Το 1974 θα καταγραφεί ως ένα από τα πιο πυκνά χρόνια στις σελίδες της νεότερης Ιστορίας της Ελλάδας. Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, η πτώση της δικτατορίας, η επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή έπειτα από 11 χρόνια αυτοεξορίας αλλά και των πολιτικών κρατουμένων από την εξορία, η ίδρυση του ΠΑΣΟΚ από τον Ανδρέα Παπανδρέου, η διεξαγωγή των πρώτων εθνικών εκλογών μετά από 10 χρόνια, είναι μερικά από τα γεγονότα που έμειναν ανεξίτηλα στην ιστορική μνήμη.

Ο αέρας ελευθερίας που άρχισε να φυσά δημιούργησε κινητικότητα και στην πολιτιστική ζωή. Κορυφαία έκφρασή της – ποιος θα μπορούσε να το αμφισβητήσει – είναι η μουσική, με την επιστροφή του Μίκη Θεοδωράκη στην Ελλάδα να σηματοδοτεί έναν καινούργιο πια βηματισμό: τα προδικτατορικά έργα του κυκλοφορούν ελεύθερα ξανά, τα νέα του ο κόσμος τα υποδέχεται με ενθουσιασμό. Οι δισκογραφικές εταιρείες για να ανταποκριθούν σε αυτή την ξέφρενη ζήτηση απασχολούσαν τους υπαλλήλους σε διπλοβάρδιες και οι συναυλίες του στο κατάμεστο στάδιο «Καραϊσκάκης», τον Οκτώβριο αυτής της χρονιάς μετατρέπονται σε λαϊκές γιορτές.

Η τέχνη μπήκε στο κύμα της Μεταπολίτευσης και η μουσική έγινε το όχημα για να εκφραστεί η νέα εποχή στην οποία μπήκε η χώρα. Οι πολιτικοί στίχοι και οι ανάλογες συνθέσεις που τους στήριζαν κέρδισαν τη μερίδα του λέοντος στην καλλιτεχνική δημιουργία, με μπροστάρηδες εκτός από τον Θεοδωράκη, τον Γιάννη Μαρκόπουλο, τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Μάνο Λοΐζο, τον Δήμο Μούτση. Ο έρωτας και η ομορφιά της ζωής έβρισκαν τον δικό του έστω και μικρό χώρο και εκφράστηκαν με τρυφερότητα μέσα από τους δίσκους, για παράδειγμα του Χρήστου Λεοντή, του Γιώργου Χατζηνάσιου ή του Γιάννη Σπανού («Οδός Αριστοτέλους», σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου). Το βέβαιο είναι πως το 1974 έδωσε στην ελληνική δισκογραφία άλμπουμ που κέρδισαν το δικό τους κομμάτι στη μουσική αιωνιότητα.

Δήμητρα Γαλάνη

«Ακολουθία» του Χριστόδουλου Χάλαρη

«Συμμετείχα σε διαφορετικά σχήματα και συνεργασίες το 1974, επειδή δεν μπορούσα να μένω στην πεπατημένη ούτε σε κουτάκια. Το ότι δεν ήθελα να με κατατάσσουν απαραιτήτως σε μια κατηγορία ήταν και αυτό που μου έδινε πάντοτε νέα καλλιτεχνική ζωή. Από εκείνη την περίοδο, ωστόσο, κρατάω ως ιδιαίτερη επιλογή την «Ακολουθία» του Χριστόδουλου Χάλαρη, όπου συμμετείχα με τους Νίκο Ξυλούρη και Χρύσανθο. Στράφηκα εκεί από ένστικτο, όταν πρώτος μου μίλησε για τον Χάλαρη ο Γιώργος Μακράκης. Μου είπε για έναν τρομερό νέο που έρχεται από τη Γαλλία –είχε σπουδάσει εκεί Κυβερνητική και Μαθηματικά– και έχει φοβερές γνώσεις για τη βυζαντινή μουσική. Αυτό όλο φάνηκε όταν όντως πήγα να τον βρω και έπαιξε μπροστά μου τα δικά του. Γοητεύτηκα! Αυτό ήταν το εισιτήριο για να μπω στην περιπέτεια της «Ακολουθίας» εν μέσω… καραχούντας βέβαια, όταν η λογοκρισία μάς έκοψε ένα ολόκληρο κομμάτι. Οταν βγήκε το άλμπουμ, δεν το κατάλαβαν πολλοί. Ηταν πρωτότυπος ήχος και οι μόνοι που συγκινήθηκαν ήταν κάποιοι άνθρωποι της δουλειάς μας και φίλοι. Η επαφή μου με τον Χάλαρη, ωστόσο, ήταν ένα μεγάλο σχολείο. Θα ξανασυναντιόμασταν στα «Παιδικά» και τους υπέροχους «Δροσουλίτες», εκεί όπου ο Νίκος Γκάτσος είναι απογειωτικός. Οι δίσκοι αυτοί εντάσσονται στο κλίμα μιας εποχής. Και τι εποχής;

