Στις 17 Ιανουαρίου του 1904, σαν σήμερα πριν από 120 χρόνια, έκανε πρεμιέρα στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, ο «Βυσσινόκηπος». Το τελευταίο έργο που έγραψε ο Αντον Τσέχωφ, έξι μήνες πριν πεθάνει. Για άλλη μία φορά είχε συμβεί μία μεγάλη παρεξήγηση. Ο ίδιος θεωρούσε ότι είχε γράψει μία κωμωδία. Ωστόσο ο Στανισλάφσκι, ως σκηνοθέτης και ιδρυτής του Θεάτρου Τέχνης, και οι ηθοποιοί του θιάσου, «διάβασαν» μια τραγωδία. Κάτι ανάλογο είχε συμβεί και στην προηγούμενη παράσταση, τις «Τρεις αδελφές», που στην αρχή ακόμη της πρώτης ανάγνωσης, ο Τσέχωφ απογοητεύτηκε και θεώρησε ότι κάτι δεν είχε κάνει καλά διότι ενώ εκείνος πίστευε ότι πρόκειται περί κωμωδίας, ο Στανισλάφσκι και οι υπόλοιποι βούρκωναν.

Είναι αυτό το υποφώσκον χιούμορ του συγγραφέα που, όπως και στη ζωή, αντί να αποδυναμώνει, φορτίζει ακόμη περισσότερο τα δραματικά στοιχεία (και που η αλήθεια είναι ότι, στις περισσότερες ελληνικές παραστάσεις, εγώ τουλάχιστον, δεν βλέπω να αναδεικνύεται αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία). Τέλος πάντων, βρέθηκε η μέση λύση και ο «Βυσσινόκηπος» ανέβηκε ως ιλαροτραγωδία.

Εκατόν είκοσι χρόνια μετά, ο «Βυσσινόκηπος» μοιάζει σαν να έχει γραφτεί για να περιγράψει τη σημερινή κατάσταση του κόσμου μας. Αναλογίζομαι ωστόσο πόσες φορές, από τότε έως τώρα, «είναι πιο επίκαιρος από ποτέ» όπως λέει η φράση κλισέ. Διότι σε αυτό το έργο του ο κορυφαίος δραματουργός «αφουγκράζεται» τη μετέωρη στιγμή ανάμεσα σε μια παλιά και σε μία νέα πραγματικότητα. Και αντίθετα με τη γνωστή ρήση του Γκράμσι κατά την οποία όταν το παλιό έχει πεθάνει και το καινούργιο δεν έχει έρθει ακόμη ζούμε στην εποχή των τεράτων, στον Τσέχωφ το καινούργιο έχει έρθει ενώ το παλιό δεν έχει ακόμη φύγει, ούτε καν, μάλιστα, βλέπει τον λόγο αποχώρησής του. Και πάλι όμως, για εποχή των τεράτων μιλάμε.

Αυτό ακριβώς βλέπουμε και σήμερα. Ενα «παλιό» που γραπώνεται από την ασφάλεια των κεκτημένων, από την κανονικότητα του κληρονομημένου, από το «έτσι εμείς τα βρήκαμε, έτσι εμείς τα ξέρουμε», από μία αξιωματική θεώρηση του «σωστού» που δεν επιδέχεται την παραμικρή αμφιβολία. Και ένα «καινούργιο» που, ενώ δεν έχει ακόμη σταθεροποιήσει τον βηματισμό του, κάνει τόση φασαρία όση και τα νήπια στις πρώτες τους απόπειρες να περπατήσουν. Αγαρμπα όπως και ο Λοπάχιν στον Βυσσινόκηπο. Το έχει πει άλλωστε, με δικά της λόγια, η Μάρθα Γκράχαμ, η γυναίκα που όρισε τον σύγχρονο χορό, όταν ένας δημοσιογράφος τη ρώτησε πώς αισθάνεται που είναι μπροστά από την εποχή της. «Ουδείς είναι μπροστά από την εποχή του. Απλά, όταν εκείνος είναι στην εποχή του, όλοι οι άλλοι είναι πίσω» ήταν η απάντησή της.

Η υπόθεση

Στον «Βυσσινόκηπο», ο Τσέχωφ είναι σαν, με τον τρόπο του, να προαναγγέλλει την επανάσταση του 1917. Μια πολύ καλή αφορμή για να περιγράψει το περιορισμένο των ανθρώπινων εμμονών, ιδεοληψιών, παθών και συμπλεγμάτων απέναντι σε ένα μέλλον που ούτε να αποτρέψουν μπορούν ούτε να προβλέψουν ούτε να αποκωδικοποιήσουν. Μας θυμίζει κάτι;

Η Λιουμπόβ Ρανιέφσκι, αριστοκρατικής καταγωγής από παλιά οικογένεια γαιοκτημόνων, επιστρέφει ύστερα από χρόνια στο σπίτι της. Ενα σπίτι που είναι, πλέον, υποθηκευμένο όπως και ο τεράστιος βυσσινόκηπος που το περιβάλει. Η ίδια αρνείται – ή δεν μπορεί – να αποδεχθεί την οικογενειακή χρεοκοπία. Στην πραγματικότητα, παρακολουθεί τον κόσμο όπως τον ήξερε έως τότε, τον «κόσμο της», να καταρρέει και αντιδρά σπασμωδικά. Προσπαθεί να αρπαχτεί από τις αναμνήσεις της, να τις επαναφέρει ως ενεργό παρόν, αρνείται να δει την αλήθεια, δραπετεύει στην υπερβολή, στον μελοδραματισμό, στον «θιάσο» από συγγενείς, υπηρέτες και ακόλουθους που σέρνει μαζί της.

Μόνο ο Λποπάχιν, ο γιος του παλιού κολίγα τους, εύρωστος οικονομικά πλέον και άνθρωπος της «νέας εποχής», αντιλαμβάνεται την κατάσταση, προσπαθεί (έστω και αποσκοπώντας σε ίδιον όφελος) να τη συμβουλεύσει χωρίς όμως αποτέλεσμα. Εως ότου ακούγονται οι τσεκουριές, καθώς κόβουν τα δένδρα του βυσσινόκηπου για να οικοδομηθεί η περιοχή.