Τον Νοέμβριο του 1978, οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής συγκλονίστηκαν από την ανακάλυψη πάνω από 900 πτωμάτων στο κοινόβιο Τζόουνσταουν στην Γουιάνα της Λατινικής Αμερικής. Ανάμεσά τους και μια ομογενής, η Μαρία Κατσαρή.

Η Μαρία, γεννήθηκε στις 9 Ιουνίου του 1953 στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνιας. Γονείς της ήταν ο Στίβεν Κατσαρής και η Άννα Κατσαρή. Προερχόταν από μια Ελληνορθόδοξη οικογένεια της μεσαίας τάξης. Ήταν σε Λύκειο στο Μπίλμοντ της Καλιφόρνιας, πριν μετακομίσει με την οικογένειά της στην Ουκάια της Καλιφόρνιας, όπου γνώρισε τον «Ναό του Λαού» του πάστορα Τζιμ Τζόουνς. Εργάστηκε ως βοηθός δασκάλας στο Trinity School στην πόλη Ουκάια, όπως και ο πατέρας της, ενώ παρακολούθησε και τα μαθήματα στο Κολλέγιο του Redwoods και το Πανεπιστήμιο της Σονόμα, προτού τα παρατήσει για να ακολουθήσει οριστικά τον δρόμο του μέλους του «Ναού του Λαού» το 1973.

Ο Τζιμ Τζόουνς

Ο «Ναός του Λαού» ήταν ένα κίνημα του πάστορα Τζιμ Τζόουνς, που ξεκίνησε το 1954. Ο διοπτροφόρος ιεροκύρηκας με τα μαύρα μαλλιά δίδασκε τον «αποστολικό σοσιαλισμό», έχοντας απλώσει το χέρι του σε πολλούς καταπιεσμένους και κατατρεγμένους της εποχής εκείνης, όπως αρκετοί Αφροαμερικανοί, σε μια Αμερική, όπου οι κοινωνικοί αγώνες για την κατοχύρωση δικαιωμάτων και την πάταξη φυλετικών διακρίσεων βρίσκονταν σε εξέλιξη, ενώ τα σύννεφα του Ψυχρού Πολέμου πλανιόντουσαν πάνω από την χώρα. Ο Τζόουνς δίδασκε ένα κράμα της Βίβλου με κομμουνιστικές και σοσιαλιστικές ιδέες. Σταδιακά η Εκκλησία ανέπτυξε φιλανθρωπική δραστηριότητα, απόκτησε δημοσιότητα κι ο Τζόουνς έφτασε στο σημείο να έχει μεγάλες πολιτικές διασυνδέσεις, αλλάζοντας και τοποθεσίες, πηγαίνοντας σε Καλιφόρνια και Σαν Φρανσίσκο. Όμως, μια σειρά από φορολογικές ανησυχίες μελών και μπερδέματα στην ίδια κατηγορία του «Ναού του Λαού», νομικές υποθέσεις αυτών για παιδιά, σεξουαλικού χαρακτήρα αδικήματα, ύποπτα «θαύματα» του Τζόουνς, θάνατοι, που σχετίζονταν με το κίνημα, παρουσίες μελών ακροαριστερών οργανώσεων στα κηρύγματα, αφηγήσεις πρώην μελών, που εγκατέλειψαν το κίνημα και φόβοι οικογενειών για μέλη τους, που έδειχναν «να έχουν απορροφηθεί» και να έχουν στραφεί εναντίον τους (όπως συνέβη στην περίπτωση της Μαρίας), άρχισαν να προκαλούν το ενδιαφέρον των Αρχών και των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης της εποχής.

Ο Τζόουνς, τότε, από το 1973 και μετά, μαζί με όλους όσους τον ακολούθησαν (ανάμεσά τους και η Μαρία Κατσαρή), αποφάσισε να φύγει από τις ΗΠΑ και να πάει σε κάποια άλλη χώρα, ώστε να συνεχίσει το έργο του. Επιλέχθηκε η Γουιάνα και μια έκταση σε αυτήν, μέσα σε πυκνή βλάστηση, το Τζόουνσταουν, που θα χαρασσόταν στην μνήμη πολλών ως η τοποθεσία μιας τραγωδίας. Το πλήρες όνομά του ήταν «Αγροτικό Εγχείρημα του Ναού του Λαού». Αποτελούσε ένα μεγάλο κοινόβιο, βασισμένο στα πρότυπα της κομμουνιστικής ιδεολογίας του επικεφαλής της, με το όραμα της γαλήνης και της δικαιοσύνης, όπου οι άνθρωποι είχαν δημιουργήσει ουσιαστικά ένα μικρό χωριό.

