Οι εικόνες από τις μεγαλύτερες πόλεις της Γερμανίας το περασμένο Σαββατοκύριακο ήταν πρωτοφανείς: σχεδόν ενάμισι εκατομμύριο πολίτες, πολλοί εκ των οποίων μπροστά στην Πύλη του Βρανδεμβούργου στο Βερολίνο, διαδήλωσαν κατά της ανόδου της Ακροδεξιάς.

Η κατάσταση στη Γερμανία δεν θυμίζει σε τίποτα τη Γερμανία που μάθαμε να αναγνωρίζουμε από το 1989 και μετά – το AfD, το κόμμα «Εναλλακτική για την Γερμανία», στελέχη του οποίου αποκαλύφθηκε πως συνομιλούσαν με αυστριακούς νεοναζί, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι μιας κοινωνίας σε αναβρασμό.

Δεν είναι το πρώτο δείγμα: οι οικονομικές επιδόσεις της Γερμανίας είναι οι χειρότερες ανάμεσα στις αναπτυγμένες χώρες, τα διεθνή μέσα προεξοφλούν πως το γερμανικό θαύμα έφτασε στο τέλος του και η κεντροαριστερή κυβέρνηση ετοιμάζεται να διαχειριστεί την ύφεση που ήδη της χτυπάει την πόρτα – την ώρα που δηλώσεις όπως αυτή της αρχηγού των συγκυβερνώντων Πρασίνων, που έδειξε άγνοια για το ύψος της γερμανικής σύνταξης, ενισχύουν τον θυμό που σιγοβράζει.

Λίγες μόλις μέρες πριν από τις διαδηλώσεις για την Ακροδεξιά, το Βερολίνο είχε γεμίσει τρακτέρ: οι αγρότες διέσχισαν τις κεντρικές οδικές αρτηρίες και έκαναν πορεία στην πρωτεύουσα, για να διαμαρτυρηθούν για την κατάργηση των φοροελαφρύνσεων σε αγροτικά οχήματα και πετρέλαιο κίνησης.

Η οικονομική κατάσταση επί της ουσίας βγάζει στην επιφάνεια και άλλου είδους ανισότητες – το φρένο που χρειάστηκε να μπει για το χρέος έφερε έναν σκληρό προϋπολογισμό και περικοπές που χτύπησαν κυρίως τους κατοίκους στα πιο φτωχά κρατίδια στο ανατολικό κομμάτι, συγκεκριμένες κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες.

Σε επίπεδο ποσοστών, το AfD βρίσκεται αυτή τη στιγμή δεύτερο στις δημοσκοπήσεις πίσω από τη συντηρητική αντιπολίτευση (CDU-CSU), αφήνοντας τρίτους τους κυβερνώντες σοσιαλδημοκράτες του SPD και ακόμα πιο πίσω τους Πράσινους.

Ο κίνδυνος είναι παραπάνω από υπαρκτός: σε κρατίδια όπως η Σαξονία, όπου επίκεινται εκλογές τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, η Ακροδεξιά έρχεται πρώτη στις δημοσκοπήσεις – και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με σιγουριά πόσοι θα είναι οι βουλευτές που θα στείλει το AfD στην Ευρωβουλή.

Η πρόγνωση δεν είναι καλή, Μπορεί η Γερμανία να δείχνει τον δρόμο για την επόμενη μέρα στην Ευρώπη; Το μόνο βέβαιο είναι ότι η πρόγνωση δεν είναι καλή για τη σοσιαλδημοκρατία, καθώς το SPD του Ολαφ Σολτς καλείται να διαχειριστεί επί της ουσίας μια κατάσταση λιτότητας.

Ο εκνευρισμός της γερμανικής κοινωνίας έχει να κάνει και με την απόσταση ανάμεσα στην κανονικότητα των πολιτών και την πολιτική που θέλει να ακολουθήσει η ενέργεια – η «πράσινη» μετάβαση, για παράδειγμα, η οποία υπάρχει στην προγραμματική συμφωνία της κυβέρνησης, ακούγεται κοστοβόρα στους κατοίκους του Μονάχου, που δύο χρόνια τώρα λόγω του πολέμου στην Ουκρανία πληρώνουν διπλά τη θέρμανσή τους.

Παράλληλα, η Γερμανία από το 2015 έως σήμερα, έχει δει τα αντιπροσφυγικά αισθήματα, που ανά περιόδους παίρνουν και αντιμουσουλμανικά χαρακτηριστικά, να έρχονται σαν κύματα – σ’ αυτά κυρίως βασίζεται η ακροδεξιά ρητορική, καθώς το AfD πατάει πάνω σε αισθήματα ξενοφοβίας και ανασφάλειας για να κερδίσει υποστηρικτές.

