«Είναι η τέχνη επένδυση ή η επένδυση είναι τέχνη;». Ερώτημα που απασχολεί συχνά συλλέκτες και επενδυτές, εμπόρους τέχνης και δημοπράτες, καλλιτέχνες και φιλότεχνους. Οι απαντήσεις είναι διαφορετικές ανάλογα με τη σκοπιά που προσεγγίζει κάποιος το ζήτημα και τη χρονική στιγμή.

«Το χρηματιστήριο και η αγορά τέχνης δεν διαφέρουν και τόσο. Η τέχνη δεν είναι επένδυση, αλλά δυστυχώς η επένδυση είναι τέχνη», είναι η απάντηση που δίνουν στο καίριο αυτό ερώτημα οι οικονομικοί αναλυτές της εφημερίδας «Financial Times» Ρόμπερτ Αρμστρονγκ και Ιθαν Γου σε πρόσφατο άρθρο τους.

Οσοι προέρχονται από τον χώρο της τέχνης, όσο και από εκείνον του χρήματος, υποστηρίζουν σταθερά πως ένα έργο τέχνης δημιουργεί πλούτο με την πάροδο του χρόνου. Αρκετοί μάλιστα επικαλούνται τους αριθμούς, όπως τον δείκτη του οίκου Sotheby’s που καταγράφει τη σύνθετη ετήσια αύξηση στις ονομαστικές τιμές των έργων τέχνης από το 1950 έως το 2021 και ο οποίος διαμορφώνεται στο 8,5%, με αποτέλεσμα οι τράπεζες και οι επενδυτικοί σύμβουλοι να θεωρούν την επένδυση στην τέχνη κορυφαία προσθήκη σε ένα πλούσιο χαρτοφυλάκιο. «Οσο όμως κι αν τεμαχιστεί ένα καλό έργο ενός καταξιωμένου καλλιτέχνη που διατηρεί ψηλά την τιμή του δεν μπορεί να προσφέρει τόσο υψηλές αποδόσεις όσο οι μετοχές», επισημαίνουν οι «Financial Times». Επικαλούνται μάλιστα στοιχεία που προέρχονται από τη μελέτη διαδοχικών πωλήσεων των ίδιων έργων τέχνης, όπου διαπιστώνεται ότι οι ετήσιες πραγματικές αποδόσεις μεταξύ 1957 και 2007 ήταν μόλις 4%, στο ίδιο δηλαδή επίπεδο με τα εταιρικά ομόλογα, αλλά στην περίπτωση της τέχνης με πολύ μεγαλύτερη αστάθεια.

Ενα ερώτημα που καλούνται να απαντήσουν όσοι μελετούν ανάλογα δεδομένα είναι εάν τα έργα τέχνης υψηλότερης ποιότητας – και συνήθως τα πιο ακριβά – έχουν και τις υψηλότερες αποδόσεις. Στο σημείο αυτό οι απόψεις διίστανται, ενώ αντιθέτως φαίνεται πως εν τέλει όλοι συμφωνούν πως η μελλοντική αξία των έργων τέχνης είναι ουσιαστικά ανεξιχνίαστη, καθώς κανείς δεν μπορεί να προβλέψει ποιος θα είναι ο μελλοντικός Γουόρχολ ή Μπασκιά. Δεν είναι λίγες άλλωστε οι περιπτώσεις καλλιτεχνών που όσο βρίσκονταν εν ζωή καταβαραθρώνονταν από τους κριτικούς και αργότερα αποθεώθηκαν και μαζί οι τιμές των έργων τους εκτινάχθηκαν στα ύψη. Αντίστοιχες προβλέψεις, ωστόσο, είναι δύσκολο να γίνουν και για τις μετοχές.

Με βάση αυτά τα δεδομένα, σύμφωνα και με τους διεθνείς αναλυτές, δεν φαίνεται να υπάρχει πιεστικός λόγος στα χαρτοφυλάκια μετοχών, ομολόγων και ακινήτων, οι έχοντες μεγάλη περιουσία να προσθέσουν και τέχνη, εκτός κι αν όντως απολαμβάνουν τα αποκτήματά τους ή τα χρησιμοποιούν για να εντυπωσιάσουν τους φίλους ή και τους εχθρούς τους. Και σε καμία περίπτωση η κατοχή έργων τέχνης δεν μπορεί να θεωρηθεί λάθος επενδυτική κίνηση. Απλώς δεν αποτελεί την επιλογή εκείνη που θα εξασφαλίσει μετά βεβαιότητος μελλοντική υψηλή απόδοση και δεν αποτελεί πιο σίγουρη λύση από οποιαδήποτε άλλη επένδυση.

