Το έργο του Εντμόν Αμπού «Η Ελλάδα του Οθωνα» είναι, πρώτα απ’ όλα, ένα εξαιρετικό ανάγνωσμα. Ο Αμπού έχει μεγάλο ταλέντο γραφής, είναι ευθύς, σαφής, παρατηρητικός και διαθέτει ένα έμμεσο, καυστικό χιούμορ που σπάει κόκαλα. Καταλαβαίνει κανείς εύκολα γιατί χρειάστηκαν 120 χρόνια για να εκδοθεί για πρώτη φορά στα ελληνικά (από τις εκδόσεις Τολίδη, τη δεκαετία του 1970) αλλά και γιατί τώρα, στη δεύτερη πολύ ωραία έκδοσή του από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, μοιάζει σαν έργο που γράφτηκε σήμερα. Η Ελλάδα ήταν αδύνατον να δεχθεί να κοιταχτεί στον καθρέφτη το 1855 που πρωτοδημοσιεύτηκε στη Γαλλία το βιβλίο (έκτοτε γνώρισε πολλές επανεκδόσεις) ενώ, σήμερα που, παρά τις απογοητεύσεις της κρίσης, η πρόοδός της είναι ξεκάθαρη και αλματώδης, μπορεί θαυμάσια να δει στο κείμενο αυτό τις πάγιες αδυναμίες της, από συστάσεως του ελληνικού κράτους, και να διασκεδάσει με έναν τρόπο μαζί τους, βλέποντας σε μεγέθυνση τις σημερινές της αδυναμίες που την οδήγησαν, σε έναν βαθμό, και στη νέα πτώχευση.

Αλλωστε ο Αμπού δεν είναι κατακριτικός, ή τουλάχιστον όχι μόνο κατακριτικός. Από την πένα του βγαίνει η βαθιά αγάπη του για τον τόπο αυτό –απλώς στον βωμό αυτής της αγάπης δεν θα θυσίαζε ποτέ την καθαρότητα της ματιάς του. Με εξαίρεση κάποιες μικρές εμμονές –όπως η δυσπιστία του απέναντι σε κάθε τι βυζαντινό -, σε γενικές γραμμές είναι αντικειμενικός. Μιλάει άλλωστε πολύ για τις αρετές του Ελληνα, την αγάπη του για το εμπόριο, τη φιλομάθειά του, ιδίως σε πρακτικές γνώσεις που συνδέονται με επαγγέλματα, την εξυπνάδα του –θεωρεί τον ελληνικό λαό από τους πιο πνευματώδεις λαούς της Ευρώπης.

Οι περιγραφές

Δύο πράγματα κάνουν το βιβλίο αυτό υπερπολύτιμο για τον σημερινό έλληνα αναγνώστη. Το πρώτο είναι οι περιγραφές τοπίων, εθίμων, ανθρώπινων τύπων, κλιματολογικών συνθηκών, κατάστασης οδικών δικτύων, επαγγελματιών, τίποτα δεν ξεφεύγει από το βλέμμα του και κάνει τον σημερινό αναγνώστη όχι μόνο να μπαίνει στο πετσί της εποχής, αλλά και να καθησυχάζεται κάπως για πράγματα που νομίζει προϊόντα της σημερινής εποχής. Ούτε τότε ο Υμηττός είχε δέντρα, ούτε τότε ο Κηφισός είχε νερό, η μόνη μεγάλη διαφορά του αττικού τοπίου ήταν τα έλη, που καταδίκαζαν μεγάλο μέρος του πληθυσμού να παίρνει κινίνο.

Το δεύτερο σημείο που έχει μεγάλη αξία είναι ότι ο Εντμόν Αμπού είναι Γάλλος και είναι αστός. Αυτό σημαίνει ότι το βλέμμα του είναι το βλέμμα του συγγενεύει περισσότερο με το βλέμμα ενός σημερινού Ελληνα, ανθρώπου της πόλης, παρά με του Ελληνα της εποχής εκείνης που ζούσε σε μια κατάσταση ημιαγροτική. Την ώρα που ο αγωγιάτης θα αναζητούσε έναν ίσκιο με τρεχούμενο νερό για να μαγειρέψει για τους ταξιδιώτες, στη γαλλική επαρχία υπήρχαν ήδη εστιατόρια με καταλόγους και μενού. Αρα είναι σαν να διαβάζεις για την Ελλάδα της εποχής με σημερινό βλέμμα. Αν την ίδια περιγραφή την έκανε ένας Ελληνας της εποχής, θα παρέλειπε τα μισά ως αυτονόητα –αυτονόητα φυσικά για εκείνον και την εποχή του, όχι για τον μελλοντικό αναγνώστη του.

