Σε ένα καθοδικό σπιράλ δίχως ορατό τέλος, ελλείψει δραστικών λύσεων στις εστίες που πυροδοτούν την τραπεζική χρηματιστηριακή κρίση, οι μετοχές βρέθηκαν και χθες στο επίκεντρο των πωλητών. Οι αρχικές τοποθετήσεις της κυβέρνησης την περασμένη εβδομάδα σχετικά με κερδοσκοπικά φαινόμενα αποδεικνύονται εκ των πραγμάτων «προβληματικές». Μόνο στη διάρκεια των τριών τελευταίων – καθοδικών στο σύνολό τους – συνεδριάσεων του Χρηματιστηρίου ο γενικός δείκτης τιμών έχει υποστεί απώλειες 7,42%, ενώ επιμέρους στον τραπεζικό η βουτιά αγγίζει το 11,33%.

Διεθνώς, το περιβάλλον είναι ρευστό. Τα αμερικανικά ομόλογα καταγράφουν ρεκόρ αποδόσεων (έως και 3,25% χθες στο υψηλότερο επίπεδο από τα τέλη του Απριλίου 2011), στην Ιταλία το πολιτικό θερμόμετρο έχει χτυπήσει κόκκινο στην κόντρα Ρώμης – Βρυξελλών, παρά τις προσπάθειες του υπουργού Οικονομικών Τζιοβάνι Τρία να χαμηλώσει τους τόνους της αντιπαράθεσης, η διεθνής επενδυτική κοινότητα ανησυχεί για τις επιπτώσεις του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ – Κίνας, ενώ στην Τουρκία η οικονομική κρίση συνεχίζει να σιγοκαίει.

ΟΙ ΑΠΟΔΟΣΕΙΣ. Ολα αυτά επηρεάζουν τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων (σταθερά πάνω από 4,6% το δεκαετές και πάνω από 3,6% το πενταετές) και το ελληνικό Χρηματιστήριο.

Οι διεθνείς πιέσεις στις αγορές μετοχών και ομολόγων πολλαπλασιάζονται εξαιτίας ενδογενών αδυναμιών στη διαχείριση του προβλήματος των κόκκινων τραπεζικών δανείων, την ώρα που η ελληνική οικονομία αδυνατεί να βρει σταθερό βηματισμό στον δρόμο προς την επάνοδο στις αγορές. Η κυβέρνηση φαίνεται να ασχολείται περισσότερο με τις παροχές παρά με τις μεταρρυθμίσεις.

Το μεγαλύτερο χτύπημα στο αφήγημα της «καθαρής εξόδου» μπορεί να έρχεται από τις τράπεζες, αλλά δεν είναι το μόνο.

Η ελληνική οικονομία παραμένει ευάλωτη εξαιτίας και της «μισής λύσης» που δόθηκε από τους ευρωπαίους πιστωτές στο θέμα διευθέτησης του δημόσιου χρέους. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ελλάδα εμφανίζεται να έχει τη χειρότερη επίδοση «δημόσιου πλούτου» σε λίστα 69 χωρών οι οποίες βρέθηκαν στο μικροσκόπιο του ΔΝΤ, με τα ευρήματα της άσκησης να ενσωματώνονται στην έκθεση «Fiscal Monitor», η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα.

ΟΙ ΠΙΟ ΦΤΩΧΟΙ. Στην άσκηση αυτή, ο δημόσιος πλούτος προσδιορίζεται στη βάση όλων των στοιχείων που έχει στην κατοχή του και όλων όσων οφείλει το Δημόσιο. Ελλάδα και Νορβηγία βρίσκονται στα δύο άκρα της κλίμακας. Στην Ελλάδα ο καθαρός δημόσιος πλούτος, υπό το βάρος ενός τεράστιου δημόσιου χρέους (θα μειωθεί στο 151,1% του ΑΕΠ το 2023 εκτιμά το ΔΝΤ), υπολογίζεται σε -111% του ΑΕΠ όταν στη Νορβηγία φτάνει το (+) 348% του ΑΕΠ. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι στην ίδια άσκηση τη δεύτερη χειρότερη χώρα ανάμεσα σε 69 ανεπτυγμένες χώρες, μετά την Ελλάδα, καταλαμβάνει η Ιταλία.

Η έκθεση του ΔΝΤ περιλαμβάνει εκτιμήσεις σύμφωνα με τις οποίες το πρωτογενές πλεόνασμα θα διαμορφωθεί στο 3,5% του ΑΕΠ κατ’ έτος από το 2018 έως και το 2022, ενώ για το 2023 θέτει τον πήχη στο 3% του ΑΕΠ. Οι προβλέψεις είναι εντός των περιθωρίων των μνημονιακών δεσμεύσεων, αλλά απέχουν πολύ από το κυβερνητικό αφήγημα των υπερπλεονασμάτων (πάνω από το 5% του ΑΕΠ το 2022), ψαλιδίζοντας έτσι το περιθώριο παροχών. Στο κρίσιμο θέμα των συντάξεων, το Ταμείο με τη συγκεκριμένη έκθεση δεν ανοίγει τα χαρτιά του, με τα βλέμματα πλέον να στρέφονται στην προγραμματισμένη για την ερχόμενη Παρασκευή συνέντευξη Τύπου του Πολ Τόμσεν στην Ινδονησία.

Ο καναδικός οίκος αξιολόγησης DBRS προειδοποίησε χθες ότι χωρίς εφαρμογή των δεσμεύσεων οι δανειστές δεν θα δώσουν νέα ελάφρυνση χρέους, κατατάσσοντας μάλιστα τη χώρα μας στην κατηγορία μεσαίου κινδύνου για έξοδο από την ευρωζώνη, όταν καμία άλλη χώρα της ευρωζώνης δεν εντάσσεται σε αυτή την κατηγορία. Ούτε καν η Ιταλία. Πρέπει να σημειωθεί βεβαίως ότι κατά την εκτίμηση της DBRS οι πιθανότητες να συμβεί έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ είναι ελάχιστες.