Για συλλέκτες που χρειάζονται δάνειο

Λύση σε όσους θέλουν να αποκτήσουν ένα έργο τέχνης, αλλά δεν έχουν άμεσα διαθέσιμο το ποσό δίνει η αυστραλιανή νεοφυής (start up) εταιρεία Art Money ήδη από το 2016. Από την εβδομάδα που διανύουμε όμως ξεκίνησε τη συνεργασία της με τον οίκο Christie’s προσφέροντας δάνεια με ελάχιστες διαδικασίες έγκρισης. Οι υποψήφιοι αγοραστές από τους Christie’s που θέλουν να πάρουν δάνειο θα πρέπει να λάβουν προέγκριση κάνοντας αίτηση απευθείας στην Art Money, ζητώντας συγκεκριμένο ποσό και αφού περάσουν από έναν «ήπιο πιστωτικό έλεγχο», σύμφωνα με τον ιδρυτή της start up, Πολ Μπέκερ. Εφόσον ο αιτών πλειοδοτήσει θα προσκομίσει ηλεκτρονικά τα τιμολόγια των Christie’s στη διαδικτυακή πλατφόρμα του Art Money και εν συνεχεία θα μπορέσει να αποπληρώσει το έργο σε δέκα μηνιαίες ισόποσες δόσεις. Το κόστος για τη χρήση της υπηρεσίας θα μοιραστεί στο διάστημα των δέκα μηνών και μπορεί να φτάσει ως το 10% του ποσού που αναγράφεται στο τιμολόγιο. Εκτός όμως από το έντοκο δάνειο που αφορά την αγορά έργων από δημοπρασίες, στην ίδια πλατφόρμα δίνεται η δυνατότητα άτοκων δανείων δεκάμηνης επίσης διάρκειας για αγορά έργων από 2.000 γκαλερί. Ανάμεσά τους και δύο αθηναϊκές: The Breeder και Dio Horia.

Το πορτρέτο που δεν άρεσε στον Τσόρτσιλ

«Πώς θα με ζωγραφίσεις; Ως χερουβείμ ή ως μπουλντόγκ;» ρώτησε ο Ουίνστον Τσόρτσιλ τον καλλιτέχνη Γκράχαμ Σάδερλαντ πριν ξεκινήσει ο δεύτερος να φιλοτεχνεί το πορτρέτο του πρώτου μετά από ανάθεση του κοινοβουλίου επί τη ευκαιρία των 80ών γενεθλίων του. «Εξαρτάται εξ ολοκλήρου από το τι μου δείχνετε, κύριε» απάντησε ο Σάδερλαντ. Οπως αποδεικνύεται, το μπουλντόγκ φαίνεται να κυριάρχησε στο πορτρέτο του 1954, το οποίο και έκαψε ο αδελφός της γραμματέως του Τσόρτσιλ, μερικά χρόνια αργότερα. Μια μελέτη για το τελικό έργο, το οποίο ο Τσόρτσιλ περιέγραψε ως «βρώμικο και κακόηθες» και του οποίου η καταστροφή αποτυπώθηκε στην τηλεοπτική σειρά «Το Στέμμα» πρόκειται να δημοπρατηθεί από τον οίκο Sotheby’s με αφορμή τη συμπλήρωση 150 ετών από τη γέννηση του βρετανού πολιτικού. Η σπουδή της κατεστραμμένης ελαιογραφίας δωρίστηκε από τον Σάδερλαντ σε έναν κορυφαίο κορνιζοποιό της εποχής, ο οποίος με τη σειρά του το έδωσε στον σημερινό ιδιοκτήτη. Η δημοπρασία έχει οριστεί για τις 6 Ιουνίου και η τιμή εκτίμησης κυμαίνεται μεταξύ 623.000 και 996.000 δολαρίων.