Το 1970 έχω συνεργαστεί για πρώτη φορά με τον Μάνο Χατζιδάκι στην «Επιστροφή», το 1971 ακολουθεί «Της γης το χρυσάφι» και το 1976 έρχεται η «Αθανασία»».

Μανώλης Μητσιάς

«Μαρτυρίες» του Μούτση

Μέσα στο ενθουσιώδες κλίμα του 1974 κυκλοφορούν στην Columbia, σε παραγωγή Γιώργου Μακράκη, οι «Μαρτυρίες» με την υπογραφή του Δήμου Μούτση, ο οποίος μελοποίησε τους στίχους των Μάνου Ελευθερίου, Γιάννη Λογοθέτη, Γιώργου Χρονά, Βαρβάρας Τσιμπούλη και δικούς του. Στο οπισθόφυλλο του δίσκου σημειώνει: «Είναι μεγάλη ικανοποίηση για μένα, να παρουσιάσω σ’ αυτό το δίσκο τις δέκα λαϊκές μου μπαλάντες, τις Μαρτυρίες, μιας δύσκολης εποχής που όλοι μας περάσαμε… Τον καιρό που τις έγραφα δεν φανταζόμουν ότι θα φτάναν πιο πέρα από μερικούς φίλους μου, που μ’ άκουγαν σπίτι μου να τις τραγουδάω καμιά φορά. Η συμμετοχή του Μητσιά οπωσδήποτε θετική. Η Λαβίνα κι ο Χρήστος ο Λεττονός ήταν μαζί μου από τότε κι έζησαν τα τραγούδια αυτά σχεδόν από τη γέννησή τους. Ετσι χωρίς καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια και με τη λιτότητα που τα τραγουδάνε κάθε βράδυ μαζί μου στη ΛΗΔΡΑ, τραγούδησαν και στο δίσκο αυτό μερικά απ’ τα πιο αγαπημένα μου τραγούδια».

Ο Μανώλης Μητσιάς τονίζει: «Αισθάνθηκα ότι κάτι θα αλλάξει σε ποιοτικό επίπεδο εκείνη την εποχή στο τραγούδι αλλά δυστυχώς, κατά την άποψή μου δεν άλλαξε. Ο δίσκος του Δήμου Μούτση για παράδειγμα δεν ακούστηκε όσο του άξιζε. Εγώ περίμενα ότι με την αποκατάσταση της δημοκρατίας θα ξεκαθάριζαν τα πράγματα. Δυστυχώς αυτό δεν έγινε. Ξαφνικά έγινε μόδα η επανάσταση. Θεωρώ ότι και τα κόμματα έπαιξαν σημαντικό ρόλο που αναζητούσαν ρεπερτόριο για τις συγκεντρώσεις του. Μετά την παραγωγή σπουδαίων άλμπουμ – αρχής γενομένης με εκείνων του Μίκη – άρχισε η μόδα του ρεμπέτικου και ισοπεδώθηκαν τα πάντα. Επαιξε όπως θα λέγαμε σήμερα πολύ «ρεμπετοερωτισμός»».

