Ο Τζο Μπάιντεν δεν κατάφερε να πείσει τη ρεπουμπλικανική αντιπολίτευση να ψηφίσει υπέρ ενός πακέτου άνω των 106 δισ. δολαρίων, συμπεριλαμβανομένων κεφαλαίων για την Ουκρανία και το Ισραήλ, και προειδοποίησε ότι η άρνηση νέας βοήθειας προς την Ουκρανία θα ήταν «το μεγαλύτερο δώρο» που θα μπορούσε κάποιος να προσφέρει στον ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν.

Αυτό δεν ήταν αρκετό όμως για να πείσει τους Ρεπουμπλικανούς στο Κογκρέσο, οι οποίοι, παρότι δημόσια εξακολουθούν να υποστηρίζουν το Κίεβο, εξαρτούν την ψήφο τους από ένα εσωτερικό θέμα, την αυστηροποίηση της αμερικανικής μεταναστευτικής πολιτικής.

Πρόκειται για ένα σοβαρό πλήγμα για τον πρόεδρο Μπάιντεν, ο οποίος είχε προειδοποιήσει λίγες ώρες νωρίτερα πως εάν ο ρώσος πρόεδρος καταφέρει να καταλάβει την Ουκρανία, «δεν θα σταματήσει εκεί».

Μάλιστα αναφέρθηκε ξεκάθαρα στην πιθανότητα ρωσικής επίθεσης εναντίον μιας χώρας – μέλους του ΝΑΤΟ, η οποία θα πυροδοτούσε την είσοδο στον πόλεμο των Ηνωμένων Πολιτειών και ως εκ τούτου το σενάριο κάποια στιγμή «αμερικανοί στρατιώτες να πολεμούν ρώσους στρατιώτες». Μια κατάσταση που δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή και την οποία η Ουάσιγκτον δεν επιθυμεί, επέμεινε.

Στρατιωτική υποστήριξη

Οι ΗΠΑ είναι αυτή τη στιγμή η χώρα που παρέχει τη μεγαλύτερη στρατιωτική υποστήριξη στο Κίεβο, καθώς έχει διαθέσει συνολικά περισσότερα από 110 δισ. δολάρια από την εισβολή της Ρωσίας τον Φεβρουάριο του 2022.

Αλλά η υπόσχεση του Τζο Μπάιντεν να συνεχίσει την οικονομική υποστήριξη στην Ουκρανία βρίσκεται σε σοβαρό κίνδυνο, ένα καταστροφικό σενάριο για το Κίεβο, του οποίου η αντεπίθεση το καλοκαίρι δεν έφερε τα αναμενόμενα εδαφικά κέρδη.

Ουκρανοί αξιωματούχοι επιμένουν ότι χρειάζονται περισσότερα όπλα για να αποτρέψουν τα ρωσικά πλήγματα που εντείνονται μέσα στον χειμώνα, με αποτέλεσμα, όπως πέρυσι, να βυθιστούν στο σκοτάδι εκατομμύρια πολίτες.

Τα πράγματα φαίνεται να έχουν δυσκολέψει ιδιαίτερα για τον ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι. Την Τρίτη ήταν προγραμματισμένο να μιλήσει μέσω βιντεοδιάσκεψης στο Κογκρέσο, ακύρωσε όμως την εμφάνισή του, διότι ήταν ξεκάθαρο ότι δεν υπήρχε τρόπος να ξεπεραστούν οι διαφωνίες των Ρεπουμπλικανών.

«Είμαστε σε πόλεμο και τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν», δήλωσε ο ουκρανός υπουργός Αμυνας Ρουστέμ Ουμέροφ στο Fox News για να δικαιολογήσει την απουσία του Ζελένσκι. Αλλά η αντίδρασή του ερμηνεύτηκε ως ένδειξη νευρικότητας μπροστά στις αυξανόμενες δυσκολίες που αντιμετωπίζει στη διεθνή σκηνή και στον πόλεμο.

Ο Ουμέροφ επισκέφτηκε την Ουάσιγκτον αυτή την εβδομάδα με το δεξί χέρι του Ζελένσκι, Αντρίι Γέρμακ, ο οποίος δήλωσε στη Φωνή της Αμερικής ότι εάν δεν εγκριθούν τα 61 δισ. «το συντομότερο δυνατό, είναι πολύ πιθανό ότι δεν θα μπορούμε να συνεχίσουμε την προσπάθεια να απελευθερώσουμε τα κατεχόμενα εδάφη και να χάσουμε τον πόλεμο».

Η στασιμότητα στο μέτωπο τροφοδότησε και πολιτικές εντάσεις στο εσωτερικό της χώρας.

Ο δήμαρχος του Κιέβου Βιτάλι Κλίτσκο κατηγόρησε τον Ζελένσκι ότι διοικεί τη χώρα με τον αυταρχισμό που επιδεικνύει και ο Πούτιν. Οι έρευνες δείχνουν ότι λόγω της στασιμότητας στο μέτωπο η εμπιστοσύνη των πολιτών προς τον Ζελένσκι μειώνεται. Πρώτος σε δημοφιλία είναι ο Βαλέρι Ζαλούζνι, επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων.

Στη Μόσχα

Εν τω μεταξύ, χθες βρέθηκε στη Μόσχα ο ιρανός πρόεδρος Εμπραχίμ Ραΐσι, μία ημέρα μετά την επίσκεψη του Βλαντίμιρ Πούτιν στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία, όπου συζήτησε τους πολέμους στη Γάζα και την Ουκρανία και τις προσπάθειες της Ρωσίας και του ΟΠΕΚ να ενισχύσουν τις τιμές του πετρελαίου.

Στις εναρκτήριες δηλώσεις που μεταδόθηκαν στην τηλεόραση, οι δύο ηγέτες δεν αναφέρθηκαν στην αυξανόμενη στρατιωτική συνεργασία των χωρών τους – πηγή ανησυχίας για τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες λένε ότι το Ιράν προμηθεύει τη Ρωσία με όπλα για χρήση κατά της Ουκρανίας.

Χθες, η βρετανική κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι η βασική υπηρεσία πληροφοριών της Ρωσίας, η FSB, έχει επιδιώξει να παρέμβει στην πολιτική και τις δημοκρατικές διαδικασίες της Βρετανίας μέσω μιας «παρατεταμένης» εκστρατείας στον κυβερνοχώρο από το 2015, κατασκοπεύοντας πολιτικούς, δημοσιογράφους και ΜΚΟ.

Ο υπουργός Επικρατείας Λίο Ντόχερτι δήλωσε στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι η FSB παραβίασε τις ιδιωτικές επικοινωνίες μιας σειράς προσωπικοτήτων υψηλού προφίλ και χρησιμοποίησε τις πληροφορίες που υπέκλεψε για να «ανακατευτεί στη βρετανική πολιτική». Χαρακτήρισε πάντως την εκστρατεία επιρροής της κοινής γνώμης από τους Ρώσους ως «ανεπιτυχή».