Το βράδυ της μεγάλης πλημμύρας στη Θεσσαλία ο Αγαθοκλής, κάτοικος του χωριού Ιτέα της Καρδίτσας, βρισκόταν στο σπίτι του, μια παλιά πλίνθινη οικία, βλέποντας τηλεόραση. «Εβλεπα από το απόγευμα το νερό να ανεβαίνει, αλλά δεν περίμενα τέτοια καταστροφή. Είμαι 60 χρονών και δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο», λέει. Κάποια στιγμή από τα πλακάκια κάτω από τα πόδια του άρχισε να αναβλύζει νερό. Αρχικά νόμισε ότι στάζει το ταβάνι. «Ανοιξα την πόρτα και έξω ήταν θάλασσα. Είπα: τώρα είναι σοβαρά τα πράγματα». Πρόλαβε να εγκαταλείψει την οικία του λίγο πριν καταρρεύσει. Δεν πρόλαβε να σώσει τίποτε άλλο πέρα από τα ρούχα που φορούσε.

Σχεδόν τρεις μήνες μετά τη φονική επέλαση της κακοκαιρίας «Ντάνιελ» στα χωριά του θεσσαλικού κάμπου, ο 60χρονος Αγαθοκλής παραμένει δίχως προσωπική στέγη. Φιλοξενείται μαζί με άλλους τρεις πλημμυροπαθείς στο δημοτικό σχολείο του χωριού Μάρκος, λίγο έξω από τον Παλαμά Καρδίτσας.

Οπως διηγείται ο ίδιος στα «ΝΕΑ», τα πρώτα βράδια μετά την καταστροφή έμεινε στο δημαρχείο της Ιτέας. Κατόπιν και για αρκετές εβδομάδες φιλοξενήθηκε μαζί με δεκάδες ακόμα πλημμυροπαθείς στο κλειστό γυμναστήριο του Παλαμά έως ότου μεταφερθεί, πριν από λίγες ημέρες, στον Μάρκο.

Τώρα περιμένει να υλοποιηθεί η υπόσχεση που, σύμφωνα με πληροφορίες, έχει δώσει η περιφερειακή Αρχή, για παροχή κοντέινερ που θα εγκατασταθούν στον χώρο του κλειστού γυμναστηρίου του Παλαμά, προκειμένου έπειτα από περίπου έντεκα εβδομάδες οι ταλαιπωρημένοι κάτοικοι να αποκτήσουν ξανά έναν προσωπικό χώρο. «Εδώ είναι καλά, τα παιδιά (σ.σ.: οι εθελοντές και οι εργαζόμενοι του δήμου) μας περιποιούνται και μας φέρνουν φαγητό. Μας έφεραν τηλεόραση, έχουμε και θέρμανση. Αλλά άμα έχεις χάσει το σπίτι σου, τα πράγματα είναι δύσκολα», σημειώνει.

Ο Αγαθοκλής εργάζεται σε μια βιοτεχνία επίπλων. Φεύγει το πρωί από το προσωρινό κατάλυμα, πηγαίνει στη δουλειά του και επιστρέφει το μεσημέρι. Δεν έχει οικογένεια, ούτε κατάφερε να βρει σπίτι στον Παλαμά ή τη γύρω περιοχή, καθώς η ζήτηση εκτοξεύτηκε όταν η πλημμύρα κατέστησε μη κατοικήσιμα εκατοντάδες σπίτια. «Θέλω ένα κοντέινερ για να αποκατασταθώ. Ζητάμε από την πολιτεία να μας υποστηρίξει για να μπορέσουμε να αποκτήσουμε ξανά τον χώρο μας», μας λέει.

Σχεδόν τρεις μήνες μετά την καταστροφή, το ζήτημα της στέγης παραμένει ένα από τα βασικά προβλήματα των πλημμυροπαθών.

«Η κατάσταση είναι πιο δύσκολη τώρα σε σχέση με το πρώτο διάστημα μετά την πλημμύρα», λέει στα «ΝΕΑ» η Λίτσα Ρητά, κάτοικος της Μεταμόρφωσης και πρόεδρος του Μορφωτικού Συλλόγου του χωριού. «Το πρώτο διάστημα, παρά τη στενοχώρια, ήμασταν σε εγρήγορση. Προσπαθούσαμε να πετάξουμε τα πράγματα, να καθαρίσουμε τα σπίτια. Τώρα μπαίνεις στο άδειο σπίτι και συνειδητοποιείς τι έχασες. Και υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που δεν έχουν πάρει την πρώτη αρωγή», σημειώνει.

Οσο για τους κατοίκους του ερειπωμένου πλέον χωριού, αυτοί έχουν διασκορπιστεί. «Αλλοι στα γύρω χωριά, άλλοι στη Λάρισα και άλλοι στην Καρδίτσα». Πιο δύσκολη είναι η κατάσταση για τους ηλικιωμένους. «Μου έλεγε ένας παππούς «όταν ήμουν στο χωριό έβγαινα και περπατούσα. Τώρα στην Καρδίτσα είμαι πάνω στο μπαλκόνι, δεν μπορώ να ανεβοκατεβαίνω λόγω ηλικίας. Κοιτάω από ένα παραθυράκι»», αφηγείται η Λίτσα Ρητά.

«Στο χωριό μας εκτός από τα σκυλιά δεν υπάρχει τίποτα, ούτε ένας άνθρωπος», λέει και η Ντίνα Ράγια, της οποίας το πατρικό βρίσκεται στον Βλοχό. «Είναι όλα έρημα». Οι κάτοικοι είτε έχουν νοικιάσει σπίτια σε Καρδίτσα και Παλαμά είτε φιλοξενούνται σε σπίτια φίλων και συγγενών. Η ξαφνική ζήτηση για κατοικίες εκτόξευσε τα ενοίκια. «Στην Καρδίτσα ζήτησαν από πενταμελή οικογένεια ενοίκιο 500 ευρώ, ενώ υπό κανονικές συνθήκες θα ζητούσαν 200 ή 300 ευρώ», συνεχίζει η ίδια.

