Στις αρχές Απριλίου θα επισκεφθεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης την Ουάσιγκτον όπως ανακοίνωσε ο αμερικανός πρέσβης Τζορτζ Τσούνης. Το ταξίδι εντάσσεται πλέον στο πλαίσιο του επίσημου ετήσιου εορτασμού στον Λευκό Οίκο για την 25η Μαρτίου. Δεν μπορεί όμως να έχει απλώς τον πάγιο τυπικό εορταστικό χαρακτήρα της περίστασης, καθώς πραγματοποιείται εξ αναβολής και μάλιστα σε πολύ πιο λεπτή στιγμή από εκείνη που είχε αρχικά προγραμματιστεί τον περασμένο Ιανουάριο μα είχε αναβληθεί λόγω της γρίπης, τότε, του Πρωθυπουργού. Και αυτό επειδή από τότε μέχρι τώρα έχουν αλλάξει πολλά στα ελληνοτουρκικά, με τις μεταβολές, που ενισχύουν ουσιωδώς την Τουρκία, να περνούν από την Ουάσιγκτον. Και να δείχνουν πόσο προβληματικός είναι ο όρος «ελληνοτουρκικά» για την κατανόηση των εξελίξεων μεταξύ των δύο κρατών.

Ο όρος, που η χρήση του είναι καθολική, είναι τυπικά ορθός. Ομως, επί της ουσίας, δεν είναι απλώς λανθασμένος, μα και βαθιά παραπλανητικός. Οχι απλώς δεν αποδίδει την πραγματικότητα, αλλά τη διαστρεβλώνει. Και αυτό επειδή ουδέποτε οι διμερείς σχέσεις των δύο κρατών υπήρξαν αληθινά αποκλειστικά διμερείς. Πάντοτε οι μεγάλες δυνάμεις, με τη μία ή την άλλη μορφή, στόχευση και σύνθεση, διαδραμάτιζαν κεντρικό ρόλο στις σχέσεις των δύο κρατών. Συχνά πιο κεντρικό και από αυτά τα ίδια. Τόσο, που ακόμα και όταν αποσύρονταν από το προσκήνιο, ακόμα και αυτό ήταν παρέμβαση: δεν γινόταν όπως ακούγεται, αλλά για να εξυπηρετήσουν το ένα από τα δύο μέρη, ανάλογα με την επικρατούσα ισορροπία της περιόδου. Και όλα αυτά πηγαίνουν έτσι ήδη πριν από την Επανάσταση του 1821: τα μοιραία ρωσικής σχεδίασης Ορλοφικά μπορούν να θεωρηθούν η αφετηρία αυτής της συνθήκης που δεν υποχώρησε ποτέ μέχρι και σήμερα.  Σήμερα, λοιπόν, βρισκόμαστε, κάπως ξαφνικά μάλιστα, σε μία συγκυρία πολύ διαφορετική από εκείνη που επικρατούσε μέχρι και τον Ιανουάριο. Η διαφορά έγκειται στην προφανή ολική επιστροφή της αμερικανικής πολιτικής στο παλιό ψυχροπολεμικό της δόγμα που θα μπορούσε να έχει τίτλο: «την Τουρκία και τα μάτια μας». Στροφή που, ασφαλώς, κάθε άλλο παρά άνευ σημασίας είναι για την Ελλάδα, ειδικά αυτή την ώρα στην οποία βρίσκεται σε εξέλιξη ο πιο συστηματικός, διαρκής, πιθανότατα πιο προχωρημένος και, βέβαια, ο πιο μυστικός διάλογος μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας που έγινε ποτέ. Διάλογος που εφόσον εντάσσεται στη σφαίρα αυτής της στροφής, κάτι που εκ των πραγμάτων δεν μπορεί παρά να συμβαίνει, θα περιπλέξει την κατάσταση ακόμη περισσότερο.

Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι η τελευταία εξέλιξη ως προς το θέμα, αυτή την εβδομάδα, αγνόησε πλήρως τις προκλήσεις της Αγκυρας που μεσολάβησαν το προηγούμενο διάστημα, λειτουργώντας σαν να μην είχε συμβεί το παραμικρό: «Οι δύο πλευρές επανέλαβαν την κοινή τους δέσμευση να αξιοποιήσουν την υπάρχουσα θετική ατμόσφαιρα, σύμφωνα με τη Διακήρυξη των Αθηνών που υπεγράφη τον περασμένο Δεκέμβριο από τους ηγέτες των δύο χωρών. Αξιολόγησαν τις προετοιμασίες για την επικείμενη επίσκεψη του Πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη στην Τουρκία, τον Μάιο […] καλύπτοντας όλες τις πτυχές της διμερούς σχέσης»: αυτά αναφέρονται στο κοινό ανακοινωθέν των δύο υφυπουργών Εξωτερικών της Ελλάδας Αλεξάνδρας Παπαδοπούλου και της Τουρκίας Μπουράκ Ακτσαπάρ μετά τη δίωρη συνάντησή τους τη Δευτέρα στην Αγκυρα. Αρα, όλα καλά: κατά την κυβέρνηση η Διακήρυξη των Αθηνών δικαιώνεται πλήρως. Είμαστε μία ωραία ατμόσφαιρα – σε ένα παράλληλο σύμπαν.

Με αυτά τα δεδομένα θα γίνει το ταξίδι του Μητσοτάκη «στο κέντρο της γης». Που ως άλλος «καθηγητής Λίντενμπροκ», από την πρώτη έκδοση του διάσημου έργου του Ιουλίου Βερν, έχει πολύ παράξενη και επικίνδυνη διαδρομή μπροστά του, όπου τίποτα δεν είναι δεδομένο και που ουδείς γνωρίζει με βεβαιότητα πού πρόκειται τελικά να τον βγάλει. Μα αν ούτε αυτό το ταξίδι αποφέρει κάτι που να ισορροπεί κάπως τη δυσμενή τριμερή «ελληνοτουρκική» νέα ισορροπία, οι οιωνοί θα καταστούν πλέον πολύ σκοτεινοί.