Για αιώνες, τα ξύλινα φέρετρα που κρέμονται από κάθετους βράχους στην Κίνα προκαλούσαν δέος και ερωτήματα. Ποιοι τα τοποθέτησαν εκεί; Πώς; Και γιατί να διαλέξει κανείς έναν γκρεμό για τελευταίο τόπο ανάπαυσης; Σήμερα, χάρη στην ανάλυση αρχαίου DNA, το μυστήριο αρχίζει να ξετυλίγεται – και η απάντηση είναι πιο σύνθετη και πιο ανθρώπινη απ’ όσο φαινόταν.
Σε πρόσφατη μελέτη ερευνητών από το Chinese Academy of Sciences και το Fudan University, τα γενετικά δεδομένα αποκάλυψαν ότι τα περίφημα «κρεμαστά φέρετρα» της νοτιοδυτικής Κίνας δημιουργήθηκαν από τοπικούς πληθυσμούς, απογόνους των οποίων ζουν ακόμη στην περιοχή. Οι ερευνητές ταυτίζουν τους κατασκευαστές τους με τους σημερινούς Bo, μια μικρή εθνοτική ομάδα που διατηρεί ιστορική συνέχεια χιλιάδων ετών.
Η χρήση αυτών των ταφών χρονολογείται από τον 5ο αιώνα π.Χ. έως και τον 14ο αιώνα μ.Χ. – περισσότερο από μία χιλιετία. Τα φέρετρα, σκαλισμένα από έναν και μόνο κορμό δέντρου, τοποθετούνταν σε φυσικές ή λαξευμένες εσοχές των βράχων ή στηρίζονταν σε ξύλινες δοκούς καρφωμένες στο βράχο. Τα ίχνη εργαλείων δείχνουν ότι συχνά τα κατέβαζαν από την κορυφή του γκρεμού και δεν τα ανέβαζαν από κάτω, όπως φαντάζονταν παλαιότερα οι αρχαιολόγοι.
Το πιο εντυπωσιακό εύρημα, όμως, δεν αφορά μόνο την Κίνα. Παρόμοιες πρακτικές υψηλής ή υπέργειας ταφής εντοπίζονται σε εντελώς διαφορετικά σημεία της Ασίας: στη βόρεια Ταϊλάνδη, αλλά και στις Φιλιππίνες, κυρίως στην ορεινή περιοχή Sagada. Εκεί, μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα, αυτόχθονες κοινότητες τοποθετούσαν φέρετρα σε βράχους και σπηλιές, πολλές φορές στοιβάζοντάς τα γενιά με τη γενιά.
Η γενετική έρευνα, ωστόσο, δείχνει ξεκάθαρα ότι αυτές οι παραδόσεις δεν συνδέονται μεταξύ τους. Οι πληθυσμοί της Κίνας, της Ταϊλάνδης και των Φιλιππίνων δεν μοιράζονται κοινή καταγωγή ούτε ενδείξεις μετακίνησης ή πολιτισμικής διάχυσης. Με άλλα λόγια, δεν υπήρξε ένα «μοντέλο» που ταξίδεψε στην Ασία. Αντίθετα, διαφορετικές κοινωνίες κατέληξαν ανεξάρτητα σε παρόμοιες τελετουργίες.
Γιατί; Οι απαντήσεις φαίνεται να βρίσκονται σε έναν συνδυασμό πρακτικών και συμβολικών λόγων. Η ανύψωση των νεκρών προστάτευε τα σώματα από άγρια ζώα, πλημμύρες και φθορές. Ταυτόχρονα, είχε ισχυρό πνευματικό φορτίο: οι νεκροί τοποθετούνταν πιο κοντά στον ουρανό, στα βουνά και στους προγόνους, σε έναν χώρο ανάμεσα στη γη και το υπερβατικό. Παράλληλα, οι εμφανείς ταφές στους γκρεμούς λειτουργούσαν και ως σημάδια μνήμης, ισχύος και εδαφικής παρουσίας.
Στην Ταϊλάνδη, για παράδειγμα, οι λεγόμενοι «Log Coffin» πολιτισμοί της Εποχής του Σιδήρου τοποθετούσαν φέρετρα από κορμούς τικ σε υπερυψωμένα σπήλαια. Και εκεί, η έρευνα δείχνει μια σταθερή, τοπική παράδοση αιώνων, χωρίς εξωτερικές επιρροές. Στις Φιλιππίνες, οι κρεμαστές ταφές συνδέονταν με κοινωνικό κύρος και σεβασμό προς τους ηλικιωμένους, ενώ η ίδια η δυσκολία της τελετής αποτελούσε μέρος της τιμής προς τον νεκρό.
Το κοινό νήμα που ενώνει όλες αυτές τις πρακτικές δεν είναι η καταγωγή, αλλά η ανθρώπινη εμπειρία: ο φόβος της φθοράς, η ανάγκη για προστασία των νεκρών, η επιθυμία να μείνει ο πρόγονος «παρών» στο τοπίο και στη συλλογική μνήμη. Οι γκρεμοί μετατρέπονταν έτσι σε νεκροταφεία, μνημεία και σύνορα ταυτόχρονα.
Σήμερα, τα κρεμαστά φέρετρα είναι τουριστικά αξιοθέατα και αρχαιολογικά μνημεία. Όμως η σύγχρονη επιστήμη τα επαναφέρει στη σωστή τους διάσταση: όχι ως εξωτικά παράδοξα, αλλά ως απόδειξη ότι διαφορετικοί πολιτισμοί, απομονωμένοι μεταξύ τους, μπορούν να απαντήσουν στα ίδια υπαρξιακά ερωτήματα με εντυπωσιακά παρόμοιους τρόπους. Και καθώς η γενετική έρευνα συνεχίζεται, οι γκρεμοί της Ασίας ίσως έχουν ακόμη πολλές ιστορίες να πουν, όχι μόνο για τον θάνατο, αλλά κυρίως για τη ζωή.