Χρήστος Λεοντής

Λόρκα με ελληνικούς στίχους

Μια χρονιά νωρίτερα ο Χρήστος Λεοντής ετοίμαζε το «Καπνισμένο τσουκάλι». Ομως αποφασίζει το 1974 να πάει κόντρα στον καιρό σύμφωνα με τον ίδιο. «Ηθελα να μιλήσω για τον έρωτα, για την ομορφιά της ζωής που συνέχιζαν και θα συνεχίζουν πάντα να υπάρχουν». Στις αρχές του 1974, ο Πέτρος Φυσούν του προτείνει το ανέβασμα του έργου του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα «Οι φασουλήδες του Κατσιπόρα» στη Θεσσαλονίκη. «Χρειαζόταν μια τρυφερή και διάφανη προσέγγιση και ο μόνος που θα μπορούσε να το κάνει όπως ο Λόρκα ήταν ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. Παρόλο που η δικτατορία ζούσε τις τελευταίες μέρες της, όταν κάναμε πρόβες στο Θέατρο Κήπου απέναντι από το κτίριο της ΧΑΝΘ μαζεύονταν παρακρατικοί και μας πετούσαν πέτρες, έβριζαν. Με τη μεταπολίτευση άρχισα τις διαδικασίες για να ηχογραφήσω τον δίσκο που τιτλοφορήθηκε «Αχ, έρωτα…».

Τα τραγούδια ηχογραφήθηκαν με την Columbia στην οποία ανήκαν ο Μανώλης Μητσιάς και η Τάνια Τσανακλίδου – τότε στα πρώτα της βήματα. Οι πρώτοι ακροατές του δίσκου ήταν ο Αχιλλέας Θεοφίλου, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Λοΐζος, ο Γιώργος Νταλάρας κι απ’ έξω με περίμενε ένας νέος τραγουδιστής που θα τον άκουγα εκείνη την ημέρα, ο Γιώργος Μεράντζας».

Λάκης Χαλκιάς

«Θητεία», «Μετανάστες», «Θεσσαλικός κύκλος»

Ηταν Οκτώβριος του 1973: η πρώτη χρονιά που συνεργαζόταν ο Λάκης Χαλκιάς με τον Γιάννη Μαρκόπουλο, στην ιστορική μπουάτ «Λήδρα» στην οδό Κέκροπος στην Πλάκα. Ο συνθέτης και ο καταστηματάρχης της μπουάτ, Κώστας Μανιουδάκης, συνήθιζαν κάθε νέα σεζόν στα εγκαίνια να καλούν τους φίλους όπως και όλο το Συμβούλιο της ΕΦΕΕ, που ήταν η Ιωάννα Καρυστιάνη, ο Δημήτρης Παπαχρήστου, ο Μίμης Ανδρουλάκης, ο Χρύσανθος Λαζαρίδης κ.ά., όπως και από άλλες φοιτητικές οργανώσεις.

«Εγινε η έναρξη, πέρασε το πρόγραμμα πολύ ωραία, τραγουδήσαμε όλοι μαζί και κλείσαμε με το τραγούδι «Πότε θα κάμει ξαστεριά». Με το που τελείωσε η παράσταση, μπροστά τα μέλη του Συμβουλίου της ΕΦΕΕ και πίσω όλος ο κόσμος που ήταν στην μπουάτ βγήκαν έξω στον δρόμο και ξεκίνησαν να τραγουδάνε αυθόρμητα το «Πότε θα κάμει ξαστεριά», βαδίζοντας προς το Σύνταγμα. Σε όλη αυτή τη διαδρομή ο κόσμος που τους συναντούσε έμπαινε και αυτός στην πορεία τους, η οποία άρχισε να παίρνει διαστάσεις συλλαλητηρίου, η Αστυνομία τα είχε για λίγο χαμένα και μέχρι να συνέλθει, να καταλάβει τι γίνεται και να πάρει τις ανάλογες διαταγές καταστολής, οι φοιτητές επωφελούμενοι από αυτή την αδράνεια και τη μεγάλη συγκέντρωση πήγαν και ταμπουρώθηκαν στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, κάνοντας την πρώτη κατάληψη.

