Στο μυθιστόρημα The Last of Chéri του 1920, της Sidonie-Gabrielle Colette, μια έξυπνη 49χρονη διατηρεί μια σχέση με έναν ματαιόδοξο 24χρονο άνδρα. Τι έχει αλλάξει, σήμερα λοιπόν, από εκείνη τη μεσοπολεμική λογοτεχνική έμπνευση.

Παρόλο που γράφτηκε πριν από έναν αιώνα, και τις μεγάλες αλλαγές στον ρόλο της γυναίκας, η δημοσιογράφος και συγγραφέας Κέιτι Ρόιφ συμπεραίνει μετά λύπης της, ότι τα ταμπού με τα οποία έπαιζε η συγγραφέας στο έργο της δεν έχουν ξεθωριάσει ή αλλοιωθεί με κανένα ουσιαστικό τρόπο.

Ακόμα και τα κακότροπα κουτσομπολιά γύρω από τις μεγαλύτερες γυναίκες, όπως η ηρωίδα που έφτιαξε η Colette, δεν έχουν υποχωρήσει ακόμη και σε φιλελεύθερους κύκλους.

Ως το πιο ενδεικτικό στοιχείο αυτού του φαινομένου δεν είναι άλλο από τις επονομαζόμενες γυναίκες «κούγκαρ»« (cougars), που έχει επικρατήσει ως όρος να ισχύει στην αμερικανική κοινωνία και όχι μόνο.

Όταν, δηλαδή, μια γυναίκα σήμερα βγαίνει με έναν πολύ νεότερο άνδρα, λέγεται ότι είναι μια «κούγκαρ», μια «άγρια, αρπακτική γάτα που μπορεί να πιάσει από τον λαιμό το θήραμά της, ενώ όταν ένας άντρας είναι με κάποια πολύ νεότερη δεν χρειάζεται να το συζητήσουμε, θεωρείται φυσιολογικό» λέει η συγγραφέας του βιβλίου The Morning After: Sex, Fear, and Feminism on Campus.

Ακόμα και αυτοί που προσέχουν τις λέξεις και υιοθτούν μια politically correct γλώσσα χρησιμοποιούν αυτή τη λέξη «κούγκαρ» την οποία η Κέιτι Ρόιφ θεωρεί ένα από τα ελάχιστα σεξιστικά τροπάρια που δεν λογοκρίνονται από όσους γενικά ενδιαφέρονται να λογοκρίνουν.

Μια «κούγκαρ» στη λαϊκή φαντασία είναι σέξι, δυνατή, κομψή, αλλά το λιγότερο αξιολύπητη για τη Ρόιφ η οποία, στη τελική, αναρωτιέται στη The Wall Street Journal, μα γιατί ακόμα και ανοιχτόμυαλοι άνθρωποι που απορρίπτουν τα στετεότυπα, χαίρονται με τις cougars.

Στη προσπάθειά της να απαντήσει η Αμερικανίδα συγγραφέας ανακαλεί στη μνήμη της τα λόγια της Αμερικανίδας δοκιμιογράφου Σούζαν Σόνταγκ το 1972: «Θεωρείται ότι είναι σκάνδαλο για μια γυναίκα να αγνοεί ότι είναι μεγάλη και επομένως πολύ άσχημη για έναν νεαρό άνδρα».

«Στον κόσμο μας της αυξανόμενης ανοχής για την ποικιλία των ανθρώπινων γούστων, φαίνεται παράξενο το γεγονός ότι μια αβλαβής προσωπική επιλογή που έγινε από δύο συναινούντες ενήλικες εξακολουθεί να μας ενοχλεί. Οι άνθρωποι θέλουν να λένε ότι η προσκόλλησή μας στο μοντέλο ηλικιωμένου άνδρα/νεότερης γυναίκας είναι «βιολογία», αλλά όταν πρόκειται για δύο άτομα, νομίζω ότι μπορούμε να υποθέσουμε ότι έχουν επιλύσει τα αναπαραγωγικά ζητήματα μεταξύ τους. Και φυσικά, ως πολιτισμός, έχουμε εγκαταλείψει πολλές από τις βάναυσες επιταγές της άγριας φύσης του Δαρβίνου» σχολιάζει η Ρόιφ.

Γιατί λοιπόν συμβαίνει αυτό;

Κατά κάποιο τρόπο, για την Αμερικανίδα συγγραφέα, η ανησυχία μας φαίνεται να σχετίζεται με την εμφάνιση.