Το βασιλικό δίδυμο

Εξάλλου, ο Αμπού, άνθρωπος καλλιεργημένος, με καριέρα δημοσιογράφου και μυθιστοριογράφου, ο οποίος λίγο πριν από τον θάνατό του έγινε και ακαδημαϊκός, μπορούσε με την ίδια άνεση να μιλάει για έναν φτωχό αγωγιάτη ή για τη βασίλισσα Αμαλία και τον Οθωνα. Οι σχετικές περιγραφές για το βασιλικό δίδυμο είναι, άλλωστε, αληθινά απολαυστικές: «Ο βασιλιάς είναι ένας άνδρας τριάντα εννέα ετών που φαίνεται μεγαλύτερος από την ηλικία του. Είναι ψηλός, αδύνατος, ασθενικός και καταβεβλημένος από τους πυρετούς. Η θειική κινίνη που λαμβάνει τον έκανε κουφό.

Η βασίλισσα είναι μια γυναίκα τριάντα πέντε ετών που θα της πάρει χρόνια να γεράσει. Παχουλή καθώς είναι, θα διατηρηθεί καλά. (…) Η όψη της είναι γεμάτη και χαμογελαστή, αλλά έχει κάτι το άκαμπτο και το τραχύ. Το βλέμμα της καλοσυνάτο αλλά δίχως πραότητα. Λες και χαμογελά προς στιγμήν, αλλά ο θυμός δεν θα αργήσει να έρθει. Η φύση της χάρισε μεγάλη όρεξη, και τρώει κάθε μέρα και τα τέσσερα γεύματά της, χωρίς να υπολογίζουμε και τα δεκατιανά. Κάποιες ώρες της ημέρας φροντίζει να παίρνει δυνάμεις και κάποιες άλλες να τις σπαταλά. Το πρωί η βασίλισσα τρέχει στον κήπο της, είτε με τα πόδια είτε με μια μικρή άμαξα που οδηγεί η ίδια. Της αρέσει να κάνει τους άλλους να τρέχουν όσο τρέχει η ίδια. Μάλιστα η όρεξή της ανοίγει ακόμα περισσότερο όταν οι κηπουροί δεν παίρνουν ανάσα. (…) Τα πρώτα χρόνια του γάμου τους, ο βασιλιάς και η βασίλισσα ταξίδευαν πολύ μέσα στο βασίλειο. Είναι μια απόλαυση που η βασίλισσα υποχρεώθηκε να στερηθεί, καθώς ο βασιλιάς είναι πολύ αδύναμος. Σε λίγο θα πρέπει να στερηθεί και τους χορούς, ακόμα και τα θεάματα. Τον βασιλιά τον παίρνει πάντα ο ύπνος στο θέατρο. (…) Ο χαρακτήρας του βασιλιά, κατά τα λεγόμενα όσων έχουν εργαστεί μαζί του, είναι ντροπαλός, διστακτικός και σχολαστικός. Οταν θέλει να μελετήσει μια υπόθεση ζητά όλα τα έγγραφα, τα διαβάζει εξονυχιστικά (…). Και όταν έχει εξετάσει τα πάντα, δεν έχει μάθει τίποτα περισσότερο. Και για τον επιπρόσθετο αυτό λόγο, δεν έχει τίποτα αποφασίσει. Η τελευταία του λέξη σε κάθε υπόθεση είναι: «Θα δούμε».

Παίρνει μια πένα

Η βασίλισσα είναι των γρήγορων αποφάσεων: έχει προσόντα στρατηγού. Δεν ξέρω αν σκέφτεται πολύ πριν αποφασίσει. Το βέβαιο είναι ότι δεν σκέφτεται για ώρα. (…) Η βασίλισσα παίρνει μια πένα και υπογράφει, χωρίς να τους εξετάσει, όλους εκείνους τους νόμους που ο βασιλιάς εξέτασε χωρίς να τους υπογράψει».