Αυτή ήταν η πρώτη κίνηση που έγινε ανοιχτά κατά της δικτατορίας» λέει ο Λάκης Χαλκιάς, ο οποίος μαζί με την αξεπέραστη Βίκυ Μοσχολιού μοιράστηκαν τα τραγούδια του εμβληματικού δίσκου «Μετανάστες» σε στίχους του Γιώργου Σκούρτη. Ο Λάκης Χαλκιάς συμμετείχε και στη «Θητεία» που κυκλοφόρησε τον ίδιο χρόνο σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου. Ανατρέχοντας σε εκείνες τις ημέρες περιγράφει εικόνες ιστορικές: «Στο πρόγραμμα που τότε τραγουδούσαμε στην μπουάτ μεταξύ των άλλων τραγουδιών που λέγαμε ήταν αποσπάσματα από το έργο «Θητεία» σε ποίηση του Μάνου Ελευθερίου που εκείνο τον καιρό ηχογραφούσαμε με τον Χαράλαμπο Γαργανουράκη και την Τάνια Τσανακλίδου. Η «Θητεία» κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1974, οι «Μετανάστες» σε στίχους του Γιώργου Σκούρτη, όπου τραγουδάμε η Βίκυ Μοσχολιού κι εγώ, τον Ιούνιο του 1974 και ο «Θεσσαλικός κύκλος» σε στίχους Κώστα Βίρβου, όπου τραγουδάμε πάλι η Μοσχολιού, ο Χαράλαμπος Γαργανουράκης, ο Παύλος Σιδηρόπουλος, η Λιζέτα Νικολάου κι εγώ, κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο. Βέβαια την άλλη μέρα ήρθε η Αστυνομία και έκλεισε την μπουάτ για δέκα μέρες. Στην μπουάτ τότε τραγουδούσαμε εγώ, ο Χαράλαμπος Γαργανουράκης, η Τάνια Τσανακλίδου, ο Χρήστος Λετονός και η Μέμη Σπυράτου. Από το Πολυτεχνείο και μετά άρχισε μια πολιτιστική έκρηξη που δεν είχε ξαναγνωρίσει ο τόπος μας, από όλους τους μεγάλους έλληνες δημιουργούς, όπως τον ίδιο καιρό άφησαν ελεύθερα πάρα πολλά μουσικά έργα πολλών συνθετών που μέχρι τότε ήταν απαγορευμένα».

Με την πτώση δε της χούντας, σύμφωνα με τον Λάκη Χαλκιά, έγιναν τόσο μεγάλες συναυλίες που γέμισαν τα γήπεδα και τα θέατρα σε όλη την Ελλάδα και ιδιαιτέρως στην Αθήνα. Από τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Γιάννη Μαρκόπουλο, τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Χρήστο Λεοντή και τον Μάνο Λοΐζο κ.ά. που έχουν μείνει στην ιστορία.

«Τώρα που γυρνάω πίσω 50 χρόνια και θυμάμαι αυτή την ανεπανάληπτη μουσική πολιτιστική άνοιξη, μπλέκονται πολλά συναισθήματα στο μυαλό μου, νιώθοντας όλο το μεγαλείο αυτής της ανεπανάληπτης εποχής που δυστυχώς δεν ξαναγυρίζει, γιατί μπήκαμε στην εποχή της αδράνειας, της υπερκατανάλωσης και μιας εποχής που θα την έλεγα «του άρτου και του θεάματος», μιας παρακμάζουσας εποχής απολίτιστης και κανιβαλίζουσας, όπου έχουν ισοπεδωθεί όλες σχεδόν οι ανθρώπινες αξίες, όπως και η ίδια η ζωή του ανθρώπου και ό,τι έχει σχέση ειδικά με τον μουσικό πολιτισμό κακοποιείται βάναυσα κάθε μέρα και πιο πολύ.

Φεύγουν σπουδαίοι πνευματικοί μας άνθρωποι σε όλα τα επίπεδα του πολιτισμού και πίσω τους αφήνουν ένα τεράστιο κενό, αφού η εποχή που ζούμε έχει μείνει στείρα από ιδέες, από αγώνες, από πρόοδο, και αφεθήκαμε τρόπον τινά γενικά στην ηλεκτρονική τεχνολογία που τρέχει με ιλιγγιώδεις ταχύτητες, που ο νους του ανθρώπου δεν τις προλαβαίνει ούτε καν να τις συλλάβει για να τις ακολουθήσει».

Γιώργος Νταλάρας

«Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα» και «Μικρές πολιτείες»

«Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» ήταν η νέα δουλειά που κυκλοφόρησε ελεύθερα πια ο Μίκης Θεοδωράκης, αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας. Πρόκειται για ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου που ο σπουδαίος συνθέτης μελοποιούσε στο Παρίσι όπου διέμενε. Η κυκλοφορία του δίσκου στην Ελλάδα, από τη Minos, αποτέλεσε ένα ιστορικό γεγονός έπειτα από τόσα χρόνια απαγόρευσής του από το δικτατορικό καθεστώς, με τις πωλήσεις να ξεπερνούν τα 100.000 αντίτυπα. Ερμηνευτές ο Γιώργος Νταλάρας και η Αννα Βίσση.