Επισημαίνεται ότι στην ακροδεξιά συνάντηση του περασμένου φθινοπώρου που είδε το φως της δημοσιότητας οι συμμετέχοντες συζητούσαν το ενδεχόμενο μαζικών απελάσεων νόμιμων μεταναστών και προσφύγων, καθώς και γερμανών πολιτών με ξένη καταγωγή.

Η γερμανική Ακροδεξιά προσέχει πολύ τις αναφορές στον ναζισμό, γνωρίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα την έθετε αυτομάτως εκτός νόμου – δεν είναι λίγες οι οργανώσεις τα τελευταία χρόνια που χαρακτηρίστηκαν παράνομες ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο.

Στον αντίποδα, στηρίζει τη ρητορική της σ’ αυτό που αναγνωρίζουμε ως ευρωπαϊκά άκρα τα τελευταία χρόνια: πέραν της αντιμεταναστευτικής εμμονής, επιμένει σε ζητήματα καθημερινότητας όπως η ακρίβεια (στη γερμανική κοινή γνώμη εκφράζονται φόβοι πως στις κινητοποιήσεις των αγροτών έχουν διεισδύσει ακροδεξιοί για να διευρύνουν την επιρροή τους) και τοποθετεί το πραγματικό πρόβλημα της Γερμανίας στις αποφάσεις που λαμβάνονται στις Βρυξέλλες: στο πρόγραμμα του κόμματος ενόψει εκλογών γράφει πως «η Ευρώπη δεν μπορεί να μεταρρυθμιστεί και τη βλέπουμε ως αποτυχημένο εγχείρημα», ενώ η μία εκ των δύο προέδρων του AfD, Αλις Βάιντελ, αποκάλυψε στους «Financial Times» πως αν έρθει στην εξουσία θα κάνει δημοψήφισμα για την έξοδο της Γερμανίας από την ΕΕ, στα πρότυπα του Brexit.

Λίγους μόνο μήνες πριν από την ευρωκάλπη, η γερμανική πραγματικότητα δείχνει δύο κινδύνους που αφορούν ολόκληρη την Ευρώπη και όλα δείχνουν πως θα αποτυπωθούν και στο αποτέλεσμα του Ιουνίου – αφενός την αποδυνάμωση των δυνάμεων της Κεντροαριστεράς, που μοιάζουν να δυσκολεύονται σχεδόν παντού να πείσουν και αφετέρου στην ενίσχυση των ακραίων φωνών που θέλουν η χώρα τους να γυρίσει δεκαετίες πίσω.

Αριστερά στα δύο.

Παράλληλα με τα μεγάλα διλήμματα, υπάρχει και ένα μικρότερο, το οποίο ωστόσο ενδεχομένως αποδεχτεί καθοριστικό: με τις συντηρητικές δυνάμεις να χαϊδεύουν τα αιτήματα εκ δεξιών τους και τη σοσιαλδημοκρατία σε δυσμενή θέση, ποια είναι η απάντηση της Αριστεράς;

Στη Γερμανία, απάντηση επί της ουσίας δεν υπήρξε, παρά μόνο στη θέση της ένα νέο ερώτημα. Το Die Linke κόπηκε στα δύο: από τη μια έμεινε το παραδοσιακά αριστερό του κομμάτι, στο πλαίσιο της Αριστεράς που αναγνωρίζεται εύκολα στην Ευρώπη.

Από την άλλη η πρώην αντιπρόεδρός του, Ζάρα Βάγκενκνεχτ, δημιούργησε το BSW, ένα κόμμα που βασίζεται στον λαϊκισμό, κερδίζει από την προσωπική ακτινοβολία της προέδρου του και περιγράφεται ως «οικονομικά αριστερό, πολιτισμικά συντηρητικό». Απολίτικο, με αντιμεταναστευτικό χαρακτήρα και επιμονή στη διατήρηση του «ευρωπαϊκού τρόπου ζωής», κερδίζει ψηφοφόρους από όλο το πολιτικό φάσμα.

Το Die Linke, όπως και παρόμοια κόμματα σε όλη την Ευρώπη, σπάνια έκαναν τη διαφορά στις εκλογές – μια από αυτές τις εξαιρέσεις συνέβη στην Ελλάδα, εννέα χρόνια πριν. Ομως τα μάτια όλων των προοδευτικών δυνάμεων είναι αυτή την περίοδο στραμμένα πάνω του.

Αν το BSW ανέβει σε ποσοστά μεγαλύτερα των τυπικών για τη γερμανική Αριστερά (και οι δημοσκοπήσεις δεν το αποκλείουν) τότε θα πρόκειται για ένα πρώτο δείγμα πολιτικής της νέας εποχής που μέχρι τώρα συναντούσε κανείς μόνο στην απέναντι πλευρά του πολιτικού φάσματος.