Οι ελληνικές τράπεζες έχουν καταγράψει αξιοσημείωτη πρόοδο ως προς την ενίσχυση των ισολογισμών τους τα τελευταία έτη, παρότι εξακολουθούν να υφίστανται μερικά προβληματικά στοιχεία που τους κληροδότησε η κρίση, ενώ η κερδοφορία τους είναι σημαντική για την ενίσχυση των αποθεμάτων ασφαλείας τους, δηλώνει ο Μάρτιν Μπάιστερμπος, επικεφαλής της ομάδας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για την Ελλάδα, στη συνέντευξή του στα «ΝΕΑ».

Υπάρχουν κίνδυνοι για τις ελληνικές τράπεζες παρά τη μεγάλη βελτίωση ως προς τα κέρδη, το κεφάλαιο και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ); Θα λέγατε ότι οι αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις (DTC) είναι ένα αδύνατο σημείο;

Οι ελληνικές τράπεζες έχουν καταγράψει αξιοσημείωτη πρόοδο ως προς την ενίσχυση των ισολογισμών τους τα τελευταία έτη, παρότι εξακολουθούν να υφίστανται μερικά προβληματικά στοιχεία που τους κληροδότησε η κρίση, όπως οι αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις που αναφέρατε και το μεγάλο απόθεμα ΜΕΔ. Θα ήθελα να αναφερθώ σε δύο ζητήματα που έχουν κάποια σημασία. Πρώτον, κάποιοι δανειολήπτες ίσως δυσκολευτούν να αποπληρώσουν τα δάνειά τους εξαιτίας των υψηλότερων επιτοκίων ή της μείωσης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος λόγω της πρόσφατης έξαρσης του πληθωρισμού. Οι σχετικές ενδείξεις είναι περιορισμένες μέχρι στιγμής, αλλά μπορεί να πάρει χρόνο έως ότου οι δείκτες ποιότητας στοιχείων ενεργητικού αποτυπώσουν αυτές τις εξελίξεις. Δεύτερον, η βιωσιμότητα της κερδοφορίας των τραπεζών. Οι τράπεζες είναι κερδοφόρες ύστερα από αρκετά δύσκολα χρόνια. Αυτό είναι σημαντικό για την ενίσχυση των αποθεμάτων ασφαλείας τους, που είναι αναγκαία για την απορρόφηση ενδεχομένων μελλοντικών ζημιών και για την αύξηση της δανειοδοτικής ικανότητας. Τα επιτοκιακά περιθώρια, για παράδειγμα, θα μπορούσαν να συμπιεστούν αν αυξηθεί το κόστος χρηματοδότησης. Μια υγιής διεύρυνση του πιστωτικού χαρτοφυλακίου είναι επίσης αναγκαία προκειμένου οι τράπεζες να διατηρήσουν την κερδοφορία τους πιο μακροπρόθεσμα.

Ο «Ηρακλής» έχει λάβει τα εύσημα για τη μείωση των ΜΕΔ. Θα μπορούσαμε όμως να πούμε ότι απλώς οι τράπεζες μεταβίβασαν το χρέος τους σε funds. Το ιδιωτικό χρέος δεν μειώθηκε, η πιστοληπτική ικανότητα των Ελλήνων δεν βελτιώθηκε ούτε αυξήθηκε ο αριθμός όσων μπορούν να πάρουν δάνειο. Πώς αξιολογείτε αυτή την κατάσταση;

Ενώ μεγάλο μέρος των ΜΕΔ έχει μεταβιβαστεί στον μη τραπεζικό χρηματοπιστωτικό τομέα, κατά βάση δεν έχει αναδιαρθρωθεί και συνεπώς συνεχίζει να αποτελεί επιβάρυνση για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, περιορίζοντας έτσι το αναπτυξιακό δυναμικό της οικονομίας. Είναι σημαντική η αποτελεσματική χρήση όλων των διαθέσιμων εργαλείων αναδιάρθρωσης χρέους εντός και εκτός δικαστηρίων. Η αποκατάσταση των δανειοληπτών με βιώσιμα σχέδια μπορεί να βοηθήσει στην επίλυση αυτού του χρέους.

Συμμερίζεστε την αισιοδοξία της ελληνικής κυβέρνησης για την ελληνική οικονομία ή υπάρχουν λόγοι να φοβάστε για αρνητικές επιδράσεις λόγω της κατάστασης σε άλλες οικονομίες της ΕΕ, αλλά και λόγω των γεωπολιτικών εντάσεων και ιδίως της κρίσης στην Ερυθρά Θάλασσα;

Η ελληνική οικονομία μετά την πανδημία έχει καλές επιδόσεις. Το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι σήμερα κατά περισσότερο από 8% υψηλότερο από το προπανδημικό επίπεδό του, κατά πολύ περισσότερο από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Ως έναν βαθμό αυτό αντανακλά την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας έπειτα από τις μεγάλες εξωτερικές διαταραχές και τα μέτρα στήριξης των τελευταίων ετών. Διαπιστώνω όμως και βελτιώσεις στην ελληνική οικονομία που αντανακλούν προηγούμενες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Πιστεύω ότι έχει σημειωθεί πραγματική πρόοδος στον τομέα της φορολογικής συμμόρφωσης, του ψηφιακού μετασχηματισμού της οικονομίας και της ευελιξίας της αγοράς εργασίας, καθώς και στο συνολικό επιχειρηματικό περιβάλλον και την ελκυστικότητα της Ελλάδας για τους επενδυτές. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα έχει ανοσία στις οικονομικές εξελίξεις σε άλλα μέρη. Η ελληνική οικονομία αποκομίζει ολοένα μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός της από το εξωτερικό, καθώς γίνεται πιο ανοιχτή. Αναπόφευκτα, αυτό συνεπάγεται και μια ευαισθησία στις εξωτερικές διαταραχές.

Οι κυβερνήσεις της ΕΕ συμφώνησαν σε ένα νέο δημοσιονομικό πλαίσιο. Επιπλέον, η άσκηση περιοριστικής νομισματικής πολιτικής συμπίπτει με την έναρξη της πιο αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής στην ΕΕ. Πώς επηρεάζει αυτό την Ελλάδα;

Καταλαβαίνω ότι η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί για άσκηση συνετής δημοσιονομικής πολιτικής ανεξάρτητα από το νέο πλαίσιο δημοσιονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ. Η διατήρηση δημοσιονομικού πλεονάσματος για αρκετά έτη είναι αναγκαία για να διασφαλιστεί ότι το δημόσιο χρέος της Ελλάδας θα είναι βιώσιμο. Χάρη στην έντονη μείωση του ποσοστού του δημόσιου χρέους ως προς το ΑΕΠ και την αναβάθμιση των κρατικών ομολόγων στην επενδυτική βαθμίδα, η Ελλάδα είναι μία από τις λίγες χώρες της ευρωζώνης όπου οι δαπάνες για τόκους ως ποσοστό του ΑΕΠ πιθανώς θα μειωθούν φέτος. Ταυτόχρονα όμως, ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ παραμένει ο υψηλότερος στην ευρωζώνη και η επιβάρυνση από τόκους είναι ακόμη σημαντική, περίπου 3,5% του ΑΕΠ. Μεγάλο μέρος του εν λόγω χρέους οφείλεται σε επίσημους πιστωτές, όπως το EFSF και ο ESM, με ευνοϊκά επιτόκια και μεγάλες διάρκειες, αυτό όμως θα αλλάξει σταδιακά καθώς περισσότερα κρατικά ομόλογα καταλήγουν στα χέρια επενδυτών του ιδιωτικού τομέα.