Διαμόρφωσε την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ για πολλά χρόνια αφότου έφυγε από το υπουργείο Εξωτερικών και έγινε σύμβολο του αμερικανικού παρεμβατισμού σε διάφορες περιοχές του κόσμου. Ο Χένρι Κίσινγκερ, που έφυγε την Τετάρτη σε ηλικία 100 ετών, έβαλε ανεξίτηλα τη σφραγίδα του στις πολιτικές εξελίξεις του 20ού αιώνα.

Ο Τόμας Αλαν Σβαρτς, καθηγητής Ιστορίας και Διπλωματίας στο Πανεπιστήμιο Βάντερμπιλντ, έγραψε τη βιογραφία του πρώτου πρόσφυγα που τέθηκε επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, με τίτλο «Χένρι Κίσινγκερ και αμερικανική ισχύς: Μια πολιτική βιογραφία» (εκδόσεις Hill and Wang). Εχοντας περάσει πολλά χρόνια ερευνώντας το βιβλίο, μας είχε μιλήσει τον Μάιο για την πολιτική και την προσωπική διάσταση μιας από τις πιο αμφιλεγόμενες προσωπικότητες του προηγούμενου αιώνα.

Με τον Κινέζο πρόεδρο Μάο Τσετούνγκ το 1973 ως υπουργός Εξωτερικών στο Πεκίνο.

Ο Κίσινγκερ ήταν επικεφαλής του υπουργείου Εξωτερικών μόλις τριάμισι χρόνια, όμως η σκιά του έμεινε βαριά στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ.

«Τη δεκαετία του 1970 και αργότερα, ο Κίσινγκερ θεωρήθηκε σχετικά επιτυχημένος υπουργός Εξωτερικών, παρότι η συμφωνία για το Βιετνάμ στην οποία πρωτοστάτησε δεν άντεξε.

Κρίθηκαν σημαντικές οι προσπάθειές του στη Μέση Ανατολή που διαμόρφωσαν την αμερικανική πολιτική εκεί για 40 χρόνια, οι κινήσεις του με ΕΣΣΔ και Κίνα, δηλαδή να κάνει διαπραγματεύσεις με τις δύο, και φυσικά το άνοιγμα στο Πεκίνο, το οποίο για πολύ καιρό θεωρούνταν η πιο επιτυχημένη διάσταση της διπλωματίας του.

Σήμερα υπάρχουν πολύ περισσότερα ερωτήματα για τη θητεία του στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ από ό,τι τότε. Γενικά πάντως θεωρείται ότι επηρέασε τους επόμενους υπουργούς Εξωτερικών, ως διαπραγματευτής και μεσολαβητής, ενώ πολλοί διπλωμάτες που είχαν συνεργαστεί μαζί του τον θεωρούσαν πρότυπο, όπως ο Μπρεντ Σκόουκροφτ, ο Λόρενς Ιγκλμπεργκερ και η Κοντολίζα Ράις. Συνέχισε να έχει επιρροή σε όλους τους προέδρους μέχρι τον Ντόναλντ Τραμπ» εξηγεί ο Σβαρτς.

Ως υπουργός Εξωτερικών, με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζέραλντ Ρ. Φορντ, τον αρχηγό του Γενικού ΕΡπιτελείου Στρατού, στρατηγό Φρέντερικ Γουέγιαντ,και τον Γκράχαμ Μάρτιν, πρεσβευτή στο Βιετνάμ, συζητούν την κατάσταση στο Βιετνάμ, στον Λευκό Οίκο, στος 25 Μαρτίου 1975.

Ηταν η ρεάλπολιτικ το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της διπλωματικής του προσέγγισης; «Ενα από τα πράγματα για τα οποία δέχθηκε κριτική ο Κίσινγκερ ήταν η έλλειψη ιδεαλισμού στη ρεάλπολιτικ. Η πιο έντονη κριτική εις βάρος του ήταν ότι δεν νοιαζόταν για τα ανθρώπινα δικαιώματα και μπορούσε να συνομιλεί με αυταρχικούς ηγέτες.

Για παράδειγμα, τις σχέσεις που είχε με τη χούντα στην Ελλάδα ή τη στάση προς την Τουρκία. Είχε κάποιες διπλωματικές επιτυχίες αλλά έκανε και κινήσεις που σήμερα η Ιστορία τις κρίνει αυστηρά. Εγινε το σύμβολο καλών και κακών.