«Τα ενοίκια έχουν αυξηθεί υπερβολικά τόσο στην Καρδίτσα όσο και στον Παλαμά», συμφωνεί και η Λίτσα Ρητά. «Στον Παλαμά νοικιάζουν 400 ευρώ σπίτι που είχε πλημμυρίσει με μισό μέτρο νερό», σημειώνει, τονίζοντας ότι αυξήσεις τιμών έχουν παρατηρηθεί και στα τοπικά σουπερμάρκετ. «Αγκάθι» αποτελεί και η καθυστέρηση καταβολής του επιδόματος ενοικίου.

«Ξεκινάμε από το μείον»

Η καταστροφή της αγροτικής παραγωγής, μοναδικής πηγής εισοδήματος για χιλιάδες ανθρώπους, φέρνει τους κατοίκους της περιοχής μπροστά σε έναν δύσκολο χειμώνα. «Ξεκινάμε από το μείον, όχι από το μηδέν», λέει στα «ΝΕΑ» ο Κώστας Τζέλας, πρόεδρος της Ενωτικής Ομοσπονδίας Αγροτικών Συλλόγων Καρδίτσας (ΕΟΑΣΚ), τονίζοντας ότι υπάρχουν πολλά χωράφια που ακόμα δεν έχουν καθαριστεί από τα φερτά υλικά της πλημμύρας.

Η καταστροφή χτύπησε τον θεσσαλικό κάμπο λίγες εβδομάδες πριν από τη συγκομιδή του βαμβακιού, με αποτέλεσμα να χαθούν τα χιλιάδες ευρώ που είχαν επενδύσει οι αγρότες στα χωράφια τούς προηγούμενους μήνες. «Ολα τα έξοδα είχαν γίνει όταν χτύπησε η πλημμύρα», λέει ο Κώστας Τζέλας, υπολογίζοντας το κόστος της επένδυσης σε τουλάχιστον 250 ευρώ ανά στρέμμα ή 300 ευρώ ανά στρέμμα αν συνυπολογιστεί το ενοίκιο για τα μισθωμένα αγροτεμάχια. «Αυτό είναι το ποσό που πρέπει να μας δώσει η κυβέρνηση για να καλύψουμε τα περσινά έξοδα τα οποία τα χρωστάμε, για να έρθουμε στα ίσα και να δούμε τι θα γίνει την επόμενη χρονιά», εξηγεί, ενώ ζητά να μην ισχύσουν για το 2024 οι περιορισμοί της ΚΑΠ για τη Θεσσαλία.

Η νέα καλλιεργητική περίοδος βρίσκεται στον αέρα. «Σιτάρι θα σπαρθεί στα χωράφια στα οποία οι αγρότες μπορούν να μπουν. Ομως στο βαμβάκι και το καλαμπόκι που χρειάζονται πολύ νερό θα έχουμε μεγάλο πρόβλημα, γιατί τα αρδευτικά δίκτυα και τα αντλιοστάσια έχουν καταστραφεί, ενώ τα κανάλια έχουν γεμίσει με φερτά υλικά», λέει ο πρόεδρος της ΕΟΑΣΚ.

Στο μεταξύ, η οικονομική καταστροφή στον Κάμπο αρχίζει ήδη να αποτυπώνεται στις πόλεις. «Η κίνηση στα μαγαζιά του Παλαμά έχει πέσει ήδη», λέει ο Κώστας Τζέλας, εξηγώντας ότι η καταστροφή της αγροτικής παραγωγής θα έχει άμεση επίπτωση στην Καρδίτσα αλλά και τις άλλες πόλεις της Θεσσαλίας.

Προς το παρόν στον Παλαμά επικρατεί μια «επιφανειακή κανονικότητα», όπως περιγράφει ο δήμαρχος της περιοχής Γιώργος Σακελλαρίου. «Προσπαθούμε να βρούμε τα πατήματά μας, όμως στα χωράφια, τα δίκτυα και τις υποδομές υπάρχουν πολλά προβλήματα. Το 50% των αγρών δύσκολα θα καλλιεργηθεί τη νέα χρονιά», τονίζει.

Μετακίνηση οικισμών

Πιο δύσκολη είναι η κατάσταση στα χωριά Μεταμόρφωση και Βλοχός, οι κάτοικοι των οποίων δεν θα μπορέσουν να μπουν στα σπίτια τους πριν από την άνοιξη. Ο φόβος μιας νέας καταστροφής τούς έχει ήδη οδηγήσει να κινήσουν διαδικασίες για μετακίνηση των κατοικιών τους στην περιοχή μεταξύ του Παλαμά και του οικισμού Καλυβάκια.

«Εχουμε ήδη καταθέσει αίτημα για μετακίνηση. Ζητήσαμε τον χώρο από τον δήμο και τώρα θα κάνουμε τα χαρτιά», λέει στα «ΝΕΑ» ο πρόεδρος του Βλοχού Γιάννης Κουκμάς. Και στη γειτονική Μεταμόρφωση η πλειοψηφία των κατοίκων τάσσεται υπέρ της μετακίνησης των κατοικιών, χωρίς όμως απαλλοτρίωση του οικισμού, όπως λέει στα «ΝΕΑ» ο πρόεδρος του οικισμού Πέτρος Κοντογιάννης. «Θέλουμε να μεταφερθούν οι κατοικίες, αλλά τα οικόπεδα και τα κτίσματα στο χωριό να διατηρηθούν», σημειώνει.