«Θέλω να διατυπώσω τρία ερωτήματα προς τους αγρότες που κινητοποιούνται.

Το πρώτο είναι: Τα παιδιά σας και τα εγγόνια σας θα μπορέσουν να αφοσιωθούν στη γεωργία αν τους αφήσετε ως κληρονομιά μια γη χωρίς σκουλήκια, γεμάτη αντιβιοτικά και φυτοφάρμακα, ελάχιστα γόνιμη, με πολύ λίγα βακτήρια που να μπορούν να συνεργαστούν με τις ρίζες των φυτών, χωρίς μέλισσες και έντομα ικανά για γονιμοποίηση; Νομίζω πως γνωρίζετε την απάντηση. Οχι, δεν θα μπορέσουν να ζήσουν από μια τέτοια γη.

Το δεύτερο ερώτημα δεν αφορά το αύριο, αλλά το σήμερα: Θα συνεχίσουν οι καταναλωτές των τροφίμων που πουλάτε να τα αγοράζουν αν έχουν αμφιβολίες για την ποιότητά τους;

Το τρίτο ερώτημα είναι: Με το κλίμα που ζούμε να έχει τρελαθεί, μπορεί να λειτουργήσει η γεωργία όπως γίνεται σήμερα;».

Ο άνθρωπος που θέτει τα ερωτήματα αυτά, μέσω της ισπανικής «El Pais», δεν είναι κάποιος από εκείνους τους κακώς εννοούμενους οικολόγους που αρέσκονται να κουνάνε το δάχτυλο, αδιαφορώντας για τις οικονομικές επιπτώσεις των όσων αξιώνουν. Ο Βίκτορ Βινιουάλες είναι μεν σήμερα γενικός διευθυντής της περιβαλλοντικής οργάνωσης Erodes, όπως λέει όμως το DNA του είναι φορτωμένο με την κληρονομιά γενεών γεωργών και κτηνοτρόφων. Γεννήθηκε σε απόσταση επτά μέτρων από τις 12 αγελάδες που είχαν οι δικοί του. Οι γονείς του και οι θείοι του κέρδιζαν τα προς το ζην καλλιεργώντας τη γη και εκτρέφοντας ζώα. Μεγάλωσε ανάμεσα σε τρακτέρ και άροτρα.

Εχει λοιπόν μια ολοκληρωτική, συναισθηματική σχέση με τη γεωργική και κτηνοτροφική κουλτούρα. Και θεωρεί ότι οι αγρότες της Ευρώπης «έχουν δίκιο να διαμαρτύρονται για τη διαβολεμένη γραφειοκρατία, για τον αθέμιτο ανταγωνισμό από ορισμένα προϊόντα που εισάγονται χωρίς να τηρούν τους ίδιους κανόνες, για τις χαμηλές τιμές – σε γενικές γραμμές – των προϊόντων τους, για τις τρομερές οικονομικές ζημιές που έχουν υποστεί λόγω των ακραίων καιρικών φαινομένων, για την ανεπάρκεια της αγροτικής ασφάλισης, για τη μικρή βοήθεια που τους χορηγείται για να καινοτομούν…». Τον εκπλήσσουν όμως ορισμένες από τις διεκδικήσεις τους που στρέφονται κατά της οικολογίας. Γιατί κατά την άποψή του ο μεγάλος εχθρός της γεωργίας σήμερα είναι η κλιματική αλλαγή.

«Κανείς δεν γνωρίζει ακόμα», έγραφε παράλληλα προ ημερών η «Libération» σε πολυσέλιδο αφιέρωμά της, «πώς θα τελειώσει το κίνημα οργής των αγροτών. Αλλά ένα πράγμα είναι σίγουρο: δεν θα τελειώσει καλά αν η διέξοδος που τελικά βρεθεί καταλήγει σε μια οικολογική μειοδοσία. Γιατί η οικολογία είναι στην πραγματικότητα ο καλύτερος σύμμαχος των αγροτών στον αγώνα ενάντια στο ανεξέλεγκτο ελεύθερο εμπόριο που τους σπρώχνει στην αγκαλιά όλο και περισσότερων, και όλο και λιγότερο καλών, λιγότερο καλά αμειβόμενων και λιγότερο ποιοτικών προϊόντων».

Δεν είναι προφανώς τυχαίο, επισημαίνει η «Libé», που το κίνημα διαμαρτυρίας στη Γαλλία ξεκίνησε από μια περιοχή, την Οξιτανία, όπου οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής πλήττουν πολύ σκληρά τους αγρότες και τους αμπελουργούς. Λίγο καλύτερα να κοιτάξει κανείς, βλέπει πως κάτι αντίστοιχο συνέβη σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη όπου σημειώνονται αγροτικές κινητοποιήσεις. «Αυτή η κρίση είναι μια ευκαιρία που δεν πρέπει να χάσουμε» επιμένει η γαλλική εφημερίδα: «να θέσουμε τη γεωργία στο επίκεντρο της οικολογικής μετάβασης». Κι εντούτοις, πολλά από τα μέτρα κατευνασμού που έχει εισηγηθεί η Κομισιόν δείχνουν να κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Αν αυτή η κρίση είναι πράγματι «μια ευκαιρία», τότε μοιάζει να χάνεται κάτω από το βάρος πολιτικών και εκλογικών υπολογισμών – αυτού που οι «Financial Times» αποκαλούν «αγροτικός λαϊκισμός».