Ο σπουδαίος καλλιτέχνης ανατρέχοντας σε εκείνες τις ημέρες σημειώνει: «Είναι τα πρώτα τραγούδια του συνθέτη που κυκλοφόρησαν μετά την άρση της απαγόρευσης των τραγουδιών του». Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει δηλώσει σχετικά: «Νομίζω ότι στα μέσα του 1972 ήρθε ο Γιώργος Νταλάρας στο Παρίσι μαζί με τον Αχιλλέα Θεοφίλου. Θυμάμαι μια ολόκληρη μέρα που τους έπαιζα και τραγουδούσα τα νέα μου τραγούδια και ανάμεσά τους τα «Λιανοτράγουδα». Τότε τα πρωτάκουσε και μαζί με την εταιρεία αποφάσισαν να τα κυκλοφορήσουν παρά την απαγόρευση. Πρέπει να σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη ξέσπασαν τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο, οπότε η απαγόρευση της μουσικής μου από τη χούντα, που ίσχυε πάντα, έγινε ακόμα πιο αυστηρή. Ηταν ένα τόλμημα να ηχογραφήσουν και να κυκλοφορήσουν αυτό το έργο κάτω από τη μύτη της σπαρασσόμενης χούντας. Γι’ αυτό κι εγώ, εξόριστος ακόμα, υποδέχτηκα αυτή την πράξη με συγκίνηση και ευγνωμοσύνη».

Στο σημείωμά του στον δίσκο ανέφερε ο Γιάννης Ρίτσος: «Τα δεκαέξι από τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» γράφτηκαν μέσα σε μία μέρα – στις 16 του Σεπτέμβρη του 1968 – στο Παρθένι της Λέρου, ύστερα από κρυφό μήνυμα του Μίκη Θεοδωράκη με την παράκληση να μελοποιήσει κάτι δικό μου ανέκδοτο. Τα «Λιανοτράγουδα» αυτά τα ξαναδούλεψα στο Καρλόβασι της Σάμου τον Νοέμβρη του 1969. Το 16 και το 17 γράφτηκαν την Πρωτομαγιά του 1970. Το 7 αλλάχτηκε ριζικά τον Σεπτέμβρη του 1973 στην Αθήνα. Δεν σκόπευα να εκδώσω τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα» κι είχα ζητήσει να μη δημοσιευτούν και να μη μεταφραστούν, παρά μόνο να τραγουδηθούν. Αλλά να που τα περισσότερα δημοσιεύτηκαν κιόλας σε πολλά ντόπια και ξένα περιοδικά και μεταφράστηκαν σε αρκετές ξένες γλώσσες. Τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» είναι αφιερωμένα στον Μίκη Θεοδωράκη».

Ο δίσκος ηχογραφήθηκε στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Οι ηχογραφήσεις έγιναν κρυφά τη νύχτα και κάτω από άκρα μυστικότητα. Κυκλοφόρησε αμέσως μετά την πτώση της χούντας και σφράγισε την επιστροφή στη δημοκρατία. Ο Γ. Νταλάρας θυμάται: «Οταν το 1972 συναντηθήκαμε στο Παρίσι με αφορμή την επικείμενη συνεργασία, καθίσαμε στο πιάνο και ο Μίκης είπε: «Ελα τώρα να τραγουδήσουμε παρέα να δούμε τι ξέρεις». Τραγούδησα σχεδόν όλα τα τραγούδια. Εκπληκτος ο Μίκης: «Απ’ ό,τι βλέπω, εσύ έχεις μελετήσει». Και η απάντηση: «Οχι μελετήσει, έχω αγαπήσει αυτά τα τραγούδια». Κι αυτή ήταν η αλήθεια. Τα τραγούδια αυτά τα έμαθα από τις πολύ καλές μου φίλες εκείνη την εποχή, τις αδελφές Δημητριάδη, τη Μαίρη και την Μπουμπού (Αφροδίτη Μάνου). Τα είχαν φέρει παράνομα σε κασέτες, από κυκλοφορία στο εξωτερικό. Τα παίζαμε στο σπίτι του άλλου αγαπημένου μας, του Λουκιανού. Τα έπαιζε εκείνος στο πιάνο κι εμείς τα τραγουδούσαμε με φωνές».

