέας ή η αναγνώστρια; Γράφω το βιβλίο ή το βιβλίο γράφεται κι εγώ το διαβάζω; Δεν πρόκειται για μεταφυσική σκέψη – θα το πιστοποιήσουν οι συγγραφείς που διορθώνουν τα βιβλία τους σε κατάσταση παραφροσύνης, σβήνοντας και γράφοντας και σβήνοντας, δοκιμάζοντας να δουν το κείμενο με την «αδιάφορη συμπάθεια» που συνιστούσε ο Τζέιμς Τζόις. Σε τελική ανάλυση «επιτρέπεται να ρωτήσω το βιβλίο μου αν πράγματι το έγραψα;». Δεν είναι σχήμα ποιητικό η ερώτηση του Νερούδα, είναι η καρδιά της συγγραφικής πράξης.

Ωστόσο αν κληθώ να διαλέξω μια από τις δύο ιδιότητες, ποια θα διαλέξω άραγε, της συγγραφέως ή της αναγνώστριας; Το ερώτημα μοιάζει με τα αγχώδη παρανοϊκά όνειρα όπου ένας δολοφόνος σού λέει ότι θα σκοτώσει τη μητέρα ή τον πατέρα σου, εσύ το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να επιλέξεις το θύμα. Σε μια τέτοια τυπολογία ποιος ή ποια αντιπροσωπεύει τους συγγραφείς; Ο πατέρας Υπερεγώ ή η εγκυμονούσα μητέρα; Είμαστε οι συγγραφείς περισσότερο αναγνώστες ή συγγραφικές μηχανές; Νοείται το ένα χωρίς το άλλο; Μπορείς να γράψεις βιβλία χωρίς να θαυμάζεις απεριόριστα τους συγγραφείς που προηγήθηκαν; Και δεν μιλάω μόνο για θαυμασμό. Μιλάω και για ενόχληση, για απέχθεια, για μίσος που μοιάζει με αγάπη, μιλάω για όλο το συναισθηματικό οπλοστάσιο που ενεργοποιείται όταν κάτι μας ενδιαφέρει, όταν γίνεται υπόθεση ζωής και θανάτου.

Θέτω αυτό το ερώτημα στους σπουδαστές δημιουργικής γραφής. Αρκετοί έρχονται στο μάθημα κυριολεκτικά αδιάβαστοι – έχουν την ακαθόριστη επιθυμία να γράψουν βιβλία χωρίς να έχουν διαβάσει συστηματικά λογοτεχνία. Τους λέω τότε, για να καταλαβαινόμαστε, πως είναι σαν να έρχεται ένας ηλεκτρολόγος για να φτιάξει τον πίνακα με τις ασφάλειες χωρίς εργαλειοθήκη. Με κοιτάζουν με ανοιχτό το στόμα. Στην Ελλάδα η γραφή είναι ακόμη παρθενογένεση, υπόθεση έμπνευσης και διάρροια λέξεων.

Πέρα από τους σπουδαστές, ρωτάνε και οι αγχωμένοι γονείς: τι να κάνω για να διαβάζει το παιδί; «Εσείς διαβάζετε λογοτεχνία;» αντιρωτώ. «Εγώ;» απαντούν. «Εγώ δεν προλαβαίνω να κοιμηθώ, που λέει ο λόγος». Δεν τους περνάει από το μυαλό ότι η αναγνωστική συνήθεια, όπως και η συνήθεια να λες ευχαριστώ ή να τρως με το στόμα κλειστό δημιουργείται διά του παραδείγματος.

Εμφυλα στερεότυπα

Εγραψα αυτές τις σκέψεις στο Παρίσι, στην οδό Τιμπό, ανάμεσα στη Βαστίλλη και τη Ρεπιμπλίκ, στον δρόμο όπου έζησε και η Μέλπω Αξιώτη. Τα βιβλία έχουν αλλοιώσει σε τέτοιον βαθμό τον τρόπο που σκέφτομαι ώστε έστειλα μέιλ στην Τιτίκα Δημητρούλια για να ρωτήσω αν ξέρει σε ποια μεριά του δρόμου έμενε η Αξιώτη, σε ποιον αριθμό, θέλω να πάω να βρω το σπίτι της – και μετά τι; Να συναντήσω το φάντασμά της;

Γράφω φορώντας μαροκινές παντόφλες, για να μη λερώσω το σπίτι των φίλων που με φιλοξενούν. Κάθε φορά που τις κοιτάζω σκέφτομαι την Τζέιν Μπόουλς, αναρωτιέμαι αν φορούσε τέτοιες παντόφλες στην Ταγγέρη και από εκεί η σκέψη μου πετάγεται στον Ρόμπερτ Βάλζερ – lady slippers ονόμαζε τις παντόφλες στο μικρό του διήγημα για τα παπούτσια των γυναικών. Γράφει εκεί ότι το όνομα της γυναικείας παντόφλας είναι στα γερμανικά και όνομα λουλουδιού. Διαπληκτίζομαι νοερά μαζί του, επειδή το διήγημα επαναπαύεται σε έμφυλα στερεότυπα για τις γυναικείες πατούσες.

