Η νέα κυβέρνηση της Πολωνίας βρίσκεται, από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε τα καθήκοντά της, σε διαρκή σύγκρουση με τους προκατόχους της. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει ένα ζήτημα στο οποίο δείχνουν να ταυτίζονται σχεδόν απόλυτα, διασφαλίζοντας και τη συνέχεια στην πολιτική που ακολουθείται γύρω από αυτό: η ρωσική απειλή.

Δεν είναι τυχαίο ότι πρόσφατα ο πρόεδρος και ο πρωθυπουργός της χώρας – ο προερχόμενος από το εθνικιστικό PiS Αντρέι Ντούντα και ο φιλοευρωπαίος Ντόναλντ Τουσκ, αντιστοίχως – αποφάσισαν να επισκεφθούν μαζί στον Λευκό Οίκο τον Τζο Μπάιντεν, στις 13 Μαρτίου, μεταφέροντας τη δέσμευση της Βαρσοβίας ότι, παρά την πολιτική αλλαγή, θα συνεχίσει να αποτελεί έναν πιστό και αξιόπιστο σύμμαχο των Ηνωμένων Πολιτειών. Ο Ντούντα, επίσης, έχει συγκαλέσει τρεις φορές το συμβούλιο εθνικής ασφαλείας αφότου ανέλαβε καθήκοντα η κυβέρνηση Τουσκ – ο οποίος, από την πλευρά του, ουδεμία στιγμή αμφισβήτησε τις εξαιρετικά υψηλές στρατιωτικές δαπάνες των προκατόχων του, που πλησιάζουν στο 4% του ΑΕΠ και κατατάσσουν την Πολωνία πρώτη ανάμεσα στα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ.

Τα ενδεχόμενα

Τουσκ και Ντούντα συμφωνούν και στην εκτίμηση ότι υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο η Ρωσία να εξαπολύσει επίθεση κατά της Πολωνίας ή άλλου κράτους-μέλους της Συμμαχίας εντός των επόμενων ετών, όπως και στην ανάγκη η χώρα τους να θωρακιστεί περαιτέρω. Μόλις το περασμένο Σάββατο, εξάλλου, ο υπουργός Αμυνας αναγκάστηκε να διαβεβαιώσει πως ένας ρωσικός πύραυλος ο οποίος είχε παραβιάσει τον πολωνικό εναέριο χώρο για 39 δευτερόλεπτα βρισκόταν υπό διαρκή παρακολούθηση και θα καταρριπτόταν εάν υπήρχε εκτίμηση ότι ο στόχος του βρισκόταν εντός της χώρας.

Σε αυτό το πλαίσιο, μάλιστα, η νυν κυβέρνηση προωθεί, χωρίς αντιστάσεις από την αντιπολίτευση, μια σειρά μέτρων: την ενίσχυση των υπαρχόντων καταφυγίων και την κατασκευή νέων, τόσο δημόσιων όσο και σε κάθε κτίριο που θα κατασκευάζεται εφεξής, τα οποία θα είναι σε θέση να υποδεχθούν σχεδόν το ένα τρίτο των πολιτών. Παράλληλα, ο Τουσκ εμφανίζεται αποφασισμένος να συνεχίσει και να υλοποιήσει ένα σχέδιο που είχε εξαγγείλει ο ιδρυτής του PiS, Γιάροσλαβ Κατσίνσκι, για τη δημιουργία ενός σώματος εθελοντών εθνοφρουρών, με 30.000 μέλη, που θα έχουν εκπαιδευτεί ώστε να συνδράμουν αποφασιστικά τον τακτικό στρατό σε περίπτωση επίθεσης, ειδικά τις πρώτες κρίσιμες ώρες και μέρες.

Στη Φινλανδία

Η αλήθεια, βεβαίως, είναι ότι το «πολεμικό κλίμα» έχει αρχίσει να κυριαρχεί, εκτός της Πολωνίας, σε μια σειρά χώρες της Βόρειας Ευρώπης, που είναι μέλη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Ανάμεσά τους και η Φινλανδία, που εντάχθηκε πρόσφατα στη Συμμαχία εγκαταλείποντας την ουδετερότητά της, η κυβέρνηση της οποίας ετοιμάζει πυρετωδώς νέο νομοθετικό πλαίσιο που θα διέπει τα μήκους 1.340 χιλιομέτρων χερσαία σύνορά της με τη Ρωσία, που θα δίνει πρακτικά τη δυνατότητα στις Αρχές να τα «σφραγίζουν» ανά πάσα στιγμή.

Η αιτία είναι ότι, όπως σημειώνουν στο Ελσίνκι, εκτιμούν πως η Μόσχα δεν αποκλείεται να επιχειρήσει να εργαλειοποιήσει τις ροές προσφύγων, προκειμένου να ασκήσει πίεση στη Φινλανδία και συνολικά την Ευρώπη. Φέρνουν μάλιστα ως απόδειξη το γεγονός ότι στο τελευταίο πεντάμηνο του 2023 πέρασαν στο έδαφος της χώρας από τη Ρωσία 1.300 άνθρωποι που αιτούνταν άσυλο, αριθμός μεγαλύτερος κατά οκτώ και πλέον φορές σε σύγκριση με τον μέσο όρο των πολλών τελευταίων ετών.

Στις βαλτικές χώρες

Συναγερμός έχει σημάνει προ πολλού όμως και στις βαλτικές χώρες. Μάλιστα, οι πρόεδροι της Λετονίας και της Εσθονίας, μιλώντας στους «Financial Times», κάλεσαν τους ευρωπαίους εταίρους τους να προετοιμαστούν εντατικά για το ενδεχόμενο μιας πολεμικής σύγκρουσης με τη Ρωσία, αυξάνοντας τις στρατιωτικές δαπάνες στα επίπεδα του Ψυχρού Πολέμου και επαναφέροντας σε ισχύ την υποχρεωτική θητεία στις ένοπλες δυνάμεις.