Θα δυσκολευτεί η πολιτική Κυριακή της 9ης Ιουνίου να ξεπεράσει την αθλητική εβδομάδα που διανύουμε, δεν θα γίνουν πιο ενδιαφέροντα τα ποσοστά των κομμάτων από τους τίτλους που κατέκτησαν ο Παναθηναϊκός στο μπάσκετ και ο Ολυμπιακός στο ποδόσφαιρο.

Διακυβεύεται στις κάλπες κάτι άλλο πέρα από τη νίκη; Αν όχι, η πολιτική ως αγώνισμα δεν μπορεί να συσπειρώσει ή να προσελκύσει περισσότερο από το ποδόσφαιρο ή το μπάσκετ, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες πολλών πολιτικών στο τικτόκ.

Δεν μας έχουν πει κάτι για το διακύβευμα, για τα ευρωπαϊκά τους προγράμματα τα κόμματα – η τιμή της φέτας, σίγουρα δεν περιλαμβάνεται σε αυτά. Διότι δεν έχουν: η Ένωση είναι πάντα καταφύγιο, δεν έγινε ελπίδα και προοπτική, αντιμετωπίζεται σαν αρωγός που πρέπει να μας συντρέξει – και ποτέ δεν το κάνει επαρκώς.

Δεν είναι πρόβλημα μόνο των ελληνικών κομμάτων η ανυπαρξία προγραμμάτων: μέρα τη μέρα προχωράνε τα πράγματα με πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας– ούτε είναι ενθαρρυντικό ότι «η Ευρώπη χτίζεται μέσα από τις κρίσεις της», όπως ακούμε συχνά.  Σε στιγμές κρίσεις μερεμέτια γίνονται, όχι χτισίματα.

Παίρνει κατά καιρούς πρωτοβουλίες ο Εμμανουέλ Μακρόν ή παλαίμαχοι όπως ο Μάριο Ντράγκι, σύντομα ξεχνιούνται τα ζητήματα που θέτουν – προσκρούουν στην αδιαφορία ή την επιφυλακτικότητα των πολιτικών ελίτ. Γιατί το μεγάλο πρόβλημα είναι το λεγόμενο συνταίριασμα των «εθνικών συμφερόντων», επί της ουσίας των συμφερόντων των εθνικών πολιτικών ελίτ.

Όλος ο Νότος είναι υπέρ του «ευρωπαϊκού ομολόγου», δηλαδή να εγγυηθούν οι Βόρειοι τα δάνεια των Νοτίων. Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη νιώθουν απειλούμενες από τη Ρωσία και η Ελλάδα από την Τουρκία και  είναι υπέρ της ενίσχυσης της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας – όταν όμως τίθεται θέμα κατάργησης του βέτο για ζητήματα «κυριαρχίας», άμυνας και εξωτερικής πολιτικής, οι ευάλωτοι οικονομικά ή αμυντικά δηλώνουν αντίθετοι.

Ουσιαστικά, ζητούν οικονομική και στρατιωτική αρωγή για να ενισχύσουν την κυριαρχία τους – αλλά για ποιο λόγο οποιοδήποτε κράτος θα προσφέρει σε άλλο δικούς του οικονομικούς και στρατιωτικούς πόρους για να τους διαχειριστεί  κατά βούλησιν;

Η ελληνική κυβέρνηση έχει μετατρέψει το βέτο σε εργαλείο  περιφερειακής επιβολής : βέτο για την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία, «αν δεν συνετιστούν». Ο μακροπρόθεσμος στόχος αν συμφέρει η ένταξη των δύο χωρών έχει  αντικατασταθεί με ακατανόητη –σε μένα τουλάχιστον– επίδειξη πυγμής.

Σε συνθήκες πολέμων, Ουκρανικού και Παλαιστινιακού, με τέτοιες νοοτροπίες, η Ένωση δεν θα προοδεύσει, θα αδυνατίσει και άλλο. Και τότε θα καταλάβουν –οι λαοί αλλά όχι ίσως οι πολιτικοί– τι κόστος έχει αυτή η κοντόφθαλμη εγωιστική πολιτική.