«Θα μας αρνηθείτε για τρίτη χρονιά;» διαμαρτυρήθηκε από το τηλέφωνο. «Τόσο πολυάσχολος είστε πια;».

Αισθάνθηκα ξάφνου τσιγγούνης με τον χρόνο μου. Ψηλομύτης. Ψωνάρα. Μετάνιωσα για τις δικαιολογίες που είχα προβάλει πέρυσι και πρόπερσι. Τι θα μου κόστιζε, στο κάτω – κάτω, να συμμετάσχω στην κριτική επιτροπή ενός διαγωνισμού μαθητικής ποίησης; Κέρδος θα είχα, ψυχικό, εάν έσκυβα πάνω από γραπτά των εφήβων, εάν κοίταζα κλεφτά μες στις καρδιές τους. Κι εγώ δεν έγραφα στίχους στο σχολείο – ασυναίσθητα μιμούμενος πότε τον Καβάφη, πότε τον Εμπειρίκο; Πώς θα μου φαινόταν τότε εάν μάθαινα πως κάποιος δεν καταδεχόταν να τους ρίξει μια ματιά; Οτι αντί να θεωρεί τιμή την επαφή του με τις ανησυχίες, με τις ευαισθησίες της νέας γενιάς, εννοούσε να διαβάζει καθιερωμένους αποκλειστικά λογοτέχνες; Απέκλειε το ενδεχόμενο να ανακαλύψει μια φρέσκια φωνή και επαινώντας την να την ενθαρρύνει να συνεχίσει; Πόση μιζέρια…

«Μα δεν αρνούμαι!» άλλαξα ακαριαία στάση. «Ισα – ίσα, ανυπομονώ να δω τα ποιήματα των παιδιών. Θα μου τα στείλετε με μέιλ;». «Δεν χρειάζεται να δείτε τίποτα προκαταβολικά. Θα έρθετε την πρώτη Παρασκευή του Δεκεμβρίου στο πνευματικό κέντρο του δήμου μας. Θα ακούσετε τους μαθητές να απαγγέλλουν τις δημιουργίες τους. Θα συσκεφθείτε έπειτα με τους υπόλοιπους κριτές και θα βγάλετε την ετυμηγορία σας». «Ακόμα καλύτερα!» αναφώνησα. Ενα πρωινό θα διέθετα όλο κι όλο. Και –ποιος ξέρει– μπορεί να ανέτελε μπροστά στα μάτια μου ένα μεγάλο ταλέντο.

Τα «πνευματικά κέντρα» στην Ελλάδα μοιάζουν μεταξύ τους. Κτίρια με μάρμαρο στο χρώμα της μαρέγκας, στην αυλή η προτομή του τοπικού ήρωα ή ευεργέτη, το όνομά του χαραγμένο πάνω από τη γυάλινη πόρτα. Ενα φουαγιέ – στους τοίχους φωτογραφίες από παλιότερες εκδηλώσεις, όπου είχαν βραβευτεί η Κική Δημουλά ή ο Μανώλης Γλέζος. Στο βάθος μια δανειστική βιβλιοθήκη – «εμείς αγοράζουμε τις ποιοτικότερες εκδόσεις… έρχονται όμως κάποιες κότες που μόνο αισθηματικά μυθιστορήματα του συρμού μας ζητάνε…» παραπονέθηκε η βιβλιοθηκονόμος.

«Ελάτε, ξεκινάμε!» με έπιασε αγκαζέ η οργανωτική υπεύθυνη του διαγωνισμού. Με έβαλε στο θέατρο και με κάθισε στην πρώτη σειρά. Πλάι στους άλλους δύο κριτές. Μια ογδοντάχρονη, πολύ κοτσονάτη κυρία με κοκκινωπές αφέλειες και κολιέ από κοράλλια. Και έναν παπά. «Ο πατήρ Γεώργιος» μου ψιθύρισε «είναι ό,τι πιο προοδευτικό στην εκκλησία. Λειτουργεί, σκεφθείτε, στη δημοτική. Βάζει στο κατηχητικό τραγούδια του Σωκράτη Μάλαμα – και Αγγελάκα ακόμα – εκείνα δυστυχώς ακούνε ραπ τραπ, σκουπίδια, δηλητήρια, ποιο είναι το αντίδοτο;» με ρώτησε με γνήσιο καημό.

Οι διαγωνιζόμενοι δεν είχαν μολυνθεί από ραπ και τραπ. Ανέβαιναν στη σκηνή, στέκονταν τρακαρισμένοι μπροστά στο μικρόφωνο και απήγγελλαν ενώ οι γονείς τους απαθανάτιζαν με τα κινητά.

Υστερα από ένα εικοσάλεπτο, δεν είχα πλέον καμιά αμφιβολία. Οι στίχοι είχαν εγκριθεί, ενδεχομένως και λογοκριθεί, ίσως και υπαγορευθεί ακόμα από δασκάλους και μαμάδες. Το περιεχόμενό τους ταμάμ για να πείσει ότι ο έφηβος ποιητής ξεχειλίζει από κοινωνικές και οικολογικές ανησυχίες. Αγαπά την ειρήνη, μισεί τον πόλεμο, σιχαίνεται το μπούλινγκ, φρίττει όταν κακοποιούνται ζώα… Ενθουσιάζεται με τη φύση και όχι  –προς Θεού– με κινητά και πλέι στέισιον. Η γλώσσα; Εμπλεη καλολογικών στοιχείων. Αρρωστη από «λογοτεχνίτιδα», που –καθώς έλεγε ο Βασίλης Βασιλικός– είναι η κυτταρίτιδα των λέξεων. Ενιωθα όπως όταν ήμουν μικρός και μου φορούσαν σε βαφτίσια και σε γάμους κάτι μάλλινα παντελόνια που με φαγούριζαν. Οι διπλανοί μου αντιθέτως, η κοραλλιογενής κυρία και ο παπάς, έδειχναν ενθουσιασμένοι.

«Γιατί κακοποιείτε έτσι τα παιδιά;» ήθελα να φωνάξω. «Γιατί τους στερείτε τον αυθορμητισμό; Γιατί να μην εκφράσουν ό,τι αληθινά αισθάνονται; Να κοροϊδέψουν το σχολείο, να βρίσουν το σπίτι τους, να μιλήσουν για καβγάδες και για έρωτες; Γιατί τους παρουσιάζετε την τέχνη σαν το πιο νερόβραστο, το πιο πληκτικό πράγμα;».

Φωνή βοώντος εν τη ερήμω θα ήμουν. Ενώ οι υπόλοιποι χειροκροτούσαν, εγώ αντιστάθηκα σιγανομουρμουρίζοντας: «τριάντα χρόνια νύστα, χτύπα με σαν ρεύμα στην πίστα…».