Ο τίτλος του βιβλίου που υπογράφουν οι Στιβ Λεβίτσκι και Ντάνιελ Ζίμπλατ δεν είναι ερωτηματικός, είναι καταφατικός. Οι δημοκρατίες πεθαίνουν. Μόνο που δεν είναι πια θύματα ενός ξαφνικού θανάτου. Οι δημοκρατίες δεν πεθαίνουν σήμερα από τα τανκς. Ο θάνατος που απασχολεί τους δυο συγγραφείς είναι ο αργός: εκείνος ο θάνατος που μέχρι να συντελεστεί λίγοι έχουν αντιληφθεί ότι μέρα με τη μέρα μια δημοκρατία πλησιάζει όλο και πιο κοντά στο τέλος.

Η ίδια η Ιστορία έχει να επιδείξει λαμπρά παραδείγματα τέτοιων θανάτων. Και ένα εξέχον: ο ένας από τους δύο ολοκληρωτισμούς του 20ού αιώνα είναι προϊόν ενός τέτοιου αργού θανάτου. Ούτε ο Χίτλερ στη Γερμανία, αλλά ούτε και ο Μουσολίνι στην Ιταλία, υπενθυμίζουν οι δυο συγγραφείς, πήραν την εξουσία με τα όπλα. Το μέσο ήταν και στις δυο περιπτώσεις οι εκλογές. Από τότε η Ιστορία έχει επαναληφθεί πολλές φορές – ευτυχώς με λιγότερο τραγικό τρόπο. Επαναλήφθηκε στη Βενεζουέλα του Ούγκο Τσάβες, αλλά και στην Ουγγαρία του Βίκτορ Ορμπαν. Στην Πολωνία των αδελφών Κατσίνσκι, αλλά και στο Περού του Αλμπέρτο Φουζιμόρι. Και φυσικά στην Αμερική του Ντόναλντ Τραμπ.

Ο αμερικανός πρόεδρος και η αμερικανική πολιτική σκηνή καταλαμβάνουν ένα σημαντικό μέρος του βιβλίου. Αν όμως το έργο των πολιτικών επιστημόνων και καθηγητών Επιστήμης της Διακυβέρνησης στο Χάρβαρντ, Λεβίτσκι και Ζίμπλατ, γνώρισε την επιτυχία που γνώρισε, δεν είναι μόνο επειδή τα ιστορικά παραδείγματα, οι θεωρήσεις της σημερινής πολιτικής πραγματικότητας και η ανάλυση των κινδύνων ξεπερνούν την αμερικανική επικράτεια. Είναι κι επειδή αφορούν ακόμη και τις δημοκρατίες που δεν υποδεικνύονται ως πεθαμένες ή μελλοθάνατες. Αφορά όλους, αφορά και εμάς. Με άλλα λόγια, αυτό είναι ένα βιβλίο που γράφτηκε με αφορμή την εκλογή Τραμπ. Αλλά δεν είναι ένα βιβλίο για τον Τραμπ. Είναι ένας οδηγός δημοκρατικής επιβίωσης.

Πώς επιβιώνουν οι δημοκρατίες; Μια θεμελιώδης αρχή είναι η δημιουργία υγειονομικής ζώνης από τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου. Οι πολιτικές ανάσχεσης είναι αναποτελεσματικές, η ιδέα ότι μπορούν να ελεγχθούν θεσμικά οι λαϊκιστές και οι ακροδεξιοί μια φενάκη. Ως προς αυτό, ο τίτλος του πρώτου κεφαλαίου δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας: «Μοιραίες συμμαχίες». Θα μπορούσε να είναι και «Καμία συμμαχία με τον διάβολο». Αλλά όταν ο διάβολος καταφέρει να πάρει την εξουσία; Πώς πεθαίνει η δημοκρατία; Μα με την απαξίωση των θεσμών – σε αυτή τη διαβρωτική για τη δημοκρατία διαδικασία αφιερώνουν οι δυο συγγραφείς άλλο ένα κεφάλαιο.

