Φανατικοί. Δεν ακούνε, δεν καταλαβαίνουν. Λένε ψέματα, είτε άθελά τους (από πτήση πάνω απ’ την πραγματικότητα) είτε ενσυνείδητα και σχεδιασμένα (από απλή εμπάθεια και μίσος). Υπάρχει στην ψυχή τους αυτό το θυμικό κράμα, πίστης ή ιδιοτέλειας – αναλόγως. Δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Εντάθηκε όμως και μαζικοποιήθηκε όταν κατέρρευσε η χώρα. Πάρα πολλοί γραφιάδες, πολίτες, πολιτικοί, βυθίστηκαν στον φανατισμό. Ηταν το πιο πρόσφορο μέσον για να διαχειριστούν τον χαμένο κόπο πολλών γενεών (την καταστροφή της αποταμίευσης), για να διαχειριστούν την ίδια τους την κατερειπωμένη οίηση, για να βρουν μια εξήγηση στην οδύνη της οικονομικής και πολιτικής εκπτώχευσης, ή απλώς γιατί τους κόπηκαν παροχές και «δουλίτσες». Μείγμα παθών. Ολα μπορούν να στραβώσουν προς τον φανατισμό. Η αντιπολιτευτική στάση (και η συμπολιτευτική υπερβολή) μπορούν να πάρουν τον δρόμο της οπαδικής φανατίλας. «Να φύγουν, να τσακιστούν», ή «κλεφτρόνια».

Πολλοί στον δημόσιο λόγο κάνουν σκόντο στους αντιπολιτευόμενους συνομιλητές τους – εφόσον οι τελευταίοι εξυπηρετούν τη μέγιστη ανάγκη του ξεκουμπίσματος. Ανεξάρτητα από την αντιπολιτευτική οπτική γωνία, ανεξάρτητα από την πολιτική καταγωγή, ακόμα και από την ευστάθεια ή τη σαθρότητα του καταγγελτικού επιχειρήματος, είναι ευπρόσδεκτες όλες οι φωνές που αποκαθηλώνουν. Παράγουν δε με μια εξαιρετική συμμετρία με τις φωνές που αποθεώνουν. Ο φανατισμός δεν είναι κακοί τρόποι. Ο φανατισμός είναι ιδιοτροπία, ιδιοτυπία στη θέαση του πραγματικού. Ο φανατικός σχετίζεται υπαρξιακά όχι τόσο με τη θέση του, όσο με την καταστροφή της θέσης του άλλου.

Δεν τον ενδιαφέρει η επιβεβαίωσή του, όσο ο φόνος του άλλου. Χρησιμοποιεί εύρος λεκτικών, συμβολικών καμιά φορά και συμβατικών μέσων. Ψέμα, τραμπουκισμό, ύβρεις, αυτονόητα κ.λπ. Τον ενδιαφέρει πρώτα να «αποξηράνει» το λογικό περιβάλλον του αντιπάλου. Δρα σαν παρασιτοκτόνο, προσπαθεί να κάψει τη ρίζα του άλλου, την ταυτότητα, τη φήμη του. Αν ο φανατικός καταστρέψει το λογικό περιβάλλον μέσα στο οποίο αρθρώνει τα επιχειρήματα ο αντίπαλος, θεωρεί ότι ο αντίπαλος ό,τι και να κάνει θα πηγαίνει χαμένο. Κάθε κίνηση θα βυθίζει τον αντίπαλο στην κινούμενη άμμο. Μανιακοί, μόνιμα υπερτασικοί, στρατολογούνται οπουδήποτε. Σε πολιτικές ή επαγγελματικές ομάδες, σε σοκάκια της μπλογκόσφαιρας, παραθρησκευτικές οργανώσεις, σε ακροδεξιές ομάδες.

Εκδικητές, μαχητές μιας ανοϊκής και πρωτόγονης καθαρολογίας ή απλώς «ταμένοι». Οταν όμως γράφουν ή μιλούν, πέρα απ’ το ιδρυτικά «παραληρηματικό» FB, αναγκάζονται να επιβραδύνουν. Αναγκάζονται να σκεφτούν. Πιθανόν να πρέπει να οργανώσουν επιχειρήματα, να σκεφτούν την ορθογραφία, την ορθοφωνία, τη λογική, την απόδειξη. Τους καταπιέζει η επώνυμη, γραπτή θέση, ο λόγος. Γι’ αυτό τον ξεπερνάνε. Στον γραπτό ή τηλεοπτικό λόγο υιοθετούν μια ιδιόρρυθμη προφορικότητα. Μια λογική ασυνέχεια που μπορεί να γίνει ανεκτή (ως συντριπτικά πραγματική) στο Διαδίκτυο, αλλά σιγά σιγά υπερκαθορίζει και το «επώνυμο» κείμενο. Αψηφούν τη νοηματική αλληλουχία, τη λογική σειρά, την πραγματολογική αξιοπιστία, φυσικά και τη γλώσσα. Ακούν μόνο τον ήχο τους. Αγράμματη, απολίτικη, άξεστη αλλά πιασάρικη επιθετικότητα. Ο φανατικός δεν είναι κακός, ή απλώς είναι κρετίνος, αλλά κατασκευαστής. Κατασκευάζει τον αντίπαλο και μετά μπήγει τις καρφίτσες στο ομοίωμα . Ευφυής, αφελής ή ολιγόνους, ή ιδιοτελής, στο μπλέντερ φανατισμού, ίδιος πολτός βγαίνει.

Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Σάμου