«Η καλύτερη απόφαση που πήρα στη ζωή μου είναι να μη χρησιμοποιήσω ποτέ τα social media» – το είπε πριν από δέκα μέρες όχι κάποιος διανοούμενος, αλλά ο Γιούργκεν Κλοπ, ο προπονητής της Λίβερπουλ. Το δήλωσε, όχι γιατί ανέλαβε κάποιο είδος σταυροφορίας εναντίον των κοινωνικών δικτύων, αλλά γιατί τον ρώτησαν ποια είναι η γνώμη του για την κριτική που δέχτηκαν από τους απλούς αλλά σκληρούς οπαδούς δύο συμπατριώτες του: ο τερματοφύλακας της ομάδας του Λορίς Κάριους, αρνητικός πρωταγωνιστής στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ, και ο (πρώην) παίκτης της Εθνικής Γερμανίας Μεζούτ Οζίλ, μετά την απόφασή του να σταματήσει να αγωνίζεται στη Νάσιοναλμανσαφτ. Ο Κάριους στήθηκε στον τοίχο από τους ίδιους τους οπαδούς της ομάδας μετά την ήττα της Λίβερπουλ στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ στο Κίεβο. Ο Οζίλ δέχτηκε ένα πλήθος από ρατσιστικές επιθέσεις, μετά την αποτυχία της Εθνικής Γερμανίας στο Μουντιάλ. Για τον Κλοπ και οι δύο παίκτες είναι ανθρωπίνως αδύνατο να αντεπεξέλθουν στο είδος της δημόσιας επίθεσης, από τη στιγμή που –κατά τον ίδιο –έχουν κάνει το μεγάλο λάθος να συντηρούν λογαριασμούς στα social media. «Μιλάμε για παιδιά που το μόνο που ξέρουν είναι να παίζουν ποδόσφαιρο. Πώς να αντεπεξέλθουν σε όλα αυτά;» ρώτησε ρητορικά ο γερμανός προπονητής.

Επιχειρήσεις

Υπάρχει σήμερα μεγάλος αθλητής που να μην έχει λογαριασμό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης; Πολύ αμφιβάλλω. Για την ώρα δεν υπάρχει καμία στατιστική, η οποία να έχει ασχοληθεί με το πόσοι αθλητές τα χρησιμοποιούν, πόσοι σε αυτά τους ακολουθούν, πόσοι είναι αληθινά οι ίδιοι αυτοί που χειρίζονται τους λογαριασμούς τους και πόσοι τούς έχουν αναθέσει σε καθ’ ύλην αρμόδιους. Οι αθλητές του καιρού μας είναι επιχειρήσεις: έχουν λογιστές, συμβούλους επενδύσεων, υπευθύνους για την επικοινωνία τους και λογικό είναι να έχουν και χειριστές των λογαριασμών τους. Ομως ακόμα κι αν οι ίδιοι δεν είναι όλη μέρα κρεμασμένοι πάνω από ένα τηλέφωνο για να μετράνε τα likes ή να διαβάζουν τα σχόλια που συνοδεύουν τις αναρτήσεις τους, αυτό που ο Κλοπ υπαινίσσεται είναι σωστό: η ζωή των αθλητών άλλαξε εξαιτίας των social media –κυρίως σε ό,τι έχει να κάνει με την κριτική, αλλά και τη διαχείρισή της.

Κορνέδες

Η κριτική των αθλητών ήταν πάντα υπερβολικά σκληρή. Οι αποδοκιμασίες πολλές φορές δεν σταματούσαν μετά τη διάρκεια των αγώνων, αλλά συνεχίζονταν την επόμενη μέρα στα προπονητικά κέντρα. Δεν είναι λίγες οι ομάδες στις οποίες πετάχτηκαν ζαρζαβατικά ή οι προπονητές που δέχτηκαν γιαούρτια –στην Ελλάδα κάποτε είχαμε και κορνέδες και άλλα χειρότερα. Αργότερα η κριτική έγινε όπλο των δημοσιογράφων, που με διάφορες υπερβολές δημιούργησαν προβλήματα σε καριέρες μιλώντας συνήθως μια γλώσσα που οι οπαδοί ήθελαν να ακούνε. Πολλές φορές όλη αυτή η διαδικασία υπήρξε και εκτονωτική: οι ποδοσφαιριστές έκαναν επιθέσεις στους δημοσιογράφους βάζοντας στους οπαδούς το δίλημμα ποιον πρέπει να υποστηρίξουν. Ο δημοσιογράφος, που είχε τον ρόλο του κακού, συνήθως έχανε –ο παίκτης που έπειθε ότι είναι θύμα μιας στοχοποίησης είχε πάντα τη δεύτερη ευκαιρία του. Το παιχνίδι τράβηξε για χρόνια, μετά όμως ήρθαν τα social media κι αυτό τελείωσε. Σήμερα περισσότερο από ποτέ παίκτες, προπονητές και δημοσιογράφοι είναι στην ίδια βάρκα –στοχοποιημένοι όλοι από ένα ολοένα και περισσότερο επιθετικό πλήθος, που ψάχνει συνήθως μια αφορμή για να εκφράσει την οργή του, ξεχνώντας ότι μιλάμε απλά για σπορ.

