Πριν από τέσσερα χρόνια, όταν ο Σταμάτης Φασουλής είχε γράψει και σκηνοθετήσει στη σκηνή του Παλλάς τη ζωή του Αριστοτέλη Ωνάση, ερμηνεύοντας ο ίδιος τον ρόλο του έλληνα μεγιστάνα, μου είχε πει σε συνέντευξη στα «ΝΕΑ» ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν, κατά κάποιον τρόπο, ο επινοητής, ο πρόδρομος του Instagram. Φρόντιζε ώστε η ζωή του – τουλάχιστον η, κατά τον Μάρκες, δημόσια – να αποτυπώνεται στον φακό. Οταν γλεντούσε, χόρευε, μπαινόβγαινε στο σκάφος του, χαλάρωνε στο κατάστρωμά του παρέα με τους διάσημους καλεσμένους του, ένας φωτογράφος ήταν πάντα εκεί. Γι’ αυτό και μπορούσε να ισχυριστεί ότι «…υπάρχουν πολύ πιο πλούσιοι από εμένα αλλά δεν ζούσαν τόσο ωραία όσο εγώ».

Σήμερα συμπληρώνονται σαράντα εννέα χρόνια από την ημέρα που ο Ωνάσης, σε ηλικία 69 ετών, έκλεισε για πάντα τα μάτια του, τα οποία, ούτως ή άλλως, δεν μπορούσε πλέον, λόγω μυασθένειας, να κρατήσει ανοιχτά. Αδοξο τέλος για έναν άνθρωπο που τα θέλησε όλα και απέκτησε τα πάντα. Ή, έστω, όλα όσα επιθυμούσε, τα μεγάλα αλλά και τα μικρά. Ικανοποίησε τις φιλοδοξίες αλλά και τις ματαιοδοξίες του. Ενίοτε και τα δύο με μία κίνηση. Οπως ο όρος που έβαλε στο συμβόλαιο γάμου με την Τζάκι και ο οποίος έλεγε ότι ακόμη και αν εκείνη ξαναπαντρευόταν, στον τάφο της θα έγραφε «Τζάκι Κένεντι – Ωνάση». Για να υπάρχει πάντα το όνομά του δίπλα σε αυτό του Κένεντι.

Πενήντα, σχεδόν, χρόνια μετά τον θάνατό του ο Ωνάσης, πέραν του μύθου του, εξακολουθεί να είναι ένα είδος ροκ σταρ. Ο μόνος επιχειρηματίας ροκ σταρ στην Ελλάδα. Διόλου τυχαίο. Το όνομά του άρχισε να γίνεται γνωστό σε αυτό που λέμε «ευρύ κοινό» από τη δεκαετία του 1950, δηλαδή σε μια εποχή που η χώρα έπρεπε, πάση θυσία, να ορθοποδήσει. Να επουλώσει τις πληγές του πολέμου, της Κατοχής, του Εμφυλίου. Να πετάξει τα κουρέλια της, να ντυθεί έστω με ένα τσίτι. Να τα καταφέρει, να «την κάνει». Οι χαμοκέλες να γίνουν κανονικά σπίτια, ακόμη και πολυκατοικίες, οι χωματόδρομοι άσφαλτος. Και ο «Σμυρνιός» – όπως με άλλο τρόπο και η Βουγιουκλάκη – ενσάρκωνε την επίτευξη αυτού του ονείρου. Υπερμεγεθυσμένου μάλιστα.

Φρόντισε άλλωστε και ο ίδιος να συνδέσει άρρηκτα το όνομά του με τη «νέα Ελλάδα». Ηταν αυτός που την έκανε να «απογειωθεί». Κυριολεκτικά. Η Ολυμπιακή, μέχρι τέλους, ήταν του Ωνάση. Το όνομά του συνδέθηκε με την έξοδο της χώρας από την εθνική της εσωστρέφεια. Να της δώσει ένα χρώμα κοσμοπολιτισμού, έστω κι αν, συχνά πυκνά, μπάταρε προς το τουρκομπαρόκ.

Αν ζούσε σήμερα

Με τα σημερινά δεδομένα, ο Ωνάσης ήταν κόντρα σε όλα τα σύγχρονα κοινωνικά πρότυπα. Σεξιστής αφού θεωρούσε ότι οι γυναίκες υπάρχουν ως «ανταμοιβή», για να ομορφαίνουν τον κόσμο και να «ζεσταίνουν» το κρεβάτι – «αν δεν υπήρχαν οι γυναίκες, όλα τα λεφτά του κόσμου δεν θα είχαν σημασία», έλεγε. Μπρουτάλ στη συμπεριφορά του, αδιάφορος, σχεδόν κακοποιητικός με τα παιδιά του.

Και όμως, ο μύθος του και ο συμβολισμός του είναι ακόμη ζωντανοί. Για πολλούς λόγους. Βασικότερος όλων το ότι συγκέντρωνε πολλά από τα εθνικά μας χαρακτηριστικά. Ακόμη και στην εμφάνιση. Αλλά, κυρίως, στις αντιθέσεις του. Αυταρχικός που μπορούσε όμως να γίνει και τρυφερός, εκρηκτικός αλλά συγχρόνως ικανός να διατηρήσει, όποτε χρειαζόταν, την ψυχραιμία και την αυτοκυριαρχία του, ερωτικός αλλά και αδιάφορος, σκληρός αλλά και δοτικός. Και με μία άποψη που, αν και διατυπώθηκε στη δεκαετία του 1960, μοιάζει να φωτογραφίζει τον σύγχρονο σοσιαλμιντιακό Ελληνα: «Για να είσαι πετυχημένος, φρόντισε να φαίνεσαι μαυρισμένος, μείνε σε ένα εντυπωσιακό κτίριο ακόμη και αν μένεις στο κελάρι, σύχναζε σε καλά εστιατόρια ακόμη κι αν πίνεις ένα μόνο ποτό. Και αν δανειστείς, δανείσου πολλά».

Το πιο βασικό όμως ήταν πως ο Ωνάσης «τράκαρε» με αυτό που σε εμάς τους Ελληνες αρέσει να λέμε μοίρα. Ή νέμεση. Ενα είδος τιμωρίας απέναντι στην ύβριν τού «τα θέλω όλα». Ενας άνθρωπος που τα αποκτά όλα, που τον έχουμε δει να καλπάζει στην άνοδο αλλά και να καταρρέει στην κάθοδό του, ένας πατέρας που δεν μπόρεσε να διαχειριστεί τον θάνατο του γιου του περισσότερο από δύο χρόνια, δεν μπορεί παρά να παραμένει θρύλος.