Με έντονη συναισθηματική φόρτιση εκφώνησε τον επικήδειο για τον Διονύση Σαββόπουλο, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης με σχεδόν τρεμάμενη φωνή αποχαιρέτησε τον πολυαγαπημένο καλλιτέχνη που στιγμάτισε γενιές και γενιές, με ένα συγκινητικό επικήδειο λόγο.
Βρίσκομαι εδώ από χρέος σε έναν μεγάλο Έλληνα, σε όλη του τη ζωή συμβάδισε με την πορεία της χώρας, έχοντας πάντα τη δική του άποψη για τα πράγματα, τόνισε μεταξύ άλλων στον επικήδειό του ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Τα λόγια που θα ξεχώριζα είναι αυτά από τον Άγγελο Εξάγγελο, είπε ακόμα ο πρωθυπουργός, χαρακτηριζοντάς τα προφητικά. Ο κ. Μητσοτάκης τον χαρακτήρισε πρωτοπόρο του πενταγράμμου, πατριώτη που αγαπούσε τον τόπο του αληθινά. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επεσήμανε το μήνυμα της ενότητας των Ελλήνων που διέτρεχε την δράση του «πάντα με χορούς κυκλωτικούς». Ακόμα τον χαρακτήρισε χρονογράφο του ελληνικού ταξιδιού επί μισό και πλέον αιώνα.
«Δεν είμαι εδώ μόνο ως φίλος και θαυμαστής του, αλλά έχω χρέος προς ένα σπουδαίο Έλληνα. Ο Νιόνιος συμβάδισε με τη ζωή της χώρας σε όλη του τη ζωή, δίνοντάς μας ώθηση χαράς στις δύσκολες ανηφόρες και προειδοποιώντας μας. Έχοντας την δική του άποψη για τα πράγματα, ανοιχτή. Γι’ αυτό και στη μουσική μπόρεσε να φέρει τη ροκ κοντά στο έντεχνο, έτσι και στην πολιτική», ανέφερε αρχικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Στη συνέχεια έκανε ξεχωριστική αναφορά στο τραγούδι του «Άγγελο; – Εξάγγελος», «γιατί αποτελούν ευθύ και δημόσιο λόγο. Πετυχαίνουν να ενώσουν τον ευαίσθητο χώρο της τέχνης με τον πραγματισμό της πολιτικής».
«Ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν δέχτηκε ποτέ αξιώματα», επισήμανε. Κατέστη, όπως είπε, ο χρονογράφος του ελληνικού ταξιδιού επί μισό και πλέον αιώνα. «Νιόνιο μας, θα σε αποχαιρετήσω με ένα μεγάλο ευχαριστώ. Από αύριο δεν θα υπάρχεις μόνο μέσα από τα τραγούδια σου. Θα σε σκεφτόμαστε κάθε φορά που ένας νέος πιάνει μια κιθάρα αλλά και κάθε φορά που κοιτιόμαστε σε έναν καθρέφτη. Με τα καλά μας και τα στραβά μας».
«Υπήρξες χρονογράφος του νεοελληνικού ταξιδιού»
«Χρονογράφο του νεοελληνικού ταξιδιού επί μισό αιώνα» χαρακτήρισε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης τον εκλιπόντα Διονύση Σαββόπουλο, κατά την εκφώνηση του Επικήδειου στην Εξόδιο Ακολουθία στη Μητρόπολη Αθηνών.
Ο κ. Μητσοτάκης είπε ότι «η κληρονομιά του Σαββόπουλου δεν αποτελεί μόνο τεράστιο κεφάλαιο της καλλιτεχνικής μας ιστορίας αλλά και κομμάτι της συλλογικής μας μνήμης. Προσέθεσε ότι ο Διονύσης Σαββόπουλος συμβάδισε με τη ζωή της χώρας στις χαρές ενώ προειδοποιούσε στις “ανηφόρες” έχοντας πάντα τη δική του άποψη για τα πράγματα “ανοιχτή αλλά ποτέ αιχμάλωτη δογμάτων”. Έφερε το ροκ κοντά στο λαϊκό και το δημώδες έτσι και στο κοινωνικό πεδίο, από τις οραματικές ιδέες της Αριστεράς συναντήθηκε με τον ρεαλισμό της φιλελεύθερης σκέψης» είπε και ανέφερε στίχους από τον «Άγγελο Εξάγγελο» που -όπως συμπλήρωσε- τους ξεχώρισε επειδή αποτελούν ευθύ και δημόσιο λόγο που γεφυρώνουν τον κόσμο της Τέχνης με τον πραγματισμό της πολιτικής.
