Συνάντησα τον Κώστα στον δρόμο εντελώς κατά τύχη. Στην πραγματικότητα, κατά μία έννοια, δεν ήταν καν συνάντηση, καθώς με πρόφτασε από πίσω, εκεί που το χαλίκι και η πέτρα έδιναν τη θέση τους στη λάσπη και στο λιωμένο χιόνι καθώς κατηφόριζα πεζός τις πλαγιές του Παρνασσού. Τον είχα ακούσει να κατεβαίνει πίσω μου με άλματα και μεγάλα βήματα, με τη βοήθεια μιας μεγάλης ομπρέλας. Ήταν φανερό πως ήθελε να με προλάβει, κι ότι με αναγνώρισε ως κάποιου είδους ξένο. (…)

Η ολοένα και πιο πυκνή γκρίζα ομίχλη της βροχής πρέπει να με ξεγέλασε, γιατί ξαφνιάστηκα όταν άκουσα μια φωνή αγοριού να μου εύχεται ώρα καλή από λίγα μέτρα παραπίσω.

«Καλωσόρισες» είπα γρήγορα, και βλαστήμησα τον εαυτό μου που χρησιμοποίησα λάθος έκφραση.

Χαμογελούσε πλατιά καθώς με πλησίαζε… Φορούσε ένα χακί παλτό, απομεινάρι του πολέμου, κουμπωμένο μέχρι τόσο ψηλά που συναντούσε το σκουφί στα αυτιά του…

«Θα μείνεις στη Λειβαδιά απόψε;»

«Ξέρω γω;» απάντησα απότομα, χρησιμοποιώντας μια φράση στη γλώσσα του που ήξερα με ασφάλεια.

«Υπάρχει φρουρά» είπε χωρίς ιδιαίτερη έμφαση, υποθέτοντας ότι το ήξερα ήδη. «Πενήντα-εξήντα Ιταλοί». Επιτάχυνε λίγο το βήμα του για να ενθαρρύνει και τα δικά μου κουρασμένα πόδια, και πρόσθεσε πιο πιεστικά: «Η απαγόρευση κυκλοφορίας… Στις δέκα η ώρα ακριβώς… Αν σε βρουν μετά τις δέκα, οι Μακαρονάδες, μπαμ-μπουμ, μπαμ-μπουμ». Έκανε μια χειρονομία πυροβολισμού για να εξηγήσει την ηχητική γλώσσα που χρησιμοποίησε, και αυτή ήταν η οριστική απόδειξη ότι με είχε αναγνωρίσει ως ξένο, οπότε και τον ρώτησα ανοιχτά.

«Ξέρεις ποιος είμαι;»

«Βεβαίως». Το χαμόγελό είχε γίνει τώρα τόσο πλατύ που νόμιζες πως θα χωρίσει το πρόσωπό του στα δύο. «Σε αναγνώρισα από εκατό μέτρα μακριά. Γι’ αυτό βιάστηκα – γι’ αυτό και ρώτησα για την απαγόρευση κυκλοφορίας».

«Πώς το κατάλαβες;»

«Από τον τρόπο που περπατούσες. Όλοι οι Άγγλοι έτσι περπατάνε, μακρόσυρτα και αργά και σταθερά, σαν να κάνουν ποδήλατο… Ποτέ βιασύνες μέχρι να φτάσετε, αργά αργά… Σας ξέρω από τον πόλεμο, καταλαβαίνεις»… Με έπιασε από το χέρι και πλησίασε τα χείλη του στο αυτί μου, μη μας ακούσει κανείς σε απόσταση δέκα χιλιομέτρων, και ψιθύρισε: «Ξέρεις, είμαι της Οργάνωσης… ο Κώστας, ο Κώστας από τη Λειβαδιά».

Έγνευσα ξανά και χαμογέλασα εισερχόμενος με ιερή άγνοια στη συνωμοσία του, αλλά αντιστεκόμενος στη σιωπηρή του πρόσκληση να συστηθώ.

«Δεν είναι βέβαια το αληθινό μου όνομα» πρόσθεσε προκλητικά. «Ιντέλιτζενς Σέρβις, καταλαβαίνεις» είπε εκφέροντας τις μαγικές λέξεις στα αγγλικά. «Έχει τον τρόπο της να κάνει και να μην κάνει πράγματα, καταλαβαίνεις;…» […]