Ξέρετε ποιο είναι το περίεργο; Το γεγονός ότι έζησε τόσο πολύ, έναν αιώνα, τον έκανε σύμβολο με διάρκεια. Εάν είχε πεθάνει χρόνια πριν, δεν θα τον αναφέραμε τόσο πολύ στην κουβέντα για την αμερικανική εξωτερική πολιτική».

Στις συζητήσεις σας ανέφερε την Ελλάδα, την Κύπρο και τη συμμετοχή του σε εκείνη την ταραγμένη περίοδο; «Πιστέψτε με, δεν του άρεσε να μιλάει για την Ελλάδα. Υπερασπιζόταν βέβαια τις προσπάθειές του τότε να βρεθεί κάποια λύση.

Είπαμε όμως, δεν ζητούσε ποτέ συγγνώμη. Η άποψή του ήταν ότι έπρεπε να στηρίξει την Τουρκία, διότι τη θεωρούσε πολύτιμη. Ωστόσο ήταν μια απόφαση αντιδημοφιλής στην αμερικανική κοινή γνώμη. Ισως γι’ αυτό δεν ήθελε να μιλάει για την Ελλάδα και την Κύπρο».

«Ντόρα, είσαι ακόμη θυμωμένη μαζί μου;»

Της Ντόρας Μπακογιάννη

Την τελευταία φορά που συνάντησα τον Χένρι Κίσινγκερ ήταν πριν από πέντε χρόνια σε ένα εστιατόριο στη Νέα Υόρκη. Τον είχα δει τρεις φορές όλες και όλες στη ζωή μου. Σηκώθηκα να τον χαιρετήσω, σίγουρη ότι ήταν αδύνατο να θυμάται ποια είμαι. Με το που πλησίασα με κοίταξε και μου είπε: «Dora, are you still mad at me about the Cyprus;».

Η ευθεία καταφατική απάντησή μου δεν τον εμπόδισε από το να συνεχίσει τη συζήτηση. Ηταν σαφές ότι ο άνθρωπος αυτός έφερε βαρέως ότι εμείς οι Ελληνες δεν του συγχωρέσαμε ποτέ τον ρόλο που έπαιξε στο Κυπριακό.

Τον απασχολούσε σοβαρά 40 χρόνια μετά. Ο Κίσινγκερ ήταν ένας πολιτικός ευφυής, κυνικός και γνήσιος εκφραστής της Realpolitik. Ενας ρεαλιστής των ρεαλιστών όπως είναι καταγεγραμμένος στο υποσυνείδητο του περισσότερου κόσμου. Τον έχουν αποκαλέσει με όλα τα επίθετα, από Μακιαβέλι μέχρι Σατανά. Πιστεύω ότι η μνήμη της Βαϊμάρης, ίσως και με ακραίο τρόπο, καθόρισε σε μεγάλο βαθμό το διπλωματικό modus operandi του.

Αναμφισβήτητα ήταν το πιο αμφιλεγόμενο Νομπέλ Ειρήνης, για μια ειρήνη που ακολούθησε αρκετά χρόνια αργότερα.

Ηταν ένας διπλωμάτης που είχε αίσθηση των παγκόσμιων ισορροπιών στη γεωστρατηγική σκακιέρα και υπηρετούσε με κυνισμό και αποτελεσματικότητα τα αμερικανικά συμφέροντα, όπως εκείνος τα εκτιμούσε. Την άποψη του Κίσινγκερ ήθελες πάντα να την ακούς, διαφωνούσες ή συμφωνούσες – σπανιότερα συμφωνούσες – δεν ήταν μια γνώμη για πέταμα.

Αναμφίβολα ο Χένρι Κίσινγκερ ήταν η πιο εμβληματική και ταυτόχρονα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα της αμερικανικής διπλωματίας που άφησε ισχυρότατο αποτύπωμα στον τρόπο του σκέπτεσθαι στην αμερικανική εξωτερική πολιτική και στο αμερικανικό establishment.