«Μια απόδειξη όπου η καλλιτεχνική ευαισθησία γίνεται πολύ πιο περιγραφική και πολύ πιο ισχυρή από κάθε πολιτικό επιχείρημα» προσέθεσε ο κ. Μητσοτάκης χαρακτηρίζοντας τον εκλιπόντα «αιρετικό στα σχόλια του» που δεν αρνήθηκε «ποτέ την πρόκληση της αμφισβήτησης», και «πατριώτη που αγαπούσε τον τόπο του ειλικρινά μιλώντας με τη βραχνή φωνή πότε του αφηγητή και πότε του επικριτή κάθε λάθους, του κράτους ή του πολίτη, ώστε η στάση του να μετατρέπεται σε έναν αόρατο συντελεστή στην εξίσωση της Δημοκρατίας».
«Δεν ήταν μόνο η δημόσια συμπεριφορά του Διονύση» -είπε ο πρωθυπουργός- «που ένωνε στο πρόσωπο του την Τέχνη με την πολιτική», επισημαίνοντας ότι δεν δέχθηκε ποτέ δημόσιες θέσεις και αξιώματα, αλλά ήταν «και το μήνυμα της ενότητας και της κοινότητας των Ελλήνων που διέτρεχε το έργο και τη δράση του».
Ο κ. Μητσοτάκης αποχαιρέτησε τον Διονύση Σαββόπουλο με ένα «μεγάλο ευχαριστώ στο όνομα τόσων γενεών» που σφράγισε η διαδρομή του.
Ολόκληρος ο επικήδειος Μητσοτάκη
Για τον άνθρωπο και τραγουδοποιό που αποχαιρετούμε σήμερα, θα μιλούν πάντα τα συναισθήματα όλων όσοι ταξίδεψαν με τις νότες και τους στίχους του. Κάτι φυσικό, αφού κατά καιρούς τραγούδησε για τον καθέναν από εμάς.
Προσωπικά, όμως, δεν είμαι εδώ μόνο σαν φίλος και σαν θαυμαστής του, αλλά από χρέος προς έναν μεγάλο Έλληνα που έζησε και περιέγραψε μοναδικά τις περιπέτειες του τόπου του. Τις μεγάλες και τις μικρές εικόνες που γέννησαν, αλλά και τη γεύση που άφησε η εμπειρία τους.
Ο Νιόνιος, άλλωστε, σε όλη του τη ζωή συμβάδισε με τη ζωή της χώρας, δίνοντάς μας ώθηση χαράς στις δύσκολες ανηφόρες, αλλά και προειδοποιώντας στις επικίνδυνες κατηφόρες, έχοντας πάντα τη δική του άποψη για τα πράγματα, ανοιχτή, αλλά ποτέ αιχμάλωτη δογμάτων.
Γι’ αυτό και όπως στη μουσική πέτυχε να φέρει το ροκ κοντά στο έντεχνο, στο λαϊκό και στο δημώδες, έτσι και στο κοινωνικό πεδίο από τις οραματικές ιδέες της αριστεράς συναντήθηκε με τον ρεαλισμό της φιλελεύθερης σκέψης.
Δεν θα κρύψω, λοιπόν, ότι τα λόγια που προσωπικά θα ξεχώριζα από το πλούσιο έργο του είναι αυτά που ο Διονύσης ταίριαξε στον «Άγγελο εξάγγελο». Ίσως γιατί υπήρξαν απόλυτα προφητικά για όσα τελικά ζήσαμε. Πριν από όλα, όμως, γιατί αποτελούν ευθύ και βαθύ δημόσιο λόγο. Κατορθώνουν έτσι κάτι σπάνιο: να γεφυρώσουν τον ευαίσθητο κόσμο της τέχνης με τον πραγματισμό του κόσμου της πολιτικής. Και τι λένε αυτά τα λόγια;
«Τα νέα που μας έφερε ήταν όλα μια ψευτιά/ μα ακούγονταν ευχάριστα στ’ αυτί μας. Γιατί έμοιαζε μ’ αλήθεια η κάθε του ψευτιά/ κι ακούγοντάς τον ησύχαζε η ψυχή μας».
Όταν, ωστόσο, φάνηκε πως «η νύχτα εναλλάσσεται με νύχτα», οι ακροατές τού είπαν εκνευρισμένοι «να φύγει μουδιασμένα». Αφού ο Άγγελος «δεν είχε νέα ευχάριστα να πει/ καλύτερα να μη μας πει κανένα».
