Οταν είσαι άρρωστος, ακόμα και τα αυτονόητα μοιάζουν με γιατρικό. Ο άρρωστος μπορεί να αναζητήσει με λαχτάρα ακόμα και μια πορτοκαλάδα, ένα παγωτό, μια φέτα καρπούζι. Μια γεύση τόσο οικεία και «εύκολη», αλλά τόσο ανακουφιστική τη στιγμή του πόνου.

Το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν διαφέρει πολύ από έναν ασθενή που βρίσκεται επί της κλίνης (όχι χειρουργικής ευτυχώς). Οι πολυετείς παθογένειες, η βία, τα οργανωτικά και οικονομικά προβλήματα και, κυρίως, η αυξανόμενη καχυποψία από κάθε πλευρά μοιάζουν με σοβαρό χρόνιο νόσημα που οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια το άθλημα σε κόμμα. Και ξαφνικά, μία και μόνο απόφαση, έχει κάνει τον ασθενή να ζωηρέψει. Οι σφιγμοί δυναμώνουν, το χρώμα επανέρχεται, η διάθεση καλυτερεύει. Μία και μόνο απόφαση έχει καταφέρει να αναστρέψει το κλίμα με πολλά οφέλη, τα οποία – στο κάτω κάτω – επιστρέφουν στις ομάδες.

Η αλήθεια (που αποδεικνύεται και από τα μέχρι τώρα γεγονότα) είναι ότι στη φάση που βρίσκεται το ποδόσφαιρό μας, ακόμα και ένας μέτριος ξένος διαιτητής θα βγάλει χωρίς πρόβλημα ένα ντέρμπι σαν τα δύο πρώτα φετινά σε Τούμπα και Καραϊσκάκη, πολύ καλύτερα απ’ ότι θα το έβγαζε ο κορυφαίος έλληνας ρέφερι. Τόσο μεγάλη είναι λοιπόν η διαφορά των ικανοτήτων; Οχι βέβαια! Τόσο σοβαρή όμως είναι η ασθένεια.

Η μία λύση είναι να κάνουμε πως δεν βλέπουμε, μονιμοποιώντας τους ξένους διαιτητές, προκειμένου να βρούμε τη φίλαθλη ηρεμία μας και τα πρωινά της Δευτέρας να συζητάμε αποκλειστικά και μόνο για ποδόσφαιρο – κάτι ομολογουμένως δελεαστικό. Η άλλη λύση είναι να σταματήσουμε να κάνουμε ότι δεν καταλαβαίνουμε και να παραδεχθούμε ότι οι ξένοι διαιτητές δεν μπορεί να είναι μόνιμη λύση. Είναι ένα φάρμακο αποτελεσματικό μεν, ανορθόδοξο, (άρα προκαλεί και παρενέργειες) δε. Δεν τιμά το ελληνικό ποδόσφαιρο να διαθέτει διεθνείς διαιτητές που μπορούν να διευθύνουν εξαιρετικά κορυφαία ευρωπαϊκά παιχνίδια και να τα κάνουν θάλασσα στην ελληνική Σούπερ Λίγκα. Κάτι δεν πάει καθόλου καλά και για αυτό οι ίδιοι οι διαιτητές φέρουν τη μικρότερη ευθύνη.

Δεν θα ξέραμε κανέναν Ελβετό Φενταγί και κανέναν Φινλανδό Γκεστράνιους αν είχαμε βρει τρόπο να πάρουμε από τις πλάτες των ελλήνων διαιτητών την τεράστια πίεση και την καχυποψία. Είναι προφανές πως αυτό έκανε τη διαφορά και στο ΠΑΟΚ – ΑΕΚ και στο Ολυμπιακός – ΠΑΟΚ, διότι ναι, και σε αυτά τα ματς οι (ξένοι) διαιτητές έκαναν λάθη. Κανείς δεν τους έδωσε σημασία, και κανείς δεν θα δώσει στα μελλοντικά – ακόμα και μεγάλα λάθη – που θα γίνουν, διότι πρώτον, μέσα σε μερικές ώρες όλοι αυτοί θα βρίσκονται στα σπίτια τους, μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά και δεύτερον, δεν θα έχουν κανένα άγχος για τις εκθέσεις των παρατηρητών, τους διορισμούς και τους πίνακες. Στο κάτω κάτω, αντί να φέρνουμε ξένους ρέφερι, ας μάθουμε τι γίνεται στις χώρες τους. Ούτε αυτό θα μας τιμά, αλλά τουλάχιστον είναι λιγότερο υποτιμητικό.