Στρατηγικό σχέδιο για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών και την επιστροφή περισσότερων επενδυτών στη χώρα φαίνεται ότι εφαρμόζει χωρίς διακοπή η Τουρκία μετά τις εκλογές του Μαΐου.

Την περασμένη εβδομάδα η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας αύξησε ξανά τα επιτόκια, αυτή τη φορά κατά 500 μονάδες βάσης στο 40%, προχωρώντας στην έκτη κατά σειρά τέτοια αύξηση επιτοκίων που έχουν τετραπλασιάσει το κόστος δανεισμού από το 8,5% που βρίσκονταν αρχικά.

Τα πραγματικά επιτόκια βρίσκονται τώρα σε θετικό έδαφος σε σχέση με τον αναμενόμενο πληθωρισμό στα τέλη του 2024 αφού η κεντρική τράπεζα εκτιμά ότι έως τότε ο δείκτης τιμών θα διαμορφωθεί στο 36%. Τον Οκτώβριο ο πληθωρισμός έτρεχε με ποσοστό 61,36%.

Πρόκειται για αλλαγή στάσης από τον πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν ο οποίος μέχρι πριν από τις γενικές εκλογές δήλωνε πολέμιος της αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής τηρώντας αντισυμβατική στάση απέναντι στον υψηλό πληθωρισμό.

Παράλληλα, ο υπουργός Οικονομικών Μεχμέτ Σιμσέκ ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα νέα κίνητρα για την ενθάρρυνση εισροών συναλλάγματος στην Τουρκία, στο πλαίσιο προσπαθειών της κυβέρνησης να σταθεροποιήσει τη λίρα, να χαλιναγωγήσει τον πληθωρισμό και να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών.

Ετσι αποφασίστηκαν μειώσεις στη φορολογία για ιδιώτες και επιχειρήσεις που έχουν έσοδα στο εξωτερικό, υπό την προϋπόθεση ότι τα κέρδη αυτά θα μεταφερθούν στην Τουρκία, είπε ο Σίμσεκ.

«Για να ενθαρρύνουμε την εισροή ξένου συναλλάγματος στη χώρα μας θα αυξήσουμε τις φοροαπαλλαγές για τις δραστηριότητες των φορολογουμένων και εταιρειών στο εξωτερικό, υπό την προϋπόθεση ότι τα κέρδη εισάγονται στη χώρα» ανέφερε.

Η μείωση της αβεβαιότητας μετά τις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές του Μαΐου δημιούργησε προϋποθέσεις για να επιστρέψουν στην οικονομία περιουσιακά στοιχεία σε ξένο νόμισμα που διατηρούνταν στο εξωτερικό ή «κάτω από το μαξιλάρι», σχολίαζε το Al-monitor.

Αυτή η εμπιστοσύνη αυξήθηκε όταν ο Μεχμέτ Σίμσεκ, οικονομολόγος που χαίρει μεγάλης εκτίμησης μεταξύ των διεθνών επενδυτών, ανέλαβε τα ηνία της οικονομίας τον Ιούνιο, αναφέρεται. Ο ιστότοπος επικαλείται στοιχεία της κεντρικής τράπεζας σύμφωνα με τα οποία τέτοιες εισροές ανήλθαν συνολικά σε περίπου 16 δισεκατομμύρια δολάρια το τετράμηνο από τον Ιούνιο έως τον Σεπτέμβριο.

Την ίδια περίοδο, ξένοι επενδυτές έριξαν περίπου 5 δισεκατομμύρια δολάρια σε τουρκικές μετοχές και κρατικά ομόλογα, ενώ οι εισροές με τη μορφή τραπεζικών καταθέσεων και δανείων ανήλθαν συνολικά σε περίπου 9,5 δισεκατομμύρια δολάρια.

Οι άμεσες ξένες επενδύσεις ήταν ο πιο αδύναμος κρίκος. Ενώ οι πωλήσεις ακινήτων απέφεραν 930 εκατομμύρια δολάρια, οι πραγματικές άμεσες επενδύσεις παρουσίασαν εκροή περίπου 630 εκατομμυρίων δολαρίων, αναφέρει το Al-monitor.

Συνολικά οι ξένες εισροές ανήλθαν σε σχεδόν 15 δισεκατομμύρια δολάρια τους πρώτους τέσσερις μήνες υπό τον Σίμσεκ, με τον συνολικό αριθμό να φτάνει τα 31 δισεκατομμύρια δολάρια, περιλαμβανομένων και των λεγόμενων εισροών από άγνωστες πηγές.

Το ποσό αυτό κάλυψε εύκολα το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών των 3,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων την περίοδο Ιουνίου – Σεπτεμβρίου, οδηγώντας επίσης σε αύξηση των συναλλαγματικών διαθεσίμων της χώρας κατά 27 δισεκατομμύρια δολάρια, αναφέρει η ίδια πηγή.

Ο παράγοντας επιτόκια

Ειδικά όσον αφορά τα επιτόκια της λίρας Τουρκίας, αυτά σήμερα είναι τα υψηλότερα των δύο δεκαετιών υπό την ηγεσία του Ερντογάν και υψηλότερα από όλες σχεδόν τις άλλες αναδυόμενες οικονομίες στον κόσμο. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αναμένουν ότι θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του επόμενου έτους, αναφέρει η Barron’s και το AFP.

Τα υψηλά επιτόκια σήμερα «υπογραμμίζουν τα βάθη στα οποία έχει βυθιστεί η οικονομία της Τουρκίας αφού ο Ερντογάν αποφάσισε να εφαρμόσει την ανορθόδοξη θεωρία του ότι τα υψηλά επιτόκια προκαλούν πληθωρισμό στην πραγματική ζωή. Η συμβατική οικονομία υπαγορεύει ότι ισχύει ακριβώς το αντίθετο» σημειώνεται.