Χθες ο Ολυμπιακός έγινε 99 ετών. Ενας «υπέργηρος» που μας κρατάει νέους. Ή μάλλον διατηρεί αναμμένη εκείνη τη φλογίτσα της καλοκρυμμένης εφηβείας. Μόνο στα γήπεδα ή μπροστά από την τηλεόραση όταν παίζει η ομάδα τους (η όποια ομάδα τους) έχω δει ανθρώπους, που στην κοινωνική ή επαγγελματική τους ζωή είναι «βαριά» και συγκρατημένα άτομα, να συμπεριφέρονται σαν παιδιά. Να παρεκτρέπονται, να φωνάζουν, να βρίζουν. Ακόμη και μόνο γι’ αυτήν την πολύτιμη απασφάλιση, αυτήν την απαραίτητη εκτόνωση, αξίζει να διατηρούμε τον ενθουσιασμό και τον δεσμό με την ομάδα μας.

Για εμένα, η ιστορία του 99χρονου Ολυμπιακού είναι συναρπαστική – όπως συναρπαστική φαντάζομαι ότι είναι για τους φιλάθλους της η ιστορία κάθε ομάδας. Αναρωτιέμαι, για παράδειγμα, εκείνο το βράδυ, στην ταβέρνα του Μοίρα, ποια ονόματα έπεσαν στο τραπέζι πριν επικρατήσει το «Ολυμπιακός» που είχε προτείνει ο Νότης Καμπέρος, ο πρώτος αντιπρόεδρος. Και στο οποίο ο Μιχάλης Μανούσκος, ο πρώτος πρόεδρος, πρόσθεσε το «Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς». Ποια χρώματα είχαν προταθεί από τα 33 ιδρυτικά μέλη έως να καταλήξουν στο κόκκινο και το άσπρο που ήταν ιδέα του Γιάννη Ανδριανόπουλου, ο οποίος σχεδίασε και την πρώτη φανέλα.

Κι αυτοί οι Ανδριανόπουλοι… Από τα οκτώ αγόρια της οικογένειας, τα πέντε – ο Γιάννης, ο Γιώργος, ο Ντίνος, ο Βασίλης και ο Λεωνίδας – παίκτες του Ολυμπιακού. Ο «δάσκαλος», ο «ποδάρας», ο «μπουλούκος», ο «κελεμές» και ο «στραβοσουγιάς» όπως ήταν, αντίστοιχα, τα παρατσούκλια τους. Αυτοί ήταν που έκαναν το άνοιγμα στην κοινωνία του Πειραιά και μπόλιασαν τους Πειραιώτες με το πάθος για την ομάδα τους. Γιατί ο Ολυμπιακός ήταν από την αρχή μια ομάδα με και για τον λαό.

Βασικό κομμάτι της ιστορίας, της «ψυχής» του λιμανιού και των ανθρώπων του. Στην Κατοχή, πολλοί παίκτες έλαβαν μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Ο Μιχάλης Αναματερός σκοτώθηκε στη μάχη των Εξαρχείων. Ο Νίκος Γόδας – από τους κορυφαίους παίκτες εκείνης της εποχής – είχε έντονη αντιστασιακή δράση, έλαβε μέρος στην ιστορική Μάχη της Ηλεκτρικής στο Κερατσίνι και εκτελέστηκε το 1948 στην Κέρκυρα, αρνούμενος να υπογράψει δήλωση μετάνοιας για τα αριστερά πολιτικά φρονήματά του. Η τελευταία του επιθυμία ήταν να σταθεί απέναντι από το εκτελεστικό απόσπασμα φορώντας τη στολή του Ολυμπιακού. Και τα τελευταία λόγια του: «Να μου ρίξετε και να με δολοφονήσετε με τη φανέλα του Ολυμπιακού. Και να μη μου δέσετε τα μάτια για να βλέπω τα χρώματα της ομάδας μου πριν από τη χαριστική βολή».

Ο δικός μου Ολυμπιακός

Για εμένα ωστόσο – κι ας μου επιτραπεί η προσωπική αναφορά – ο Ολυμπιακός δεν είναι μόνο η παλιά και πρόσφατη ιστορία του, οι επιτυχίες και τα ρεκόρ του. Είναι ένα κεφάλαιο που οι ρίζες του φτάνουν στην παιδική μου ηλικία και τα καλοκαίρια στη Σύρο. Το κομμάτι μιας τοιχογραφίας, μαζί με τις τηγανητές πατάτες της γιαγιάς μου, τη γεύση της βυσσινάδας, τα καπάκια της ΦΙΞ που μαζεύαμε, τις ιστορίες που είχαν στην πίσω πλευρά οι ετικέτες της χλωρίνης, τα «χαρτάκια» με τους ποδοσφαιριστές που ανταλλάσσαμε στα κρυφά. Είναι η πρώτη μου προσπάθεια να ενταχθώ κάπου, να αποκτήσω μια «ταυτότητα», το πρώτο βήμα μου στον κόσμο των αγοριών. Είναι ο θρύλος της νίκης στον αγώνα με τη Σάντος του Πελέ που ήταν ακόμη ζωντανός, οι κατεβασμένες κάλτσες του Γιούτσου, οι πορτοκαλάδες μέσα στα πλαστικά «πορτοκαλάκια» που πουλούσαν στο γήπεδο.

Είναι η φανέλα του Μίλτου στη «Στέλλα», το πώς τραγουδάει, στο «Ποτέ την Κυριακή», η Μελίνα «Τα παιδιά του Πειραιά» «συνομιλώντας» με τη φωτογραφία της ομάδας, η «νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι» έτσι όπως την περιγράφει ο Χαριτόπουλος στο ομότιτλο διήγημά του. Είναι το «ΦΩΣ» κρυμμένο στη σχολική τσάντα, η περηφάνια διότι η ομάδα μας ήταν αντιχουντική, το «Φέρτε μας τον Αγιαξ» μετά το Γουέμπλεϊ, το «Στην μπάντα, στην μπάντα, έρχεται ο Λοσάντα», το «Πάρε ό,τι θέλεις, παλιατζή, Ραμόν, Δομάζο και Καψή» και άλλα συνθήματα που δεν γράφονται.

Ο Μάρκες έλεγε ότι έχουμε τρεις ζωές, τη δημόσια, την ιδιωτική και την κρυφή. Ισως έχουμε και μία άλλη, μικρή και φυλαγμένη καλά σε μια «τσεπούλα» στο μέρος της καρδιάς. Στη δική μου αυτή «τσεπούλα» μάλλον υπάρχει ακόμη ένα «χαρτάκι» με τον Γιούτσο.