Η βιβλιοφιλία των συνειρμών μου είναι μοναχική, δεν τη μοιράζομαι εύκολα. Οταν περιμένω την κόρη μου και αργεί σκέφτομαι με όρους του Ουόλας Στίβενς: «Ο θάνατος είναι η μητέρα της ομορφιάς η μυστική/και μες στην πύρινη αγκαλιά της πλάθουμε /γήινες μητέρες που άγρυπνες μας περιμένουν». Οταν ονειρεύομαι τον νεκρό πατέρα μου, σκέφτομαι με λέξεις του Νερούδα: «Και ο πατέρας που ζει στα όνειρά σου ξαναπεθαίνει όταν ξυπνάς;». Κι όταν πρωτοδιάβασα την ειρωνική φράση της Μόλι Μπλουμ για τον εραστή της Μπλέιζερ Μπόυλαν – «καλέ αυτός δεν ξέρει να ξεχωρίσει ένα ποίημα από ένα λάχανο» – συνειδητοποίησα ότι στη φράση αυτή βρισκόταν ο πυρήνας της εφηβικής αλαζονείας μου προς τα αγόρια που έπαιζαν όλη μέρα ποδόσφαιρο και δεν ήξεραν ποιος είναι ο Τίτος Πατρίκιος.

Ετσι λοιπόν αυτούς τους συνειρμούς που τυχαία και σπασμωδικά ξετυλίγω σήμερα  δεν θα μπορούσα να τους αξιοποιήσω σε μια συζήτηση με φίλους, επειδή οι άνθρωποι πιστεύουν ότι κάνεις την έξυπνη αν μιλάς για βιβλία και συγγραφείς. Εξάλλου οι αρνητικές κριτικές για τα βιβλία μου εστιάζουν στο γεγονός ότι αντί να γράφω μιλάω για τα βιβλία των άλλων. Μια φίλη και συγγραφέας που εκτιμώ ιδιαίτερα μου είχε πει παλιότερα, πρέπει να ξεφύγεις από το σύνδρομο της παθιασμένης αναγνώστριας, πρέπει να γίνεις συγγραφέας, να νιώσεις την αυτοπεποίθηση της συγγραφέως.

Μα η αυτοπεποίθηση των συγγραφέων – αν υπάρχει τέτοιο πράγμα – προέρχεται από το γεγονός ότι κάνουν τη δουλειά τους, ότι διαβάζουν δηλαδή τα βιβλία που τους έκαναν να θέλουν να γίνουν συγγραφείς. Με τον ίδιο τρόπο που οι καλλιτέχνες λιώνουν τα παπούτσια τους σε μουσεία και οι μουσικοί σε αίθουσες συναυλιών.

Αλλη άσκηση που βάζω συχνά στους μαθητές μου είναι να γράψουν μια ιστορία παρατηρώντας τι έχουν ψωνίσει οι μπροστινοί στο ταμείο του σουπερμάρκετ. Την ίδια άσκηση μπορείς να κάνεις με τα ρούχα στις απλώστρες. Αλλά τώρα διαπιστώνω ότι μπορείς να μάθεις πολλά πράγματα κοιτάζοντας τις βιβλιοθήκες των άλλων. Οι φίλοι που με φιλοξενούν στο Παρίσι έχουν στο σπίτι τους τα βιβλία στα οποία αναφέρθηκα σήμερα: παλιά τεύχη της «Λέξης», Νερούδα και Βάλζερ, Καλβίνο στα γαλλικά, έχουν δηλαδή το διαιτολόγιό μου. Ο,τι έγραψα το έγραψα στύβοντας τα βιβλία τους, όπως κάποιος άλλος θα έστυβε πορτοκάλια. Σκέφτομαι ότι δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι είναι φίλοι μου, αγαπούν ό,τι αγαπώ και εκτός από στέγη μού παρέχουν και μια δανειστική μπορχεσιανή βιβλιοθήκη.

Η ομιλία της Αμάντας Μιχαλοπούλου εκφωνήθηκε στη διάρκεια του διήμερου διεθνούς Συμποσίου «Γιατί διαβάζουμε; Ο ρόλος του συγγραφέα και του βιβλίου στον 21ο αιώνα». Το Συμπόσιο διοργανώθηκε στις 18 και 19 Οκτωβρίου από την Εταιρεία Συγγραφέων, σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Συγκριτικής Λογοτεχνίας και Κοινωνίας του Πανεπιστημίου Columbia των ΗΠΑ και το Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.