Μέσα στην πυκνή βλάστηση, μια επιγραφή υποδοχής: «Καλώς ήρθατε στο Τζόουνσταουν, το Αγροτικό Εγχείρημα του Ναού του Λαού».

Η προαναφερθείσα, όμως, σκοτεινή πλευρά της όλης ιστορίας εμφανίστηκε και στην μικρή χώρα της Λατινικής Αμερικής, με τα μέλη του Τζόουνσταουν να είναι απόλυτα αφοσιωμένα στο εγχείρημά τους, ενώ απέφευγαν και τους οικείους τους. Στην περίπτωση της Μαρίας, η ίδια έγραφε γράμματα στον πατέρα της, μιλώντας για συκοφαντίες του Τύπου κι απόκρυψη της αλήθειας, σύμφωνα με ένα εξ αυτών: « […] Κάτι τελευταίο – σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ να μην αναστατωθείς από την κακή δημοσιότητα, που η εκκλησία έχει πάρει. Είμαι περισσότερο από ποτέ πεπεισμένη για συνομωτικές και πολιτικές παγίδες. Είναι πραγματικά απίστευτο πως μπορούν να τυπώνουν ένα σωρό ψέματα στον Τύπο και τους επιτρέπεται να τα καταφέρνουν. Αρνούνται να τυπώσουν όσα έχουμε αναγκαστεί να πούμε και να δείξουν την αλήθεια. Υποθέτω ότι το άλλο οδηγεί σε πιο εντυπωσιακή ανάγνωση. Ωστόσο, δεν εκπλήσσομαι. Μια κοινωνία βασισμένη στην οικονομική ανισότητα και στον ταξισμό, σίγουρα, δεν πρόκειται να αφήσει καμία οργάνωση, που προωθεί την οικονομική και την φυλετική ισότητα να υπάρξει τόσο εύκολα…».

Στο ίδιο πάλι γράμμα, αναφέρει σχετικά με την μητέρα της: «[…] Οι περισσότεροι πιστεύουν ό,τι ακούν στις ειδήσεις και διαβάζουν στις εφημερίδες. Ακόμη και η Μαμά μου είπε: «Δεν θα το τύπωναν, αν δεν αλήθευε». Την αγαπώ πολύ και νομίζω ότι είναι αρκετά έξυπνη, αλλά έτσι το βλέπει κι αυτή…».

Σε ένα άλλο γράμμα, απευθυνόμενη σε δημόσιους υπάλληλους της κυβέρνησης των ΗΠΑ τον Οκτώβριο του 1978, που δεχόταν πιέσεις για το ζήτημα αυτό, η Κατσαρή έγραφε:

«Αν και νοιάζομαι για τον πατέρα μου, παρά την γεμάτη πόνο παιδική ηλικία, που μου πρόσφερε, πιστεύω ότι έχει πρόβλημα να αποδεχτεί ότι είμαι ενήλικη, η οποία μπορεί να ορίσει την δική της μοίρα στην ζωή. Καταλαβαίνω, ότι αφού δεν ικανοποίησα τις επιθυμίες του, επικοινώνησε μαζί σας, για παραμύθια, ότι τάχα εγώ βρισκόμουν εκεί παρά την θέλησή μου. Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο μακριά από την αλήθεια, αλλά ούτε και πιο ικανό να προκαλέσει γέλιο…».

Ο πατέρας της Μαρίας Στίβεν Κατσαρής κι ο αδελφός της Άντονι.