Ο ρόλος των «διαιτητών»

Και φυσικά με τον έλεγχο άλλων εξουσιών και των μέσων ενημέρωσης: «Πάντα βολεύει να έχεις τους διαιτητές με το μέρος σου. Στις σύγχρονες δημοκρατίες ρόλο διαιτητών παίζουν, κατά κάποιον τρόπο, η δικαστική εξουσία, οι φορολογικές Αρχές, οι ανεξάρτητες Αρχές, η δημόσια διοίκηση (…) Ετσι, οι φορολογικές Αρχές μπορούν να «αξιοποιούνται» κατάλληλα κατά πολιτικών αντιπάλων, κατά προσκείμενων στην αντιπολίτευση μέσων ενημέρωσης, κατά μη φιλικών προς την κυβέρνηση επιχειρηματιών» γράφουν σε ένα σημείο – και η περιγραφή μπορεί να μας φανεί εξαιρετικά οικεία.

Εξίσου οικεία φαντάζει η αναφορά στην τήρηση των άγραφων κανόνων. Η δημοκρατία είναι ένα πολίτευμα στο οποίο οι τύποι έχουν τεράστια σημασία. Αλλά εξίσου σημαντικό είναι εκείνο το πνεύμα που δεν αποτυπώνεται γραπτώς στον καταστατικό χάρτη μιας χώρας αλλά διαμορφώνει τη δημοκρατική κουλτούρα. Η αμοιβαία ανοχή, για παράδειγμα, είναι ένας τέτοιος άγραφος κανόνας. Η θεσμική αυτοσυγκράτηση ένας άλλος.

Να τι θα σήμαινε η παραβίαση αυτών των κανόνων: «Να εκτοπιστεί από την αμερικανική πολιτική σκηνή η αντίληψη σύμφωνα με την οποία ακόμη και αν διαφωνείς με κάποιους, δεν αμφισβητείς τις καλές τους προθέσεις, και να αντικατασταθεί με την αντίληψη ότι αυτοί με τους οποίους διαφωνείς είναι οι κακοί και οι ανήθικοι».

Αυτή η εύληπτη γλώσσα διατρέχει τις 342 σελίδες του έργου των Στίβεν Λεβίτσκι και Ντάνιελ Ζίμπλατ. Και δεν έχει κανείς παρά να αντικαταστήσει κανείς την αμερικανική πολιτική σκηνή με την ελληνική για να μεταφέρει τη δράση από την Ουάσιγκτον στο κέντρο της Αθήνας.

Κατά των ΜΜΕ

Ο «εχθρός του λαού»

«Ο πρόεδρος Τραμπ και οι συνεργάτες του προσπαθούν… να απομονώσουν και να απαξιώσουν άλλους πρωταγωνιστές της πολιτικής σκηνής που τους θεωρούν “ενοχλητικούς”. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της στρατηγικής είναι η ρητορική που χρησιμοποιεί ο Τραμπ κατά των μέσων ενημέρωσης που τον επικρίνουν. Αλλωστε, επιθέσεις όπως αυτές που έχει εξαπολύσει κατά καιρούς εναντίον των “New York Times” και του CNN, μέσων ενημέρωσης που τα κατηγορεί για “διασπορά ψευδών ειδήσεων”, είναι βγαλμένες απευθείας από το τετράδιο σημειώσεων κάθε καλού εκπαιδευόμενου στον αυταρχισμό.

Σε tweet του τον Φεβρουάριο του 2017 ο πρόεδρος Τραμπ αποκάλεσε τα μέσα ενημέρωσης “εχθρό του αμερικανικού λαού”. Ο όρος “εχθρός του λαού”, όπως επισημάνθηκε από αρκετούς σχολιαστές, είχε χρησιμοποιηθεί κατά κόρον από καθεστώτα όπως αυτά του Στάλιν και του Μάο. Συχνά μάλιστα στη ρητορική του Τραμπ κυριαρχούσαν απειλητικοί τόνοι.[…]. Τον επόμενο μήνα ο πρόεδρος επανήλθε στην υπόσχεση – απειλή να ενεργοποιήσει τους νόμους περί συκοφαντίας σε περιπτώσεις όπως αυτή των “New York Times”, οι οποίοι – όπως έγραψε και πάλι στο Τwitter – δυσφημούν τα μέσα ενημέρωσης”».

(Απόσπασμα από το βιβλίο, σελ. 267-268)

Steven Levitsky, Daniel Ziblatt

Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες

Μτφ. Ανδρέας Παππάς, εκδ. Μεταίχμιο, 2018, σελ. 424

Τιμή: 20 ευρώ