Ο Αμπού γράφει ότι η επιλογή της Αθήνας (που τότε ήταν «ένα ερειπωμένο χωριό στη μέση μιας άνυδρης πεδιάδας») ως πρωτεύουσας από τον πατέρα του Οθωνα έγινε με κριτήριο αρχαιολογικό και όχι πολιτικό, αφού οι βασιλείς αυτοί ονειρεύονταν ότι αν ζούσαν εκεί που έγραφε ο Σοφοκλής, θα έγραφαν και αυτοί τραγωδίες. Η πρωτεύουσα, κατ’ αυτόν, θα ήταν πολύ καλύτερα να είχε τοποθετηθεί στον Ισθμό (τότε δεν υπήρχε η διώρυγα της Κορίνθου): τα πλοία θα γλίτωναν δύο μέρες περίπλου της Πελοποννήσου και η πρωτεύουσα θα ήταν πιο κοντά στην Τεργέστη και τη Μασσαλία, και το ίδιο κοντά στην Κωνσταντινούπολη και την Αλεξάνδρεια.

Πλούτος

Συμβολή στη συλλογική μας αυτογνωσία

Ως προς τη λειτουργία του κράτους, οι περιγραφές του δίνουν εικόνα τραγέλαφου. Κανείς δεν πληρώνει φόρους, ιδίως οι έχοντες, ο υπουργός Οικονομικών δεν μπορεί να κάνει πραγματικά προϋπολογισμό, ενώ το κράτος από τη γένεσή του ήταν πτωχευμένο. Δικαιοσύνη δεν υπήρχε (η προστασία των δυνατών ήταν δεδομένη και πολλές δικαστικές συνειδήσεις εξαγοράζονταν εύκολα), ενώ το κράτος σε άλλους μοίραζε αξιώματα λόγω μιας υποτιθέμενης γενναιότητας στον Αγώνα και άλλους, πραγματικούς ήρωες, τους μεταχειριζόταν σαν επαίτες. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα μιας οικογένειας Υδραίων, λέει, που ενώ είχε δώσει εκατομμύρια στον Αγώνα και τα είχε χάσει όλα, το κράτος της έδινε 600 δραχμές τον μήνα. Για το θρησκευτικό συναίσθημα έλεγε ότι ήταν έντονο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έκανε τους ανθρώπους καλύτερους: «Οταν μια μητέρα πουλά την κόρη της σε έναν πλούσιο, διευκρινίζει πάντα ότι θα δώσουν τόσα για την κόρη της, τόσα για τους γονείς και τόσα για την Εκκλησία». Η Ανάσταση και γενικά η περίοδος του Πάσχα στην Αθήνα του 1850 ήταν επικίνδυνη υπόθεση, καθώς δεν υπήρχαν μεν βεγγαλικά, υπήρχαν όμως πραγματικά πυρά. «Καθώς ο λαός έχει τη συνήθεια να αλληλοσκοτώνεται από υπερβάλλουσα χαρά, καθώς το παλικάρι ξεχνά πάντα μία σφαίρα στο τουφέκι του και καθώς έχει πάντα την επιδεξιότητα να σκοτώνει τον εχθρό από απροσεξία, η Αστυνομία πείστηκε να δώσει τέλος στις τουφεκιές του Πάσχα». Μετά όμως «δεν έριχναν πια πιστολιές στους δρόμους, αλλά μέσα από τα παράθυρα, από τις αυλές και στην ανάγκη από τις καμινάδες». Κατά τα άλλα, ούτε το φαινόμενο να θέλουν οι γονείς να κάνουν τα παιδιά τους δικηγόρους και γιατρούς είναι νέο. «Κατά τα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυση του Πανεπιστημίου, η νεολαία όλη σπούδαζε νομικά. Οταν πια στα δικαστήρια γινόταν το αδιαχώρητο, ρίχτηκαν στην Ιατρική. Σήμερα, το βασίλειο διαθέτει μια στρατιά δικαστών και δικηγόρων και μια στρατιά γιατρών, χωρίς να αναφέρουμε και τη στρατιά των αξιωματικών». Το βιβλίο του Εντμόν Αμπού –εδώ μικρό μόνο μέρος του πλούτου του μπορέσαμε να περιγράψουμε –θα πρέπει να βρίσκεται στο προσκεφάλι κάθε Ελληνα, αν όχι και στην τσάντα κάθε μαθητή. Προκλητικός όσο χρειάζεται, έστω και δυσάρεστος καμιά φορά, ο γάλλος περιηγητής συμβάλλει με το κείμενό του, περισσότερο από κάθε άλλο περιηγητή, πιο πολύ λόγου χάρη και από τον Σατωβριάνδο, στη συλλογική μας αυτογνωσία.

Edmond About

Η Ελλάδα του Οθωνα

Μτφ. Αριστέα Κομνηνέλλη

Πρόλογος Τάκης Θεοδωρόπουλος,

Εκδ. Μεταίχμιο 2017, σελ. 448

Τιμή: 16,60 ευρώ