Καθώς έμοιαζε αδύνατον να προσεγγίσουμε την πόλη χωρίς να γίνουμε αντιληπτοί, αφού εκτός από κάθε σκυλί στην περιοχή τώρα στη χορωδία είχαν ενταχθεί επίσης κότες και γαϊδούρια, ο Κώστας έστριψε απότομα σε έναν ανηφορικό δρόμο δεξιά, που θα μπορούσε να ήταν η συνέχεια του μονοπατιού που είχαμε αφήσει πίσω μας μισή ώρα πριν. Τον ακολούθησα κάπως άτσαλα, όμως έπεσα δυο-τρεις φορές στη λάσπη, αφού ήταν δυσκολότερο να ανεβαίνω παρά να κατεβαίνω. Ο Κώστας με τράβηξε με τη λαβή της ομπρέλας, βλαστημώντας τον δρόμο για να με ενθαρρύνει ώσπου να ξαναβρώ την ισορροπία μου. Μόλις μπόρεσα να σταθώ στα πόδια μου, σε ένα ύψωμα μερικά μέτρα πιο πέρα, ο Κώστας έστριψε αριστερά και κατευθύνθηκε ξανά προς την πόλη, περνώντας βιαστικά έξω από κοτέτσια, στάβλους και καλύβες, μέσα από λαβυρινθώδη μονοπάτια όπου ξεφύτρωναν λακκούβες και διάφορα άλλα ανώμαλα σημεία, μέχρι που αφήσαμε πίσω μας τα περίχωρα της πόλης και μπροστά μας ξεπρόβαλε καθαρά ο ιταλικός στρατώνας.

Δεν υπήρχαν οδοφράγματα ή ανοιχτός χώρος γύρω από το τριώροφο κτίριο, ενώ κάθε όροφος ήταν φωτισμένος, αδιαφορώντας για τον κίνδυνο αεροπορικής επιδρομής. Περιβαλλόταν από διάσπαρτα κτίσματα: σπίτια και καλύβες, μικρά και μεγάλα· ξύλινα, πέτρινα ή φρεσκοασπρισμένα· με στέγες από άχυρο ή χοντροκομμένες μεγάλες πλάκες· μόνο το μεγάλο κτίριο είχε κεραμίδια και λαμαρίνες. Ο Κώστας σταμάτησε και κούνησε την ομπρέλα του προς τη μεριά ενός ταπεινού ξύλινου κτίσματος, διώροφου, και είπε με ασυνήθιστα τρυφερό τόνο: «Το σπίτι μου»…

Τον ακολούθησα πιο προσεκτικά. Επικράτησε σιωπή μετά το χτύπημα, κι ύστερα ακούστηκαν δάχτυλα βιαστικά στο μάνταλό της. Ήμουν στα μισά της σκάλας όταν η πόρτα άνοιξε και αποκαλύφθηκε η σκυφτή, μαυροφορεμένη φιγούρα μιας γυναίκας που μπορεί να ήταν από τριάντα ως εβδομήντα χρονών, και μόλις εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα κάτι που δεν είχα καταλάβει πιο πριν, ότι δηλαδή το τραγούδι και η μουσική δεν προέρχονταν από τον στρατώνα αλλά από το σπίτι. Δεν μπορούσα να δω τίποτα άλλο πέρα από τη φιγούρα στο δυνατό φως της πόρτας, αλλά δεν υπήρχε αμφιβολία ούτε δυνατότητα επιστροφής.

«Άνοιξε, γριά!» είπε ο Κώστας ευχάριστα, επιβάλλοντας τη φωνή του δυνατότερου στο πιο αδύναμο φύλο, αν και είχε ήδη ανοίξει την πόρτα. Πολλά πράγματα θα μπορούσαν να κρύβονται πίσω από τη νεανική φωνή. Η γριά γυναίκα ήταν σίγουρα η μάνα του, δεν υπήρχε αμφιβολία, αλλά αυτός ήταν ο αφέντης του σπιτιού· ο πατέρας του είχε πεθάνει, και ήταν ο μεγαλύτερος γιος· περίμενε να γίνει δεκτός με τον ανάλογο σεβασμό, αφού έλειπε σε σημαντική δουλειά· αλλά δεν είχε ιδέα, όπως ούτε εγώ βέβαια, ότι ένας άλλος ξένος ήταν ήδη εκεί πριν από εμάς.

«Καλωσόρισες, γιε» είπε η μάνα του. «Καλώς μας ήρθες, καλώς μας ήρθες».

«Καλώς σε βρήκαμε» απάντησε ο Κώστας επίσημα, προσπερνώντας τη βιαστικά. Έπειτα στράφηκε σε μένα από τον στενό διάδρομο και μου φώναξε: «Έλα πάνω, Ευάγγελε», επινοώντας ένα όνομα για μένα την ίδια στιγμή. Μετά μπήκε στο φωτισμένο δωμάτιο που βρισκόταν απέναντι από την είσοδο, και ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με έναν Ιταλό με πράσινη στολή…

«Ο Τζουζέπε» έκανε τις συστάσεις, χτυπώντας τον Ιταλό στην πλάτη. «Καλό παιδί ο Τζουζέπε» συνέχισε, κρατώντας σφιχτά το δεξί του χέρι, σαν να ήταν κάποια χειρονομία έγκρισης. «Ένα καλό παιδί… Έρχεται σ’ εμάς συχνά για να παίξει και να τραγουδήσει… Νιώθει μοναξιά, ας πούμε…»

«Τόσο μακριά απ’ το σπίτι του, καταλαβαίνεις;» είπε η μάνα του Κώστα, διπλώνοντας και ξεδιπλώνοντας τα χέρια της… «Πόσο θα κλαίνε για αυτόν, η μάνα του και η οικογένειά του, πόσο να κλαίνε για αυτόν…» […]

«Είναι αργά» συμφώνησε ο Κώστας. «Να προσέχεις τώρα που θα φύγεις. Θα υπάρχει σκοπός στα οδοφράγματα».