Μια απόδειξη πως η καλλιτεχνική ευαισθησία γίνεται, συχνά, πολύ πιο περιγραφική και πολύ πιο ισχυρή από κάθε πολιτικό επιχείρημα.
Καθώς, μάλιστα, ο Διονύσης δεν αρνήθηκε ποτέ την πρόκληση της αμφισβήτησης, έγινε πυροδότης προβληματισμού και στα δύο αυτά επίπεδα: από τη μία πρωτοπόρος στους δρόμους του πενταγράμμου και αιρετικός στα σχόλιά του και από την άλλη ένας πατριώτης που αγαπούσε τον τόπο του ειλικρινά, μιλώντας με τη βραχνή φωνή πότε του γλυκού αφηγητή και πότε του επικριτή κάθε λάθους του κράτους ή του πολίτη, ώστε η στάση του να μετατρέπεται σε έναν αόρατο συντελεστή στην εξίσωση της δημοκρατίας.
Δεν ήταν, πάντως, μόνο η δημόσια συμπεριφορά του Διονύση που νιώθω να ενώνουν στο πρόσωπό του την τέχνη με την πολιτική. Αυτός που, θυμίζω, δεν δέχτηκε ποτέ δημόσιες θέσεις ή αξιώματα. Ήταν και το μήνυμα της ενότητας και της κοινότητας των Ελλήνων, που διέτρεχε το έργο και τη δράση του.
Πάντοτε με «χορούς κυκλωτικούς» και με την αγάπη, όπως έλεγε, να είναι στο τέλος «η μεγάλη ανάσα όλων μας». Αλλά όχι μόνο…
Γιατί όλα τα παραπάνω τα συνόδευε η αίσθηση της ατομικής ευθύνης απέναντι στο σύνολο, κάτι που εξομολογείται τρυφερά ο ίδιος στις τελευταίες λέξεις του αυτοβιογραφικού βιβλίου του.
Γράφει: «ο κόσμος με έχει πικράνει τόσο πολύ, που λέω να τα παρατήσω όλα. Μετά σκέφτομαι πάλι ότι αυτό το επάγγελμα που διάλεξες, μόνος σου το διάλεξες. Ουδείς σε υποχρέωσε. Εσύ αποφάσισες να ζεις με τον κόσμο».
Ένα αντάμωμα που ήταν εξ αρχής το όνειρό του. Ήταν σίγουρα μια απόφαση παντοτινή. Γιατί με τον κόσμο θα ζει ο Σαββόπουλος και στο εξής, ανήκοντας στους λίγους που ενώ ψυχαγωγούν, με τον τρόπο τους μας καθορίζουν.
Έτσι, άλλωστε, διεύρυνε τους ορίζοντες των ήχων και των στίχων, για να καταστεί τελικά ο χρονογράφος του νεοελληνικού ταξιδιού επί μισό και πλέον αιώνα.
Γι’ αυτό και η κληρονομιά του δεν αποτελεί μόνο ένα τεράστιο κεφάλαιο της καλλιτεχνικής μας ιστορίας, αλλά και ένα κομμάτι πλέον της συλλογικής μας μνήμης.
Νιόνιο μας, δεν θα σε αποχαιρετήσω με ένα απλό αντίο, όσο με ένα μεγάλο ευχαριστώ στο όνομα τόσων γενιών που σφράγισε η διαδρομή σου.
Για να σου πω επίσης ότι από αύριο δεν θα υπάρχεις μόνο μέσα από τα τραγούδια σου. Θα σε σκεφτόμαστε κάθε φορά που ένας νέος θα πιάνει μία κιθάρα για να κάνει την αλήθεια του μουσική. Αλλά και σε κάθε συγκυρία που θα μας καλεί να κοιταχτούμε στον εθνικό μας καθρέφτη, με τα καλά μας και τα στραβά μας, για να συμφιλιωθούμε με τους εαυτούς μας.
Πάνω απ’ όλα, όμως, για να διακρίνουμε τις ξεχωριστές αρετές των Ελλήνων, εκείνων που θα «σηκώσουν την ψυχή μας» για να «δώσουν ρεύμα» στην κοινή μας πρόοδο.
«Να γίνουμε αληθινοί», αυτός, άλλωστε, ήταν και ο στόχος σου ξεκινώντας από τη Θεσσαλονίκη.
Μία παρακαταθήκη που αξίζει να μας οδηγεί και για την οποία, μαζί με το τεράστιο μουσικό σου έργο, θα νιώθουν σίγουρα υπερήφανοι η αγαπημένη σου Άσπα, τα παιδιά σου και τα εγγόνια σου.