Την ίδια χρονιά ο Γ. Νταλάρας ερμηνεύει ακόμη έναν εμβληματικό δίσκο, τις «Μικρές πολιτείες» – από τη Minos – του Σταύρου Κουγιουμτζή. Οπως λέει: «Ηταν ένας από τους ωραιότερους δίσκους του Σταύρου Κουγιουμτζή. Είναι ένας δίσκος που έγινε με πολλή φροντίδα και αγάπη και περιέχει τραγούδια – διαμάντια. Είναι τα τραγούδια του Μάνου Ελευθερίου. «Του Κάτω Κόσμου τα πουλιά», «Τώρα που θα φύγεις», το «Δίψασα στην πόρτα σου» που τραγούδησε η Αννα Βίσση. «Τα πρώτα λόγια», μια εβραϊκή μελωδία που πρότεινε ο Μάκης Μάτσας στον Σταύρο κι εκείνος ενθουσιάστηκε! Ο Μάνος έγραψε τα λόγια και ο Σταύρος, προς τιμήν του, το συμπεριέλαβε στον δίσκο όχι ως δικό του αλλά ως διασκευή παραδοσιακού τραγουδιού. Το ήθος αυτού του ανθρώπου! Επίσης είχε τραγούδια της Σώτιας Τσώτου, όπως το «Να ‘μουν ο Μεγαλέξανδρος», και βέβαια τραγούδια του αγαπημένου μας Ακου Δασκαλόπουλου, όπως «Το πουκάμισο το θαλασσί», τραγούδι που συνδέθηκε με την εισβολή στην Κύπρο, αλλά και του ίδιου του Σταύρου Κουγιουμτζή, όπως το «Ηταν πέντε, ήταν έξι». Ηταν ένας ευτυχισμένος δίσκος με τραγούδια φρέσκα και ζωντανά μέχρι σήμερα».

Γιώργος Χατζηνάσιος

«Διαδρομή»

Ο Μανώλης Μητσιάς ήταν, μαζί με τους Σταμάτη Κόκοτα, Δήμητρα Γαλάνη, Θέμη Ανδρεάδη, ερμηνευτής στη «Διαδρομή» του Γιώργου Χατζηνάσιου (στίχοι Γιώργος Κανελλόπουλος, Τάσος Οικονόμου, Ντίνος Δημόπουλος). Ενας δίσκος που, όπως λέει ο ίδιος ο Γ. Χατζηνάσιος, «χάθηκε, και καλώς χάθηκε. Ηταν η εποχή που υπήρχε ανάγκη να γιορταστεί η δημοκρατία, η ελευθερία. Ο χώρος για έρωτα και ρομαντικά συναισθήματα είχε περιοριστεί. Ομως πραγματικά, κοιτώντας τώρα πίσω, βλέπω ότι έτσι έπρεπε να γίνει. Συνέβαιναν τόσο πολλές αλλαγές γύρω μας, που δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στα αιτήματα της εποχής ένας δίσκος με ερωτικό περιεχόμενο». Το άλμπουμ αυτό φυσικά κέρδισε τη θέση που του άξιζε στην ιστορία της ελληνικής δισκογραφίας, αφού περιείχε τραγούδια που διαπέρασαν τον χρόνο, όπως τα «Με λένε Γιώργο», «Πού θα πάει, πού θα βγει» (Μανώλης Μητσιάς), «Συγγνώμη που σ’ αγάπησα πολύ» (Δήμητρα Γαλάνη) κ.ά.

Σταύρος Ξαρχάκος

«Η διαχρονικότητα του «Νυν και αεί»»

Τα Χριστούγεννα του 1974 κυκλοφορεί ένα ακόμα διαμάντι της ελληνικής δισκογραφίας, το «Νυν και αεί», σε ποίηση Νίκου Γκάτσου και μουσική και ενορχήστρωση του Σταύρου Ξαρχάκου. Ο ζωγράφος Γιάννης Μόραλης φιλοτεχνεί το εξώφυλλο του δίσκου, ο οποίος περιλαμβάνει 10 μικρά αριστουργήματα, εκ των οποίων 6 από αυτά ερμηνεύει η Βίκυ Μοσχολιού και 4 ο Νίκος Δημητράτος. Οπως σχολιάζει σήμερα στα «Πρόσωπα» ο κορυφαίος συνθέτης: «Χωρίς να θεωρηθεί αλαζονεία, ο τίτλος δικαιολογεί απολύτως τη διαχρονικότητά του».