Η Ντόρα Μπακογιάννη είναι βουλευτής, πρώην υπουργός Εξωτερικών, Πολιτισμού ενώ έχει διατελέσει και δήμαρχος Αθηναίων

Η παράδοξη συμβολή του στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις

Του Ευάγγελου Βενιζέλου

Για τον Χένρι Κίσινγκερ έχουν διατυπωθεί πολλοί χαρακτηρισμοί. Ο πιο απλός και αυταπόδεικτος είναι πώς υπήρξε μακρόβιος. Εζησε ενεργός πολλές δεκαετίες μετά τη λήξη της κυβερνητικής του θητείας.

Είχε τον χρόνο να αναστοχαστεί και γύρω από τις πολιτικές και διπλωματικές του επιλογές και πρακτικές και γύρω από τις θεωρητικές του απόψεις. Κοινός παρονομαστής και των δύο πτυχών του αποτυπώματός του στις διεθνείς σχέσεις είναι η βαριά αίσθηση της Ιστορίας.

Μελέτησε διπλωματική Ιστορία και είναι προφανές ότι ήθελε να γράψει το δικό του κεφάλαιο στην παγκόσμια διπλωματική Ιστορία όχι ως συγγραφέας αλλά ως πρωταγωνιστής. Εστω ως σχεδόν πρωταγωνιστής στο πλευρό δύο προέδρων των ΗΠΑ.

Δεν είχε άλλωστε τις συνταγματικές προϋποθέσεις να φανταστεί τον εαυτό του ως πρόεδρο, οπότε η θέση του υπουργού των Εξωτερικών, για ένα μάλιστα διάστημα και του συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας, ήταν το second best. Δεν είναι προφανώς ίδιο να αναφέρεσαι στον Ρίτσαρντ Νιξον και στον Τζέραλντ Φορντ.

Ο πρώτος, παρά τον ταπεινωτικό τρόπο με τον οποίο έληξε η προεδρική του θητεία, είχε στρατηγική και θαρραλέα θεώρηση της εξωτερικής πολιτικής. Οι πρωτοβουλίες του σκιάστηκαν από καταλυτικά στοιχεία της προσωπικότητάς του και τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις αλλά δεν έχασαν μακροπρόθεσμα την ιστορική τους σημασία.

Η σχέση του Κίσινγκερ με κρίσιμα κεφάλαια της ελληνικής Ιστορίας του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα έχει υπονομεύσει εδώ και πενήντα χρόνια την πρόσληψη της προσωπικότητάς του από την ελληνική κοινή γνώμη.

Αυτή όμως η τραυματική και αρνητικά φορτισμένη σχέση με τη μνήμη του Κίσινγκερ μας επιβάλλει να προσεγγίζουμε με πιο πολύπλοκο και ρεαλιστικό ταυτόχρονα τρόπο τα πράγματα, ιδίως τώρα που η ελληνοαμερικανική στρατηγική εταιρική συνεργασία γίνεται με ευρεία εσωτερική συναίνεση αποδεκτή ως πυλώνας της ελληνικής πολιτικής ασφάλειας. Ο Κίσινγκερ δεν εμφανίστηκε προφανώς ποτέ ως «φιλέλληνας», η ελληνοαμερικανική κοινότητα δεν διαμόρφωσε μαζί του μια προνομιακή σχέση.

Ο ίδιος δεν έκρυψε ποτέ ότι γνώμονάς του ήταν μια ρεαλιστική, κατά πολλούς κυνική, αντίληψη για την προώθηση των αμερικανικών εθνικών συμφερόντων και ότι για τον σκοπό αυτό η συνεργασία με αυταρχικά ή και ολοκληρωτικά καθεστώτα ήταν μια απολύτως αποδεκτή πρακτική.

Ο ρόλος των προσώπων δεν είναι ποτέ αμελητέος.

Οι συσχετισμοί των δυνάμεων και το γεωπολιτικό υπόβαθρο είναι όμως το υπόστρωμα κάθε στρατηγικής. Η εξαιρετικά έντονη προσωπικότητα του Κίσινγκερ, αντί να αναδεικνύει εν τέλει τον ρόλο των προσώπων και τον βολονταρισμό στην εξωτερική πολιτική, αναδεικνύει τη σημασία των γεγονότων και των καταστάσεων.

Ισως αυτή να είναι εκ των υστέρων η παράδοξη συμβολή του Κίσινγκερ στην προώθηση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων και στην αυτοσυνειδησία της ελληνικής εθνικής στρατηγικής.

Ο Ευάγγελος Βενιζέλος είναι πρώην αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών, πρώην υπουργός Εθνικής Αμυνας