Σε μια εποχή όπου η έννοια του πολιτικού περιορίζεται σε όσους εμπλέκονται στις παραλλαγές της επαγγελματικής πολιτικής, εντός κομμάτων, εντός επίσημων συνδικάτων, εντός «οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών» και ΜΚΟ, εντός διεθνών οργανισμών και εντός κρατικών μορφών, δεν είναι εύκολη η περιγραφή όσων θέτουν στόχο όχι την αναπαραγωγή αλλά την ανατροπή των σημερινών κοινωνικών σχέσεων. Δεν είναι τυχαίο πόσο εύκολα αποδίδεται σε όσους διαλέγουν μια συγκρουσιακή τοποθέτηση και στρατεύονται ολόψυχα σε αυτήν ο χαρακτηρισμός του εξτρεμιστή ή – ακόμη χειρότερα – του τρομοκράτη.

Ομως ξεχνάμε ότι στον 20ό αιώνα αναδείχτηκε μια φιγούρα ανθρώπου που θεωρούσε ότι ο χαρακτηρισμός «επαγγελματίας επαναστάτης» περιποιούσε τιμή σε όποιον ήταν αποδέκτης του, ιδίως όταν δεν δρούσε μόνο για την ανατροπή στο εθνικό πεδίο. Ανθρώπων που θεώρησαν ότι η στράτευση στην υπόθεση της παγκόσμιας επανάστασης αποτελούσε χρέος, τρόπο ζωής και πηγή αξιοπρέπειας. Ανθρώπων που δεν είχαν πρόβλημα να μετακινούνται από τη μία χώρα στην άλλη, να ζουν υπό τον διαρκή κίνδυνο της σύλληψης (ενίοτε και με την επιβαρυντική κατηγορία του «πράκτορα ξένης δύναμης»), να υφίστανται στερήσεις. Τους συναντά κανείς τόσο στα δίκτυα της Κομμουνιστικής Διεθνούς στις δεκαετίες του 1920 και του 1930 (ο αναγνώστης ας αναζητήσει το βιβλίο της Brigitte Studer «Travellers of the World Revolution», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Verso, για τους ανθρώπους που έστησαν τα δίκτυα της Κομιντέρν), όσο και στα δίκτυα της Τέταρτης Διεθνούς από τη δεκαετία του 1930 και μετά και αργότερα στα αντιαποικιακά κινήματα.

Η νέα βιογραφία

Μια τέτοια μορφή ανθρώπου στρατευμένου στην παγκόσμια επανάσταση ήταν ο Μιχάλης Ράπτης, ο Μισέλ Παμπλό, όπως ήταν το ψευδώνυμό του στη διεθνή δράση. Για τη ζωή του έχουμε πια, πέρα από τη δική του πολιτική αυτοβιογραφία που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ικαρος, και μια αναλυτική και εκτεταμένη βιογραφία από τον Hall Greenland με τίτλο «The Well-Dressed Revolutionary. The Odyssey of Michel Pablo in the Age of Uprisings» (Ο καλοντυμένος επαναστάτης. Η οδύσσεια του Μισέλ Παμπλό στην εποχή των ξεσηκωμών), που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Resistance Books και το Διεθνές Ινστιτούτο για την Εκπαίδευση και την Ερευνα στο Αμστερνταμ.

Ο Γκρίνλαντ έχει κάνει την πιο συστηματική προσπάθεια να ανασυνθέσει τη ζωή και την πολιτική δράση του Μιχάλη Ράπτη. Παρουσιάζει έτσι τα πρώτα του βήματα, τις σπουδές του, αλλά και την ένταξή του στο επαναστατικό κίνημα της εποχής, πρώτα στους Αρχειομαρξιστές και έπειτα στο ευρύτερο ρεύμα της Αριστερής Αντιπολίτευσης. Περιγράφει τις διώξεις που θα υποστεί από το μεταξικό καθεστώς, την εξορία στη Φολέγανδρο (όπου θα συναντήσει την έκτοτε αχώριστη σύντροφό του Ελλη Δυοβουνιώτη), τη διαφυγή στο Παρίσι και τη συνέχεια της πολιτικής δραστηριότητάς του στην Τέταρτη Διεθνή, ακόμη και στη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής. Στέκεται ιδιαίτερα στην ανάδειξή του μετά τον πόλεμο στην ηγεσία της Τέταρτης Διεθνούς και την αναμέτρηση με όλα τα ανοιχτά ερωτήματα για ένα ρεύμα που ήταν ταυτόχρονα πάντοτε μειοψηφικό, αλλά και επιδραστικό.

