Πενήντα ένα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το άλυτο ζήτημα των αγνοουμένων και των προσφύγων εξακολουθεί να βαραίνει σαν ανοιχτή πληγή στην κυπριακή κοινωνία. Στο επίκεντρο αυτού του διαχρονικού πόνου βρίσκονται κυρίως οι γυναίκες της Κύπρου, οι οποίες, ανήμερα της επετείου της δεύτερης φάσης της εισβολής –στις 14 Αυγούστου 1974– θυμίζουν με την παρουσία και το σθένος τους τη δύναμη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Μακριά από τις κεντρικές πολιτικές σκηνές, στάθηκαν στην πρώτη γραμμή μιας σιωπηλής αλλά αδιάκοπης αντίστασης. Μόνες στην προσφυγιά, συχνά σε αντίξοες συνθήκες και με τον σπαραγμό της απώλειας, κατάφεραν να μετατρέψουν τον πόνο σε φλόγα αγώνα, ελπίδας και αξιοπρέπειας. Μέσω απεργιών πείνας, διαδηλώσεων έξω από πρεσβείες και στα οδοφράγματα, ανέδειξαν το δικαίωμα στη μνήμη, την αλήθεια και τη διεκδίκηση.
Σε συνέντευξή της στο ραδιόφωνο του ΑΠΕ-ΜΠΕ «Πρακτορείο 104,9 FM», η δημοσιογράφος Αθηνά Βιολάρη –που βρέθηκε από την πρώτη στιγμή στην καρδιά αυτού του αγώνα– περιγράφει με συγκίνηση τα πρόσωπα και τις στιγμές που σημάδεψαν εκείνες τις δεκαετίες. «Ηρωίδες αυτές οι γυναίκες», υπογραμμίζει, καθώς ανέλαβαν μόνες το μεγάλωμα των παιδιών τους στους προσφυγικούς καταυλισμούς, κουβαλώντας το φορτίο των δικών τους που χάθηκαν και αναζητώντας απαντήσεις. «Ξημεροβραδιάζονταν στα οδοφράγματα για απεργίες πείνας, για διαδηλώσεις έξω από πρεσβείες», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Χαρίτα Μάντολες: Το σύμβολο της καρτερίας και του αγώνα
Ανάμεσα σε αυτές τις γυναικείες μορφές, ξεχωρίζει το όνομα της Χαρίτας Μάντολες. Η ιστορία της έχει σημαδέψει το συλλογικό βίωμα της Κύπρου. Η Αθηνά Βιολάρη θυμάται: η Μάντολες έχασε μπροστά στα μάτια της –και των μικρών παιδιών της– τον άντρα της, τον πατέρα της, τους γαμπρούς της, τα αδέλφια της, όταν Τούρκοι στρατιώτες τους εκτέλεσαν εν ψυχρώ. Σε ομιλία της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η ίδια είχε δηλώσει: «Είμαι η Χαρίτα Μάντολες. Είμαι 27 χρονών. Τα χρόνια μου σταμάτησαν εκεί στο χωριό μου».
Παρότι ενταφιάστηκαν τα οστά του συζύγου της, οι υπόλοιποι συγγενείς της παραμένουν αγνοούμενοι. Η Μάντολες συνεχίζει έκτοτε να αγωνίζεται –όχι μόνο για τους δικούς της, αλλά για όλους τους αγνοούμενους. Όπως τονίζει η Βιολάρη, «Δεν είναι απλώς ένα σύμβολο καρτερίας, αλλά και αγώνα. Θα είναι εκεί ώσπου να αποδοθεί απάντηση και για τον τελευταίο αγνοούμενο. Μεταξύ των αγνοουμένων, άλλωστε, υπάρχουν πολλές γυναίκες και παιδιά».