«Είναι φίλος μου» είπε ο Τζουζέπε με εσκεμμένα αδιάφορο ύφος, έχοντας επανακτήσει πλήρως τον έλεγχο της φωνής του. «Οι ξένοι πρέπει να προσέχουν».

Επικράτησε ένα μούδιασμα στο δωμάτιο, σαν να επρόκειτο για μια συγκαλυμμένη απειλή. Αλλά δεν με κοίταξε, ούτε μου μίλησε, παρά μόνο για να πει: «Καληνύχτα».

Ο Κώστας τον ξεπροβόδισε, κι αφού τα βήματά του στα σκαλοπάτια κι ύστερα στο πλακόστρωτο έσβησαν, έμεινε να παρατηρεί τη νύχτα, σιωπηλός. Κανένας ήχος δεν ακουγόταν από τον στρατώνα, κανένας ήχος δεν ακουγόταν σε όλη την πόλη παρά μόνο το μελαγχολικό γκάρισμα κάποιου γαϊδάρου από μακριά. Τελικά ο Κώστας γύρισε, έριξε ριγώντας μια τελευταία ματιά στον έναστρο ουρανό, κι έκλεισε την πόρτα με ένα ξεφύσημα και ένα ωραίο χαμόγελο, για να αποτινάξει την αμηχανία.

«Καλά τα καταφέραμε, λοιπόν…»

«Με αναγνώρισε;» ρώτησα όσο πιο αδιάφορα μπορούσα.

«Ξέρω γω;» είπε ο Κώστας με ειλικρινή αδιαφορία. «Βιάσου με τα κρεβάτια, γριά! Είμαστε κουρασμένοι, κι αύριο ο Ευάγγελος έχει δουλειά να κάνει…» […]

«Νομίζω ότι μάλλον σε αναγνώρισε» είπε ο Κώστας συνετά, καθώς ξεντυνόταν πιο αργά.

«Μπα;» είπα, με ένα τρέμουλο στη φωνή.

«Καλό παιδί ο Τζουζέπε» συνέχισε, λες και δεν είχε διαφορά αν με αναγνώρισε ή όχι. «Καλό παιδί, και μπορεί και να παίξει και να τραγουδήσει, εξάλλου γι’ αυτό μόνο κάνουν οι Ιταλοί… Έρχεται εδώ κάποια βράδια, έπρεπε να σ’ το ‘χα πει… Είναι του σπιτιού, όπως κι εσύ τώρα, που είσαι ξένος…». Είχε ξεντυθεί, και το σπίτι ήταν ήσυχο· αλλά συνέχισε να μιλάει αφού ο ενθουσιασμός από τη φιλοξενία έπρεπε κάπου να εκτονωθεί…

Το φως έσβησε επιτέλους, και ο Κώστας ξάπλωσε στο πάτωμα δίπλα μου. Ήμουν μισοξύπνιος πάλι, ακούγοντάς τον να μιλάει δίχως να δίνω προσοχή, αναλογιζόμενος το αυριανό μου ταξίδι, όπου θα έπρεπε να διασχίσω την πόλη και να αποφύγω τα οδοφράγματα και τους σκοπούς στο πρώτο φως της ημέρας, ίσως να περάσω και από τον ίδιο τον Τζουζέπε, για να φτάσω στον κεντρικό δρόμο για την Αθήνα. Διάφορες εικόνες περνούσαν από το μυαλό μου αδιάφορα, χωρίς να φοβάμαι πια, στην άνεση και στο σκοτάδι που με περικύκλωναν για λίγες ώρες ακόμα.

«Έχει μια μάνα και τρεις αδερφές στη Νάπολη, ο κακομοίρης… είδα τις φωτογραφίες…». Το γαϊδούρι γκάριξε ξανά, ένα μοναχικό σινιάλο από μακριά. Ο Κώστας παρέμεινε σιωπηλός, αλλά καταλάβαινα από την αναπνοή του ότι δεν κοιμόταν. Παρά την απόφασή μου να μη μιλήσω ξανά, είπα:

«Τι λες; Αν με κατάλαβε, θα μας προδώσει;»

Άκουσα το κεφάλι του Κώστα να σηκώνεται απότομα από το πάτωμα, και για πρώτη φορά από τη στιγμή που γνωριστήκαμε ακούστηκε έκπληκτος.

«Να μας προδώσει; Μπα, σιγά μη μας προδώσει. Ξέρει ότι είμαι της Οργάνωσης… Σε ποιον άλλο μπορεί να ελπίζει να τον βοηθήσει, όταν έρθει η ώρα;…».