Παρά τα όσα καθησυχαστικά έγραφε η Μαρία, οι πιέσεις όλων και το απαιτητικό πια ενδιαφέρον «να πέσει φως», οδήγησε το μέλος του Κογκρέσου Λίο Ράιαν, μερικούς δημοσιογράφους και κάποιοι συγγενείς των μελών της αίρεσης να ταξιδέψουν ως την Γουιάνα τον Νοέμβριο του 1978, με στόχο να μπουν στο κοινόβιο, ώστε να δουν τι συμβαίνει εκεί. Μαζί τους κι ο αδελφός της Μαρίας, ο Άντονι. Ύστερα από πολλές περιπέτειες τα κατάφεραν. Ο Άντονι και η Μαρία μίλησαν τότε, μπροστά σε κάμερα του NBC, με την Μαρία να λέει ότι δεν υπάρχει κάποιο πρόβλημα με τον αδελφό της, ότι χαίρεται, που τον βλέπει, αλλά δεν σκοπεύει να γυρίσει πίσω, καθώς στο Τζόουνσταουν ήταν πια το σπίτι της και η ζωή της. Από την πλευρά του, όμως, ο Άντονι, μιλώντας με εμφανή δυσκολία, έλεγε ότι δυσκολεύεται να πιστέψει ότι τα λόγια, που του είπε η Μαρία σε πρόσφατη τηλεφωνική επικοινωνία ήταν δικά της, καθώς η Μαρία είχε πει στον αδελφό της ότι όσα της έλεγε είναι λόγια του προαναφερόμενου πατέρα τους. Με άλλα λόγια δηλαδή, κάποιοι έβαλαν λόγια σε αυτήν και την επηρέασαν κατά της οικογένειάς της.

Η Μαρία κι ο αδελφός της Άντονι

Η ατμόσφαιρα στον χώρο, παρόλ’αυτά, ήταν γιορτινή για την υποδοχή των ταξιδιωτών, παρά τον αφιλόξενο τρόπο του Τζόουνς, που ζητούσε από τους δημοσιογράφους να φύγουν, λέγοντας ότι οι άνθρωποι λέγανε ψέματα κατά του Τζόουνσταουν, σε βίντεο από εκείνη την επίσκεψη. Κάποια στιγμή, ο Λίο Ράιαν, που εξερευνούσε τον χώρο κι αυτός νωρίτερα και παρακολουθούσε τώρα την γιορτή προς τιμή της αποστολής, πήρε το μικρόφωνο και έπλεξε εγκώμιο, με τα μέλη του «Ναό του Λαού» να ξεσπούν σε ηχηρό χειροκρότημα.

Ο Τζιμ Τζόουνς μίλησε στους δημοσιογράφους. Αναφέρθηκε σε παιχνίδια και ψέματα, ενώ τους ικέτευε να τους αφήσουν και να φύγουν Ανάμεσα στο πλήθος, που χειροκροτούσε τον Λίο Ράιαν, ο Άντονι Κατσαρής. Όμως, σε σύγκριση με όλους τους υπόλοιπους, εκείνος είχε μείνει έτσι.

Μετά το πέρας της γιορτής, ο Ράιαν και η υπόλοιπη αποστολή θα έφευγαν από το Τζόουνσταουν και θα ετοιμάζονταν να επιστρέψουν στις ΗΠΑ. Στο ίδιο αεροπλάνο, θα ήταν επιβάτες και κάποια μέλη της αίρεσης, που βρήκαν την ευκαιρία να ξεφύγουν από όλο αυτό το αυταρχικό καθεστώς του Τζόουνς, που ζούσαν, όπως φάνηκε αργότερα. Όμως, ο αεροδιάδρομος βάφτηκε με αίμα, πριν την απογείωση, καθώς ένοπλοι άνδρες του Τζόουνς άνοιξαν πυρ και σκότωσαν 5 εξ όλων όσων ετοιμάζονταν να ταξιδέψουν. Ανάμεσά τους και ο Λίο Ράιαν. Ο αδελφός της Μαρίας τραυματίστηκε από τους πυροβολισμούς, αλλά εν τέλει επέζησε. Σήμερα, είναι δάσκαλος στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.