Η πρωτοτυπία της σκέψης του

Ομως ο Γκρίνλαντ δεν στέκεται μόνο στην αφήγηση της ζωής και των πολιτικών σταθμών του Μιχάλη Ράπτη ή στις διάφορες εσωτερικές συγκρούσεις και έριδες που σφράγισαν την ιστορία αυτού του ρεύματος και έφτασαν μέχρι του σημείου της αποπομπής του από την ηγεσία στη δεκαετία του 1960. Δίνει βαρύτητα στην πρωτοτυπία της σκέψης του. Τόσο σε σχέση με το πώς αντιλαμβανόταν τα προβλήματα μιας σεχταριστικής πρακτικής και της επικοινωνίας με μαζικά κινήματα και πολιτικά ρεύματα, ακόμη και εάν ήταν υπό «σταλινικό» έλεγχο, όσο και σε σχέση με το πώς από νωρίς κατάλαβε ότι ένα από τα κλειδιά για την αναζήτηση ενός δρόμου για τον σοσιαλισμό πέραν των στρεβλώσεων και του αυταρχισμού του σταλινικού μοντέλου ήταν μια αντίληψη εργατικής αυτοδιαχείρισης.

Αναλυτική είναι η αναφορά του Γκρίνλαντ και στην εμπλοκή του Μιχάλη Ράπτη στον αντιαποικιακό αγώνα. Ο Πάμπλο έγκαιρα αντιλήφθηκε το χειραφετητικό δυναμικό που είχε η διεκδίκηση της ανεξαρτησίας της Αλγερίας και στρατεύτηκε ολόπλευρα σε αυτή, διαμορφώνοντας τον μηχανισμό που εξασφάλιζε ότι μπορούσε να φτάνει στο FLN η χρηματοδότηση από τις εισφορές των Αλγερινών που ζούσαν στη Γαλλία και αργότερα μέσα από το παράτολμο αλλά τελικά πετυχημένο σχέδιο για τη δημιουργία ενός παράνομου εργοστασίου όπλων για τον αγώνα στην Αλγερία, μία από τις πιο χαρακτηριστικές πρωτοβουλίες «διεθνιστικής αλληλεγγύης» στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα (ο αναγνώστης μπορεί να αναζητήσει το βιβλίο του Δημήτρη Λιβιεράτου «Το αόρατο εργοστάσιο της επανάστασης (1959-1962). Οι διεθνιστές της δυτικής επιμελητείας στην Αλγερία»). Και βέβαια για χρόνια ο Πάμπλο έμεινε στην Αλγερία ως σύμβουλος της κυβέρνησης στην προσπάθεια να επεκταθούν μορφές αυτοδιαχείρισης στην αγροτική παραγωγή, μέχρι το πραξικόπημα του 1965 και την εγκατάλειψη των πιο ριζοσπαστικών πειραμάτων.

Παρών σε μεγάλες στιγμές

Ο Γκρίνλαντ φτάνει την αφήγησή του μέχρι το τέλος της ζωής του Μιχάλη Ράπτη το 1996. Υπογραμμίζει έτσι πως ήταν παρών σε διάφορες μεγάλες στιγμές της Ιστορίας, από τον Μάη του 1968 και τη Χιλή του Αλιέντε μέχρι την Πορτογαλία της Επανάστασης των Γαρυφάλλων, αλλά και τη συνεχή προσπάθειά του να δει τη μαρξιστική θεωρία με τρόπο ανοιχτό, να επιμείνει στην κεντρικότητα της αυτοδιαχείρισης, να ενσωματώσει τη σημασία των αιτημάτων εθνικής χειραφέτησης (και αλληλεγγύης προς αυτά), να υπογραμμίσει την αξία των «νέων κινημάτων», όπως αυτό για τη γυναικεία χειραφέτηση.