Τα πλήγματα που εξαπέλυσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Βρετανία με τη στήριξη και άλλων χωρών – ανάμεσά τους, Καναδάς, Αυστραλία, Ολλανδία, Γερμανία και Μπαχρέιν – εναντίον εγκαταστάσεων των Χούθι στην Υεμένη συνιστούν «μια επέκταση του πολέμου στη Μέση Ανατολή την οποία η κυβέρνηση Μπάιντεν είχε προσπαθήσει να αποτρέψει τους προηγούμενους τρεις μήνες», όπως σημειώνουν οι «New York Times».

Ωστόσο, δεν επρόκειτο για εξέλιξη που προκάλεσε έκπληξη, καθώς οι φιλοϊρανοί αντάρτες είχαν αγνοήσει το πρόσφατο τελεσίγραφο των ΗΠΑ και των συμμάχων τους και εξακολούθησαν να επιτίθενται με drones και πυραύλους σε εμπορικά πλοία που διέρχονται από την Ερυθρά Θάλασσα – με τους ίδιους να ισχυρίζονται πως στο στόχαστρό τους βρίσκονται μόνο όσα έχουν σχέση με το Ισραήλ και να επικαλούνται τη συνέχιση του πολέμου στη Γάζα, ο οποίος σήμερα συμπληρώνει 100 ημέρες.

ΚΑΙ ΝΕΑ ΕΠΙΘΕΣΗ. Το Πεντάγωνο εκτίμησε πως τα πλήγματα στους Χούθι είχαν «θετικά αποτελέσματα» – αυτό δεν εμπόδισε πάντως τους φιλοϊρανούς αντάρτες να εξαπολύσουν σύμφωνα με πληροφορίες χθες το απόγευμα και νέα επίθεση εναντίον πλοίου ανοιχτά της Υεμένης. Το σίγουρο είναι πως ο κίνδυνος γενίκευσης του πολέμου στην περιοχή εντείνεται, κάτι που αποτυπώνεται και στην άνοδο της τιμής του πετρελαίου στις διεθνείς αγορές. Αλλωστε, ο πρόεδρος των ΗΠΑ ξεκαθάρισε πως δεν θα διστάσει να διατάξει και νέα πλήγματα προκειμένου να διασφαλίσει «την ελεύθερη ναυσιπλοΐα σε έναν από τους εμπορικούς δρόμους με τη μεγαλύτερη σημασία διεθνώς». Ανάλογο μήνυμα έστειλε ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Ρίσι Σούνακ – με τη Γαλλία (η οποία έχει δυνάμεις στην περιοχή αλλά δεν μετείχε στη συγκεκριμένη επίθεση), επίσης, να επιρρίπτει πλήρως την ευθύνη στους Χούθι.

Οπως ήταν αναμενόμενο, υπήρξαν και έντονες αντιδράσεις. Πέρα από τους Χούθι, οι οποίοι απείλησαν ΗΠΑ και Βρετανία με «βαρύ τίμημα», η επίθεση καταδικάστηκε τόσο από το Ιράν, τη Χεζμπολάχ και τη Χαμάς όσο και από τη Ρωσία. Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος επιτέθηκε σε ΗΠΑ και Βρετανία, κατηγορώντας τις ότι επιχειρούν να μετατρέψουν την Ερυθρά Θάλασσα σε «θάλασσα από αίμα». Οσο για τη Σαουδική Αραβία, η οποία μέχρι σχετικά πρόσφατα είχε εμπλακεί σε σκληρές συγκρούσεις με τους Χούθι, αλλά μοιάζει πλέον να τα έχει βρει με το Ιράν, κάλεσε όλες τις πλευρές να «αποφύγουν την κλιμάκωση».

Σε κάθε περίπτωση, οι εξελίξεις στην Ερυθρά Θάλασσα έχουν άμεση σχέση και με την κατάσταση στη Γάζα, όπου οι πολύνεκροι ισραηλινοί βομβαρδισμοί συνεχίζονται, ενώ μοιάζει να έχει δημιουργηθεί πολιτικό (και εν μέρει στρατιωτικό) αδιέξοδο. Σύμφωνα με την ανάλυση του Τζανλούκα Μερκούρι στην «Corriere della Sera», οι αιτίες είναι κατά βάση τρεις: πρώτον, η αδυναμία των ΗΠΑ να επιβάλουν τη βούλησή τους, με ακρογωνιαίο λίθο της αποστολής τους τη δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους. Δεύτερον, το γεγονός ότι η Χαμάς δεν έχει ακόμη «ηττηθεί πλήρως», κάτι που σημαίνει πως δεν έχει επιτευχθεί ο στόχος που είχε τεθεί εξαρχής, με αποτέλεσμα «να ενισχύεται η βούληση της ισραηλινής κυβέρνησης να συνεχίσει τον πόλεμο για όσο περισσότερο γίνεται». Και τρίτον, η παρουσία του Μπενιαμίν Νετανιάχου στην ηγεσία του Ισραήλ, καθώς «εάν θέλει κανείς ειρήνη, πρέπει να απομακρύνει τον πρωθυπουργό», κάτι που ζητά και η ισραηλινή αντιπολίτευση.

ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΓΙΑ ΦΑΡΜΑΚΑ. Σε μία από τις ελάχιστες θετικές εξελίξεις των ημερών, αργά χθες ανακοινώθηκε μέσω του γραφείου του ισραηλινού πρωθυπουργού πως επιτεύχθηκε συμφωνία με τη διαμεσολάβηση του Κατάρ ώστε να παραδοθούν φάρμακα στους ομήρους που εξακολουθεί να κρατάει η Χαμάς στη Γάζα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι σε αυτό το φόντο, συνεχίζεται στο Διεθνές Δικαστήριο η εκδίκαση της προσφυγής που έχει καταθέσει η Νότια Αφρική κατά του Ισραήλ για γενοκτονία κατά των Παλαιστινίων. Χθες, το Ισραήλ ανέπτυξε την υπερασπιστική του γραμμή, απορρίπτοντας πλήρως την παραπάνω κατηγορία και κάνοντας λόγο για «βαθιά παραποιημένη εικόνα» όσον αφορά τα πραγματικά γεγονότα και τη νομική τους διάσταση.