Στο 12,1% ανήλθε η ανεργία στην Ελλάδα, κατά το πρώτο τρίμηνο του 2024, αυξημένη κατά 0,3 της ποσοστιαίας μονάδας.

Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ο αριθμός των απασχολουμένων ανήλθε σε 4.173.424 άτομα παρουσιάζοντας μείωση κατά 0,2%, σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και αύξηση κατά 1,8%, σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους.

Ο αριθμός των ανέργων ανήλθε σε 574.130 άτομα, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 17,5% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και αύξηση κατά 4,3%, σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Το ποσοστό ανεργίας το Α΄ τρίμηνο 2024 ανήλθε σε 12,1%. Το ποσοστό ανεργίας κατά το προηγούμενο τρίμηνο (Δ’ 2023) ήταν 10,5% και κατά το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους (Α’ 2023) ήταν 11,8%.

Τα άτομα που δεν περιλαμβάνονται στο εργατικό δυναμικό, ή «άτομα εκτός του εργατικού δυναμικού», δηλαδή τα άτομα που δεν εργάζονται ούτε αναζητούν εργασία, ανήλθαν σε 4.278.162. Ειδικότερα, τα άτομα εκτός του εργατικού δυναμικού κάτω των 75 ετών, ανήλθαν σε 3.049.185. Το ποσοστό τους μειώθηκε κατά 2,5% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 3,8% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους.

Τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας παρατηρούνται στις γυναίκες, στα άτομα ηλικίας έως 24 ετών, στην Περιφέρεια Ιονίων Νήσων και στα άτομα που έχουν ολοκληρώσει έως λίγες τάξεις Δημοτικού. Το μεγαλύτερο ποσοστό εργατικού δυναμικού παρατηρείται στους άνδρες, στα άτομα ηλικίας 30-44 ετών, στην Περιφέρεια Αττικής, στα άτομα που έχουν ολοκληρώσει μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση και στα άτομα ξένης ιθαγένειας.

Οι λόγοι της ανεργίας

Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει ότι οι βασικοί λόγοι που σταμάτησαν οι άνεργοι να εργάζονται είναι είτε γιατί η εργασία τους ήταν περιορισμένης διάρκειας και τελείωσε (35,9%) είτε γιατί απολύθηκαν (14,5%). Το ποσοστό των ανέργων που δεν έχουν εργαστεί στο παρελθόν (νέοι άνεργοι) είναι 22,9%.

Τo ποσοστό των ανέργων που αναζητούν εργασία ένα έτος ή περισσότερο (μακροχρόνια άνεργοι) ανέρχεται σε 52,0%. H πλειονότητα των ανέργων έχει ολοκληρώσει μέχρι δευτεροβάθμια εκπαίδευση (60,2%). Το ποσοστό των ανέργων που δηλώνουν ότι δεν είναι εγγεγραμμένοι στη ΔΥΠΑ (ΟΑΕΔ) ανέρχεται σε 21,4%, ενώ το ποσοστό αυτών που δηλώνουν ότι λαμβάνουν επίδομα ή βοήθημα από τη ΔΥΠΑ (ΟΑΕΔ)

ανέρχεται σε 15,6%.

Τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας παρατηρούνται στις Περιφέρειες Ιονίων Νήσων και Νοτίου Αιγαίου ενώ το χαμηλότερο στην Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου.

Ώρες εργασίας

Με βάση της ΕΛΣΤΑΤ, το 50,0% των απασχολουμένων δηλώνει ότι εργάστηκε 40 – 47 ώρες την εβδομάδα αναφοράς, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό (17,5%) δηλώνει ότι εργάστηκε 48 ή περισσότερες ώρες. Η πλειονότητα των απασχολουμένων (77,8%) δηλώνει ότι εργάστηκε τις συνήθεις ώρες κατά την εβδομάδα αναφοράς.

Το 6,4% των απασχολουμένων δηλώνει ότι θα επιθυμούσε να εργάζεται περισσότερες ώρες, το 3,0% είναι υποαπασχολούμενοι μερικής απασχόλησης οι οποίοι θα ήθελαν να εργάζονται περισσότερο, και θα μπορούσαν να αρχίσουν να εργάζονται περισσότερο μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες, και το 1,3% έχει παραπάνω από μία εργασία.

Τα επαγγέλματα με τη μεγαλύτερη ζήτηση

Κατά το Α΄ τρίμηνο του 2024, το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων εργάζονται ως μισθωτοί (68,3%), ενώ σημαντικό είναι και το ποσοστό των αυτοαπασχολουμένων χωρίς προσωπικό (20,6%).

Το ποσοστό μερικής απασχόλησης ανέρχεται σε 7,9%, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 3,9% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και μείωση κατά 4,9% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους.

Το ποσοστό των ατόμων που έχουν προσωρινή εργασία ανέρχεται σε 8,2%, καταγράφοντας μείωση κατά 23,5% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 12,0% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους.

Τα επαγγέλματα που συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων είναι οι απασχολούμενοι στην παροχή υπηρεσιών και πωλητές (22,2%) και οι επαγγελματίες (22,1%). Σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, η μεγαλύτερη αύξηση παρατηρείται στους χειριστές βιομηχανικών εγκαταστάσεων, μηχανημάτων και εξοπλισμού (4,5%) ενώ η μεγαλύτερη μείωση παρατηρείται στους ανειδίκευτους εργάτες, χειρώνακτες και μικροεπαγγελματίες (-5,6%).

Σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, η μεγαλύτερη αύξηση παρατηρείται στους υπαλλήλους γραφείου (6,9%) ενώ μείωση παρατηρείται κυρίως στους ανειδίκευτους εργάτες, χειρώνακτες και μικροεπαγγελματίες (-8,7%) και στους τεχνικούς και ασκούντες συναφή επαγγέλματα (-4,6%).