Ερντογάν

Το θέμα πια δεν αφορά την όποια εμφάνιση ενός αθλητή ή τις δυνατότητές του: οι επιθέσεις αφορούν ολοένα και περισσότερο την προσωπικότητα του αθλητή και όχι την αξία του. Το Διαδίκτυο δεν λειτουργεί μόνο ως τόπος φραστικού λιντσαρίσματος, αλλά εξελίσσεται σε ένα περίεργο δικαστήριο, όπου αξιολογούνται προθέσεις και στήνονται κατηγορίες, ανάλογα με την επικαιρότητα. Ετσι ο Οζίλ βρίσκει τον μπελά του γιατί έβγαλε μια φωτογραφία προ μηνών με τον Ερντογάν κι ο Κάριους κατηγορείται, όχι γιατί υπολόγισε λάθος το σουτ του Μπέιλ στο Κίεβο, αλλά γιατί έχει ωραία γυναίκα. Ο Κλοπ έχει δίκιο σε ένα πράγμα: το είδος των κατηγοριών γίνεται όλο και πιο πολύπλοκο, τόσο πολύπλοκο που είναι δύσκολο ένας αθλητής να το διαχειριστεί –πόσω μάλλον όταν οι κατηγορίες αυτές εκτοξεύονται καθημερινά. Κανένας ειδικός δεν μπορεί να σε γλιτώσει όταν στόχος γίνεται, όχι η ικανότητά σου, αλλά η δημόσια εικόνα σου.

Σκληράδα

Ο Κλοπ λέει ότι δεν είναι υποχρεωτικό για κανέναν ποδοσφαιριστή να συντηρεί σελίδες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ότι στους παίκτες του συνιστά να τις σβήσουν, χωρίς και να μπορεί και να το επιβάλει: «Δεν πληρώνουμε κάποιο πρόστιμο αν καταργήσουμε τους λογαριασμούς μας, οπότε μπορούμε και εύκολα να το κάνουμε» λέει ο γερμανός προπονητής και προσθέτει πως «δεν έχει φτάσει ακόμα ο καιρός που «κάποιος πρέπει να απολογείται γιατί δεν χρησιμοποιεί το twitter γράφοντας σε αυτό εξυπνάδες». Δεν μπορείς να πεις ότι έχει άδικο. Ομως οι ποδοσφαιριστές δεν είναι καλόγεροι που ζουν στο Θιβέτ, ούτε συνταξιούχοι διανοούμενοι, που έχουν αφιερώσει τα τελευταία χρόνια της ζωής τους στη μελέτη των κλασικών κειμένων: είναι νέοι άνθρωποι που ζουν στον πραγματικό κόσμο. Σε αυτόν τον κόσμο υπάρχει και αποδοκιμασία και αρκετή σκληρότητα. Από μια άποψη είναι πάντα καλύτερο να γνωρίζεις τι σου καταμαρτυρούν από το να μην έχεις ιδέα: αυτού του είδους η χωρίς έλεος κριτική σε βοηθά, αν μη τι άλλο, να σκληρύνεις και να βρεις κι ένα έξτρα κίνητρο. Παίζεις πλέον, όχι για να δικαιολογήσεις τις αμοιβές σου, αλλά και για να μην επιτρέψεις σε κανέναν από τους χιλιάδες που σε ακολουθούν να σε κάνει αντικείμενο της οργής του. Πρόκειται για ένα κίνητρο καινούργιο που καμία σχέση δεν έχει με τον αθλητισμό, αλλά πάντα κίνητρο είναι.

Δουλειά

Αν έχεις ένα εκατομμύριο ακόλουθους, θα έχεις τουλάχιστον δέκα χιλιάδες που στις αποτυχίες σε βρίζουν: και τα δύο νούμερα είναι τρομακτικά. Είναι μαζοχιστές οι αθλητές που διατηρούν λογαριασμούς γνωρίζοντας πόσο εύκολα αυτοί επιτρέπουν στον καθένα να τους επιτεθεί; Οχι, δεν είναι: είναι απλά άνθρωποι του θεάματος και του καιρού μας. Οι αμοιβές τους εκτοξεύτηκαν όταν άρχισαν να αντιμετωπίζονται από τα media ως σταρ –πλέον ελάχιστες είναι οι πραγματικές διαφορές τους από ηθοποιούς και τραγουδιστές π.χ. Σήμερα πληρώνονται πολλά και για να μπορούν να αντιδρούν σωστά απέναντι στο διαδικτυακό μπούλινγκ. Πληρώνονται για να αντέχουν τις επιθέσεις, να απαντούν ή να μην απαντούν. Αυτό το τελευταίο για έναν άνθρωπο σαν τον Κλοπ μοιάζει αδιανόητο. Κι ίσως για αυτό δεν έχει λογαριασμούς στα social media. Ετσι πολυπράγμων και επιθετικός όπως είναι, δεν θα είχε χρόνο να κάνει άλλη δουλειά…