Τα ελληνικά ομόλογα έχουν μετατραπεί από «σκουπίδια» πριν από μία δεκαετία σε τίτλους που πλέον προτιμώνται ακόμη και έναντι των γερμανικών, σύμφωνα με διεθνείς επενδυτικούς οίκους. Η Morgan Stanley, στα τέλη Αυγούστου, πρότεινε στρατηγική long Ελλάδα – short Γερμανία, ποντάροντας στη σταθερότητα της Αθήνας και στην αβεβαιότητα που επικρατεί στη Γαλλία λόγω δημοσιονομικών κινδύνων. Η στάση αυτή αντικατοπτρίζει την αυξανόμενη εμπιστοσύνη προς τη θετική δυναμική της ελληνικής οικονομίας.

Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2025, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, καταγράφηκε εισροή κεφαλαίων ύψους 7,5 δισ. ευρώ από το εξωτερικό για αγορές ομολόγων και εντόκων γραμματίων. Το αντίστοιχο ποσό για ολόκληρο το 2024 είχε ανέλθει σε 10 δισ. ευρώ, γεγονός που δείχνει την αυξανόμενη ζήτηση για τους ελληνικούς τίτλους.

Αρκετοί καταλύτες αναμένεται να στηρίξουν τη θετική πορεία των ελληνικών ομολόγων και τα επόμενα χρόνια. Το υποστηρικτικό μακροοικονομικό περιβάλλον και η συνεχιζόμενη δημοσιονομική υπεραπόδοση δημιουργούν περιθώρια για νέες αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης του ελληνικού χρέους την περίοδο 2025-2026.

Η κυβέρνηση αναμένει νέες αναβαθμίσεις από τους διεθνείς οίκους, ενώ επιχειρεί να ενισχύσει το θετικό κλίμα στις αγορές μέσω της ταχύτερης μείωσης του δημόσιου χρέους. Το σχέδιο περιλαμβάνει πρόωρες αποπληρωμές δανείων που θα ωρίμαζαν μεταξύ 2033 και 2042.

Θετικές εκτιμήσεις από τις τράπεζες

Η Τράπεζα Πειραιώς προβλέπει θετικές προοπτικές για το 2026, εκτιμώντας ότι «εάν η θετική πορεία της ελληνικής οικονομίας διατηρηθεί, τότε η πρόβλεψή μας είναι για μια επιπλέον αναβάθμιση σε Baa2». Παράλληλα, οι διεθνείς επενδυτικοί οίκοι συνεχίζουν να δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης στα ελληνικά ομόλογα.

Η Bank of America δηλώνει «ταύρος» για τα ελληνικά κρατικά και εταιρικά ομόλογα, τα οποία χαρακτηρίζει από τους κορυφαίους performers στην Ευρώπη. Αντίστοιχα, η Citi προβλέπει υπεραπόδοση, μείωση των spreads και νέα αναβάθμιση της Ελλάδας το 2026, επισημαίνοντας ως βασικό «καταλύτη» την ισχυρή πορεία της οικονομίας και των δημοσιονομικών.

Η JP Morgan τονίζει ότι οι ελληνικοί τίτλοι θα ξεχωρίσουν και το 2026, σημειώνοντας πως η χώρα έχει επιτύχει σημαντική πρόοδο στη δημοσιονομική εξυγίανση. «Η Ελλάδα αποτελεί μία από τις κορυφαίες επιλογές μας, λόγω ισχυρών μακροοικονομικών και δημοσιονομικών θεμελίων, σταθερού πολιτικού περιβάλλοντος και περιορισμένων χρηματοδοτικών αναγκών», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Ραγδαία μείωση του χρέους

Η Fitch προβλέπει ότι η Ελλάδα θα καταγράψει τη μεγαλύτερη μείωση δημόσιου χρέους στην Ευρώπη την περίοδο 2019-2026, με πτώση άνω των 40 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ. Ενώ οι περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες αντιμετωπίζουν δημοσιονομικές πιέσεις, η Ελλάδα ανήκει στις χώρες που θα διατηρήσουν πλεονάσματα.

Η Scope Ratings επισημαίνει ότι ο δείκτης χρέους της Ελλάδας στο τέλος της δεκαετίας θα βρίσκεται χαμηλότερα όχι μόνο από της Ιταλίας αλλά και της Γαλλίας. Συγκεκριμένα, προβλέπει ότι το 2030 το ελληνικό χρέος θα διαμορφωθεί στο 123% του ΑΕΠ, έναντι 136% της Ιταλίας και 125% της Γαλλίας.

Αντίστοιχα, η Wood & Co εκτιμά ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε τροχιά θεαματικής μείωσης του χρέους, το οποίο θα φτάσει περίπου στο 101% του ΑΕΠ έως το 2030. Η UBS προβλέπει ότι την περίοδο 2026-2027 η χώρα θα εμφανίσει την ταχύτερη μείωση δημόσιου χρέους διεθνώς, με σταθερή βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών και ανάπτυξη 2,4% το 2026.

Η Capital Economics αναμένει ότι το δημόσιο χρέος θα μειωθεί στο 141% του ΑΕΠ το 2025 και στο 135% το 2027, φθάνοντας κάτω από τα επίπεδα της Ιταλίας έως το 2030.

Πιστοληπτικές αναβαθμίσεις και προοπτικές

Από το δεύτερο εξάμηνο του 2019, το ελληνικό αξιόχρεο έχει αναβαθμιστεί κατά τέσσερις βαθμίδες από Fitch, DBRS και Scope (από ΒΒ- σε ΒΒΒ) και κατά πέντε βαθμίδες από S&P (από Β+ σε ΒΒΒ). Η Moody’s επίσης αναβάθμισε τη χώρα τέσσερις βαθμίδες, απονέμοντας φέτος την επενδυτική βαθμίδα.

Οι αξιολογήσεις της Ελλάδας βρίσκονται μόλις ένα σκαλοπάτι κάτω από της Ιταλίας, ενώ το ελληνικό χρέος αναμένεται να μειωθεί ταχύτερα, υποχωρώντας κάτω από το 120% του ΑΕΠ έως το 2029. Αν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις, η Ελλάδα θα μπορούσε να ανέβει δύο ακόμη βαθμίδες μέσα στα επόμενα δύο χρόνια και να φτάσει στην κατηγορία «Α», όπου βρίσκονται οι περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης.

Οι αγορές έχουν ήδη προεξοφλήσει αυτή την εξέλιξη, καθώς η Ελλάδα δανείζεται σήμερα με χαμηλότερο κόστος από την Ιταλία και τη Γαλλία, ενισχύοντας περαιτέρω την εικόνα εμπιστοσύνης προς την ελληνική οικονομία.