Ελένη Φωκά: Η δασκάλα που αντιστάθηκε στον εγκλωβισμό
Ένα άλλο εμβληματικό παράδειγμα αντίστασης αποτελεί η περίπτωση της Ελένης Φωκά, δασκάλας από την Αγία Τριάδα Καρπασίας. Μετά την εισβολή, επέλεξε να παραμείνει στην κατεχόμενη περιοχή και να συνεχίσει να διδάσκει τα εγκλωβισμένα παιδιά, υπό αδιανόητες συνθήκες: απειλές, κακοποιήσεις, προσβολές και επιθέσεις από Τούρκους στρατιώτες. Όπως διηγείται η Βιολάρη, «Άνοιξε το σπίτι της και το έκανε κάτι σαν κρυφό σχολειό. Αργότερα, με τη βοήθεια της ΕΕ και του ΟΗΕ, δημιούργησε σχολική αίθουσα. Όμως καθημερινά, πήγαινε νωρίτερα για να καθαρίσει το σχολείο από τις βρωμιές και τις προσβολές στον πίνακα. Όταν αρρώστησε, αναγκάστηκε να περάσει στις ελεύθερες περιοχές – παρά τις υποσχέσεις, ποτέ δεν της επέτρεψαν να επιστρέψει».
Για μήνες, η Φωκά στεκόταν κάθε πρωί στο οδόφραγμα, με την ελπίδα να της επιτραπεί η είσοδος στο χωριό της. Δυστυχώς, δεν της παραχωρήθηκε ποτέ αυτό το δικαίωμα.
Πορείες και κίνημα: Ο θηλυκός παλμός της αντίστασης
Οι γυναίκες της Κύπρου επέλεξαν να μην περιοριστούν στο πένθος. Οργάνωσαν πορείες, διεκδίκησαν με θάρρος το δικαίωμα της επιστροφής και την αναγνώριση των δικαίων τους. Το 1975, κατά την παρθενική πορεία στην Αμμόχωστο, η Μελίνα Μερκούρη τραγούδησε «Γυναίκα της Κύπρου σε χαιρετώ», κάνοντας το τραγούδι αυτό ύμνο του γυναικείου κυπριακού κινήματος.
Αργότερα, γεννήθηκε το κίνημα «Οι Γυναίκες Επιστρέφουν». Σύμφωνα με τη Βιολάρη, «Αποφάσισαν να κάνουν κάτι παράτολμο: να ξεκινήσουν από άγνωστο σημείο, να φτάσουν σε οδόφραγμα και να επιχειρήσουν να περάσουν στην κατεχόμενη γη». Η ίδια συμμετείχε στη δράση όχι μόνο ως δημοσιογράφος, αλλά και ως ενεργό μέρος του κινήματος.
Στις πορείες του 1989 σε Άχνα και Λύμπια, οι γυναίκες αντιμετώπισαν βίαιες αντιδράσεις από Τούρκους στρατιώτες, ενώ πολλές συνελήφθησαν –ανάμεσά τους και η Βιολάρη. «Κρατηθήκαμε 24 ώρες στα κατεχόμενα, ανακρινόμασταν με μία μόνιμη ερώτηση: Γιατί παραβιάσατε τα σύνορα της ‘Τουρκικής Δημοκρατίας της Βορείου Κύπρου’; Δεν τους ενδιέφεραν οι απαντήσεις, ήθελαν μόνο αναγνώριση».
Η κορύφωση ήρθε με τη μεγάλη πορεία του Αγίου Κασσιανού, όπου πολλές γυναίκες υπέστησαν ξυλοδαρμούς και καταγράφηκαν δεκάδες συλλήψεις, ακόμα και ιερωμένων. Για δέκα ημέρες, οι γυναικείες φωνές διαδήλωναν ακατάπαυστα έξω από τα φυλάκια και το παλιό αεροδρόμιο Λευκωσίας, προσελκύοντας δημοσιογράφους από όλο τον κόσμο και εξασφαλίζοντας τη διεθνοποίηση του κυπριακού ζητήματος.
Μισό αιώνα αργότερα, ο αγώνας των Κύπριων γυναικών παραμένει ζωντανός και επίκαιρος: όσο υπάρχουν αγνοούμενοι, πρόσφυγες δίχως επιστροφή και ένα καθεστώς κατοχής, οι γυναίκες αυτές θα αποτελούν φάρο τιμής, αντίστασης και ελπίδας για τον κυπριακό, αλλά και τον οικουμενικό ελληνισμό.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