Πίσω στο Τζόουνσταουν, όμως, ο χαρισματικός για κάποιους κήρυκας του Λόγου του Θεού, συγκέντρωσε όλους τους κατοίκους του κοινοβίου και τους προετοίμασε για αυτό, που ο ίδιος χαρακτήρισε επαναστατική πράξη. Αρκετό καιρό πριν, οργάνωνε κάποιες βραδιές πίστης σε αυτόν, ζητώντας από τους ακολούθους του να πιουν ένα υγρό (φρουτοποτό), που υπήρχε μπροστά τους, λέγοντας ότι μπορεί να περιέχει δηλητήριο. Η κατανάλωσή του θα αποτελούσε ένδειξη αφοσίωσης προς το πρόσωπό του. Μέχρι, τότε, σε καμία τέτοια βραδιά δεν δόθηκε δηλητήριο. Αυτήν την φορά, όμως, ο θάνατος θα ερχόταν σε υγρή μορφή. Ο Τζόουνς, έλεγε τώρα ότι «η ερυθρά ταξιαρχία τους έδειξε την δικαιοσύνη» ( αναφερόμενος στην αιματηρή κατάληξη των μελών της αποστολής του Ράιαν), όλα τελείωσαν πια, ότι θα έρθουν κι άλλα μέλη του Κογκρέσου, ότι θα σφαγιαστούν τα παιδιά, θα βασανιστούν άνθρωποι και περιέγραφε εν ολίγοις μια εφιαλτική πραγματικότητα, με μόνη δυνατότητα αποτροπής της, την αυτοκτονία με υδροκυάνιο. Εκεί, σύμφωνα με μαγνητοταινία, που υπάρχει ακόμα στο YouTube, μια γυναίκα προσπάθησε να αποτρέψει τον θάνατο τόσων ανθρώπων, μιλώντας υπέρ μιας πιθανής πτήσης στους ομοϊδεάτες της Σοβιετικής Ένωσης, λέγοντας ότι όσο υπάρχει ζωή, υπάρχει ελπίδα. Όμως, ο Τζόουνς πολύ σύντομα θα χάριζε στις 18 Νοεμβρίου του 1978 την ειρήνη, όπως έλεγε, στο ποίμνιό του, τον θάνατο. Μια ειρήνη, που ανακαλύφθηκε στα 900+ νεκρά άτομα στον χώρο από τις Αρχές. Μια ειρήνη, που ήρθε και για τον ίδιο, αλλά με ένα όπλο κι όχι με το ίδιο δηλητήριο.

Κάπου εκεί, εντοπίστηκε και η Μαρία Κατσαρή, με την νεκροψία – νεκροτομή να μιλάει για πιθανή δηλητηρίαση από υδροκυάνιο ως αιτία θανάτου.

Σελίδα από το επίσημο έγγραφο της νεκροψίας – νεκροτομής της Μαρίας Κατσαρή

Λίγες ημέρες αργότερα, στις 23 Νοεμβρίου του 1978, η εφημερίδα Herald Examiner στο Λος Άντζελες, θα δημοσίευε τις εξής δηλώσεις του πατέρα της Στίβεν Κατσαρή: «Ο Τζόουνς την έπεισε, ότι δεν θα υπήρχαν άλλα προβλήματα με αυτόν. Υπήρχαν ξεκάθαροι στόχοι». «Έφτασε στο σημείο να πιστεύει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν η πιο ρατσιστική και φασιστική χώρα στον κόσμο». Τους έλεγαν (στην αίρεση), ότι οι Αμερικανοί σχεδίαζαν να βάλουν τους μαύρους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και ότι η CIA τους κυνηγούσε. Ακόμα, ο Στίβεν Κατσαρής μίλησε για εμπλοκή της κόρης του στα οικονομικά του Ναού του Λαού, ενώ είπε ότι πίστευε, πως η κόρη του αποτέλεσε ένα από τα κορυφαία στελέχη στην ιεραρχία του κινήματος.

Παράλληλα, δημοσιεύτηκε μια υπεύθυνη δήλωση με καλλιγραφικά γράμματα, σύμφωνα με την οποία, παρουσία δύο μαρτύρων, η Μαρία άφηνε όλα της τα χρήματα στην Ενωτική Τράπεζα της Βενεζουέλας του Καράκας στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης. Ανάλογες δράσεις είχαν γίνει από την ίδια, σύμφωνα με αναφορές, με χρήματα από ελβετικές τράπεζες στον Παναμά να προορίζονται για το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης. Τέλος, η Μαρία Κατσαρή έδωσε κάποια μεγάλα χρηματικά ποσά σε βαλίτσες και έγγραφα παραχώρησης ακινήτων του Ναού του Λαού σεμέλη της αίρεσης, με την οδηγία να φτάσουν στην πρεσβεία των Σοβιετικών, στο Τζόρτζταουν. Όμως, όλα όσα έπρεπε να παραδώσουν, παρατήθηκαν και οι μεταφορείς μπήκαν υπό την προστασία των Αρχών.

Η σχετική χειρόγραφη δήλωση της Μαρίας Κατσαρή.

Η ιστορία του Τζόουνσταουν αποτέλεσε μια από τις συγκλονιστικότερες υποθέσεις κι αποδείξεις καταστροφικής λατρείας ανά το παγκόσμιο. Υπήρξε η υπόθεση με τους περισσότερους θανάτους στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, μέχρι το πρωινό της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001.

Επιμέλεια: Σταύρος Μαρινόπουλος