Κι όμως, τα πράγματα είναι (σχετικά) απλά. Οπως έλεγε και ο παππούς του Βίκτορ Βινιουάλες, ο Μαρθελίνο, απέναντι σε ένα αντίξοο κλίμα ο αγρότης δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Δεν έχει λοιπόν νόημα η ικανοποίηση των διεκδικήσεών του αν η κλιματική αλλαγή συνεχίσει να προκαλεί πρωτοφανείς ξηρασίες, αφόρητους καύσωνες, επανειλημμένες θύελλες… Οι κατεξοχήν ειδικοί, από την πλευρά τους, το έχουν πει ξεκάθαρα: χωρίς κοινωνική δικαιοσύνη και δημοκρατία, προειδοποιεί στην τελευταία της έκθεση η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή, οι στόχοι της οικολογικής μετάβασης είναι ανέφικτοι. Σύμφωνα με έρευνα που επικαλείται η «Libé», και η οποία αναμένεται να κυκλοφορήσει επισήμως σύντομα, ο αγροτικός κόσμος (της Γαλλίας αλλά δεν έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι δεν ισχύει το ίδιο για όλη την Ευρώπη) είναι στη μεγάλη πλειονότητά του έτοιμος να κάνει τη μετάβαση. Αφενός γιατί συνειδητοποιεί πως, αν το γεωργικό μοντέλο δεν εξελιχθεί, κινδυνεύει να πληγεί περαιτέρω από την άνοδο της θερμοκρασίας, τους κλιματικούς κινδύνους και την έλλειψη νερού. Αφετέρου γιατί έχει δει, το δίχως άλλο, τις έρευνες που δείχνουν ότι η εισαγωγή της λεγόμενης αγροοικολογίας, η οποία είναι απαραίτητη για την προστασία της βιοποικιλότητας και των υδάτινων πόρων και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, μπορεί να είναι συμβατή με ένα καλύτερο εισόδημα και μια καλύτερη ποιότητα ζωής για τους αγρότες.

Τα «αλλά» είναι όμως αρκετά. Το πρώτο είναι οι αντιφατικές εντολές της κοινωνίας και των πολιτικών αρχών, οι οποίες ζητούν από τους αγρότες να παράγουν περισσότερο, καλύτερα και φτηνότερα –ταυτόχρονα. Και το δεύτερο και βασικότερο, όπως σημειώνει ο Ματιέ Κουρζό, αγρότης και συμπρόεδρος της συλλογικότητας Nourrir, ότι «το μοντέλο γεωργικής μετάβασης που προωθείται δεν χρηματοδοτείται. Οι αγρότες δεν μπορούν να το σηκώσουν στους ώμους τους». Ο Πιερ-Μαρί Ομπέρ, διευθυντής του προγράμματος «Αγροτικές και διατροφικές πολιτικές» στο γαλλικό Ινστιτούτο για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη και τις Διεθνείς Σχέσεις (IDDRI), συμφωνεί: «Εκείνο που καθιστά την ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία δυσκολοχώνευτη, είναι ότι η Επιτροπή υποτίμησε την κλίμακα των οικονομικών προκλήσεων που συνδέονται με τους προτεινόμενους μετασχηματισμούς. Αυτό που βασικά λείπει από τους αγρότες είναι η κατεύθυνση και η σαφήνεια. Πρέπει να επαναφέρουμε την οικονομική πολυπλοκότητα στην οικολογική σκέψη».

Αρκετοί θεωρούν πως η Κομισιόν αρκέστηκε να θέσει στόχους, αφήνοντας τις δυνάμεις της αγοράς να κάνουν τα υπόλοιπα – με τα γνωστά αποτελέσματα. Δεν φρόντισε, για παράδειγμα, να υπάρξουν επαρκείς ποσότητες από άλλα, φιλικά προς το περιβάλλον σκευάσματα ώστε να αντικατασταθούν τα χημικά φυτοφάρμακα, και κατέληξε να κάνει μια θεαματική κωλοτούμπα, αναιρώντας την προτεινόμενη μείωση των τελευταίων. Ας σημειώνει στην «El Pais» ο Βίκτορ Βινιουάλες πως «έχει δει ολόκληρες γεωργικές οικονομίες να καταρρέουν επειδή αυξήθηκε η συχνότητα των ραντισμών».

Για να συνοψίσουμε: ένα διαφορετικό είδος γεωργίας, πιο βιώσιμο και ανθεκτικό, θα μπορούσε να είναι η απάντηση στην κοινωνική και οικονομική κακοδαιμονία του αγροτικού επαγγέλματος. Απαιτείται όμως οικονομική, συνδικαλιστική και πολιτική στήριξη. Ειδάλλως θα συνεχίσουμε να πορευόμαστε όλοι, μαζί με τους αγρότες, σε έναν δρόμο που οδηγεί στην καταστροφή.