Αν η πολιτική από οποιαδήποτε πλευρά ή οπτική γωνία και αν την εξετάσεις και την ελέγξεις παραμένει κάτι αποκαλυπτικό, δεν είναι για τα σκάνδαλα που κατά διαστήματα ή και με καταιγιστικό ρυθμό γίνονται γνωστά. Και που αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς και να μην κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας, ακόμη και οι πιο ανυποψίαστοι θα ομολογούσαν πως ενώ ο καθένας με τον τρόπο του διαχειρίζεται και ολοκληρώνει την καθημερινότητά του, έστω σαν αστραπή περνάει από το μυαλό του η σκέψη πως την ίδια ακριβώς στιγμή σε χώρους που προϋποθέτουν αναπόφευκτα την πολιτική δοσοληψία, όλο και κάτι μεμπτό – στην επιεικέστερη εκδοχή – επιχειρείται. Οπως ακριβώς ένας χώρος που χαρακτηρίζεται ως ιερός προϋποθέτει την περισυλλογή και την προσευχή, με το ίδιο ακριβώς σκεπτικό έφτασε η πολιτική να είναι συνώνυμη της κατάχρησης, της ανομίας, της αέναης εξαργύρωσης των πιο ζημιογόνων για το κοινωνικό σύνολο οικονομικών συμφερόντων. Αδικο και απάνθρωπο βέβαια μαζί με τα ξερά να καίγονται και τα χλωρά, αλλά όταν το σύνολο σχεδόν των πολιτικών χρεώνεται με μια σατανικά τεχνουργημένη εξαπάτηση, αισθάνεσαι πως δεν υπάρχει πια κανείς που θα μπορούσε να εξαιρεθεί από μία, αν και όχι συνομολογημένη, καταδικαστέα ωστόσο σαν να ήταν ρητά συμφωνημένη, σύμπνοια.
Τι εννοούμε ακριβώς; Τους πολιτικούς που μετέρχονται ως εργαλεία προσεταιρισμού και πειθούς του όποιου εκλογικού ακροατηρίου τους, την αγανάκτηση και την οργή ως έννοιες και ως περιεχόμενο που τους διακατέχουν προσωπικά σε τέτοιο βαθμό σε σχέση με όσα όντως τρομερά και αδιανόητα μπορεί να συμβαίνουν – και συμβαίνουν – στο πολιτικό προσκήνιο ώστε η ζωή τους να έχει γίνει ένα μαρτύριο. Ακόμα και αν δεν δικαιούται να αναρωτηθεί κανείς πόσο «μαρτύριο» μπορεί να είναι μια ζωή που συνδυάζεται με μια άψογη και εξαιρετικά επιμελημένη – που θέλει τον χρόνο της – ενδυματολογικά και όχι μόνο εμφάνιση, δικαιούται να σκεφτεί τι είδους αγανάκτηση και οργή είναι αυτές που λειτουργούν ορισμένες μέρες και ώρες και χρειάζονται έναν ορισμένο χώρο, πάντα δημόσιο, για να γνωρίσουν την κορύφωσή τους. Μια εμπόλεμη ατμόσφαιρα, όπως θέλουν να την παρουσιάζουν οι αγανακτισμένοι και οργισμένοι πολιτικοί, κάθε άλλο, παρά ασυνεχείς και αποσπασματικές συμπεριφορές δικαιολογεί.
Εχεις απορροφηθεί ή έχεις ταυτιστεί σε τέτοιο βαθμό με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα ώστε να αισθάνεσαι πως επιβιώνεις σχεδόν καταχρηστικά και επιπλέον πως η αγανάκτηση και η οργή σου δεν σου αναγνωρίζονται ως εύσημα και ως εμπλουτισμός του βιογραφικού σου. Οσο και αν δεν το δικαιολογεί κανείς, μπορεί να κατανοήσει τους λόγους που κάνουν ώστε η αγανάκτηση και η οργή να μεταβάλλονται σε επάγγελμα, φτάνει όμως να μη λογαριάζεται ως ένα επάγγελμα που προέκυψε από ελεύθερη επιλογή. Με λίγα λόγια όποιος και αν είναι ο αριθμός των πολιτικών που εκφράζονται με έναν αντίστοιχο τρόπο, αν και για ένα μέρος της κοινής συνείδησης πρόκειται για πολιτικούς που δεν διστάζουν να καταγγείλουν τα κακώς κείμενα με τόσο ανορθόδοξους, αντικατεστημένους δηλαδή τρόπους, στην πραγματικότητα πρόκειται για τελείως ετερόφωτους πολιτικούς. Για πολιτικούς που αν και φαίνονται αυτόφωτοι, στην ουσία είναι δημιουργήματα αυτού ακριβώς του κομματιού της κοινής συνείδησης που τους υπαγορεύει τους τρόπους της δημόσιας έκφρασής τους ως την πιο αθέατη λεπτομέρειά τους.