Μια καινούργια μετάφραση του Κόρμακ ΜακΚάρθι λειτουργεί σαν διπλή υπενθύμιση. Πρώτον, για την ίδια την περιπέτεια του μοναχικού μεταφραστή, που ανανεώνει το ενδιαφέρον για ένα από τα επικά, «βίαια» (αλλά πρέπει να επανέλθουμε σε αυτόν τον χαρακτηρισμό) και αδιαπραγμάτευτα πορτρέτα της Αμερικής. Ο «Αιματοβαμμένος μεσημβρινός» του Γιώργου Κυριαζή, λοιπόν, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδ. Gutenberg, ακολουθεί τον «Ματοβαμμένο μεσημβρινό» του Σπήλιου Μενούνου (εκδ. Ζαχαρόπουλος, 1992) και τον «Ματωμένο μεσημβρινό» του Αύγουστου Κορτώ (Καστανιώτης, 2011).

Πίσω από την επιλογή κάθε τίτλου κρύβονται προφανώς οι διαφορετικές λύσεις και το ύφος που επέβαλαν οι τρεις μεταφραστές για τη γραμμή που σηματοδοτεί την προέλαση των Αμερικανών προς τα δυτικά της ηπείρου τους: έναν μεσημβρινό που φέρνει χάος σε οτιδήποτε αγγίζει.  Δεύτερον και σημαντικότερο, περίπου έναν χρόνο μετά τον θάνατο του συγγραφέα – ο ΜακΚάρθι πέθανε στις 13 Ιουνίου 2023 – η νέα μετάφραση επανασυστήνει το αμερικανικό χρονογράφημα της βίας.

Το Παιδί, ο Δικαστής και η συμμορία των αιμοσταγών κεφαλοκυνηγών περιπλανιούνται στο Τέξας του 1850 με τις κραυγές του θανάτου να αντηχούν στο αποξηραμένο τοπίο. Ο ΜακΚάρθι γράφει μια δική του «Βίβλο» – το λογοτεχνικό ύφος προσομοιάζει σε μια «ιερή γραφή» – αδειάζοντας τον κόσμο από ηθικά προστάγματα και πνευματικό περιεχόμενο. Η βία απλώς υπάρχει και η Αμερική ανακαλύπτει τα καταγωγικά εγκλήματα μέσα στο χώμα. «Η Βίβλος όντως θεωρεί κακό τον πόλεμο… όμως έχει πολλές ιστορίες μέσα για πολέμους κι αίματα. Δεν έχει σημασία τι πιστεύουν οι άνθρωποι για τον πόλεμο, είπε ο δικαστής. Ο πόλεμος είναι αιώνιος. Είναι σαν να ρωτάς τους ανθρώπους τι πιστεύουν για την πέτρα» (Γ. Κυριαζής, αν και οι υπογραμμίσεις είχαν γίνει στην έκδοση του «Ζαχαρόπουλου»).

Ο ΜακΚάρθι κινείται στη μεγάλη γραμμή που διαπερνά την ομηρική αφήγηση, τη βιβλική ανθρωπολογία, τον Μίλτον και, φυσικά, τον Σαίξπηρ. Οπου ο Μάκβεθ βλέπει «ένα παραμύθι που διηγείται ένας τρελός, όλο βουή και αντάρα», ο Δικαστής βλέπει τσιρκολάνικα κόλπα: «Η αλήθεια για τον κόσμο είναι ότι τα πάντα είναι πιθανά… Θα τον βλέπατε όπως είναι, δηλαδή ένα ταχυδακτυλουργικό κόλπο σε μια παρουσίαση κάποιου πλανόδιου τσιρκολάνου, ένα εμπύρετο όνειρο, μια έκσταση γεμάτη χίμαιρες ασύγκριτες και πρωτοφανείς, ένα περιπλανώμενο τσίρκο, ένας νομαδικός θίασος που ο τελικός του προορισμός μετά από πάμπολλες στάσεις σε πάμπολλους λασπωμένους αγρούς είναι ακατονόμαστος και ανυπολόγιστα ολέθριος».

Η  αγωνία της γραφής

Την ίδια στιγμή που ο συγγραφέας αντλεί από μια παράδοση, αναμετριέται με τον αναγνώστη ως αυθύπαρκτη φωνή τραβώντας τις δικές του γραμμές στο χάος. Και αυτός είναι ένας ακόμη πλούτος μέσα στο μυθιστόρημα, όπου ο ΜακΚάρθι κρύβει επιμελώς τη δική του αγωνία γραφής – εξ ονόματος όλων των συγγραφέων στους οποίους βιαζόμαστε να κολλήσουμε τη ρετσινιά της μίμησης. «Οποια κι αν ήταν τα προηγούμενα γεγονότα στη ζωή του, ο ίδιος ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό από το άθροισμά τους, και δεν υπήρχε κάποιο σύστημα με το οποίο να μπορείς να πας προς τα πίσω και να εξιχνιάσεις την προέλευσή του, γιατί ο ίδιος πρόβαλλε αντίσταση. Οποιος επιχειρούσε να διερευνήσει την ιστορία του διαβάζοντας σπλάχνα ή λογιστικά βιβλία, έμενε τελικά στο σκοτάδι…».

Ο ίδιος ο «Μεσημβρινός» άλλωστε αντιστέκεται στη μονόπαντη ανάγνωση. Ο άνθρωπος, ναι, είναι το αγριότερο απ’ όλα τα πλάσματα που εμφανίζονται στο μυθιστόρημα, αλλά ο ίδιος ο Δικαστής διαβλέπει στην καρδιά του Παιδιού την αντίσταση στη βία: «Δεν είσαι δολοφόνος. Ούτε και τυφλό όργανο κανενός. Υπάρχει μια ατέλεια στο υφαντό της καρδιάς σου. Λες να μην το είχα καταλάβει; Μόνο εσύ ήσουν απείθαρχος. Μόνο εσύ διατηρούσες μέσα στην ψυχή σου μια γωνιά επιείκειας για τους βαρβάρους».

Στο τέλος ο αμοραλιστής Δικαστής στέκει σαν προτύπωση του καλλιτέχνη, πέραν του Καλού και του Κακού, ζώντας για πάντα στη φαντασία των αναγνωστών («Ποτέ δεν κοιμάται. Λέει ότι ποτέ δεν θα πεθάνει… Χορεύει στο φως και στη σκιά και είναι αγαπητός σε όλους»). Ο ίδιος ο ΜακΚάρθι έχει αφήσει ήδη χνάρια σε αυτή τη φαντασία φτιαγμένα από το πιο πυκνό και ταυτόχρονα ποιητικό ύφος: «Την επόμενη μέρα διέσχισαν τον ξερότοπο πεζοί, οδηγώντας τα άλογα πάνω σε μια λεκάνη λίμνης από λάβα, γεμάτη ρωγμές και μαυροκόκκινη σαν πιάτο με ξεραμένο αίμα, περνώντας με προσοχή μέσ’ από κείνο τον ερημότοπο από σκούρο κεχριμπαρένιο γυαλί σαν τ’ απομεινάρια κάποιας σκοτεινής λεγεώνας που ξεπρόβαλλε από μια καταραμένη γη, κουβαλώντας το μικρό κάρο πάνω από τα ρήγματα και τις προεξοχές, με τον ηλίθιο κρατημένο σφιχτά από τα κάγκελα να φωνάζει βραχνά προς τον ήλιο σαν αλλόκοτος ατίθασος θεός που τον έχουν κλέψει από κάποια φυλή απολίτιστων».