«Αυτές οι σχέσεις μας φαίνονται λάθος. Το να βλέπουμε έναν νεότερο άνδρα με φρέσκο πρόσωπο με μια μεσήλικη γυναίκα διαταράσσει την αίσθηση της φυσικής τάξης των πραγμάτων. Προκαλεί κάποιου είδους συμβατικότητα ακόμη και σε άτομα που δεν είναι ιδιαίτερα συμβατικά» επισημαίνει η Αμερικανίδα.

Η βραβευμένη με Νόμπελ Annie Ernaux γράφει στο νέο της βιβλίο, «The Young Man», σχετικά με το ότι ήταν στην παραλία με έναν 30 χρόνια νεότερο: «Οι γείτονές μας παρακολουθούσαν κρυφά, ειδικά εγώ, κοιτούσαν κάθε λεπτομέρεια του σώματός μου και το αξιολογούσαν (…) Οι άνθρωποι κοιτούσαν με μια αυθάδεια που έφτανε μέχρι την έκπληξη, σαν να ήταν μάρτυρες μιας ένωσης που αψηφούσε την τάξη της φύσης».

Την Ρόιφ επίσης την ανησυχεί η ανισότητα εξουσίας που μπορεί να πηγάζει από μια σχέση με διαφορά ηλικίας. «Τι κι αν η γυναίκα είναι πιο καθιερωμένη, πιο δυνατή, πιο επιτυχημένη; Αυτό μπορεί να φαντάζει ως απειλητικό ή μονόπλευρο ακόμη και σε έναν κόσμο που προσποιείται ότι αισθάνεται άνετα με τις γυναικείες φιλοδοξίες».

Η θέα μιας ηλικιωμένης γυναίκας με έναν νεότερο άνδρα ενδεχομένως να αποκαλύπτει και τα σημάδια γήρανσης, λέει η Ρόιφ που δεν μας αρέσει να σκεφτόμαστε και προσπαθούμε με οποιονδήποτε τρόπο να καλύψουμε. «Μια γυναίκα στα 40 ή στα 50 της υποτίθεται ότι φαίνεται ως δια μαγείας νεότερη, χωρίς κανείς να εντοπίσει τεχνάσματα ή προσπάθεια, και ένας πολύ νεότερος άνδρας αναδεικνύει τη φάρσα και τη ματαιότητα αυτού του εγχειρήματος» προσθέτει η Ρόιφ.

«Έτσι, κατά κάποιο τρόπο, η ηλικιωμένη γυναίκα αντιμετωπίζει το ταμπού της ίδιας της γήρανσης: Προκαλεί έναν παρατηρητή να κάνει συγκρίσεις και να δει αντιθέσεις. Αναγκάζει τους πάντες να αντιμετωπίσουν την μάταιη μάχη ενάντια στον χρόνο στν οποία τόσοι πολλοί από εμάς δίνουμε».

«Αψηφά επίσης την επιταγή να ξεθωριάσει ήσυχα, να αποδεχτεί την αισθητική της θέση, να αφοσιωθεί στις έμφυτες ιεραρχίες – μια αντίσταση που οι άνδρες, φυσικά, ασχολείστε συνεχώς. Έχουν μωρά στα 50 και στα 60 τους» λέει χαρακτηρισικά η Ρόιφ. «Μπορεί να είναι κουρασμένες ή χοντρές ή φαλακρές ή να έχουν ρυτίδες και κανείς δεν αμφισβητεί την ελκυστικότητά τους ή την καταλληλότητα της σχέσης με έναν κατά μια δεκαετία νεότερο».

Έτσι, καταλήγοντας η Αμερικανίδα συγγραφέας μας φέρνει ξανά στο μυαλό τα λόγια της Σοντάγκ ότι «οι κανόνες του γούστου επιβάλλουν δομές εξουσίας. Η αποστροφή κατά της γήρανσης στις γυναίκες είναι η αιχμή μιας ολόκληρης σειράς καταπιεστικών δομών». Αυτές οι δομές αποκαλύπτονται σε κάτι που μπορεί να φαίνεται σαν περιστασιακό κουτσομπολιό, σε άσχετες στιγμές κρίσης ή υπερβολικής περιέργειας. Ωστόσο, αυτές οι γυναίκες δεν θα έπρεπε να είναι «κούγκαρς», να θεωρούνται ότι κάνουν τη ζωή τους σαν ένα απλό κοσμικό γεγονός, καταλήγει η Κέιτ Ρόιφ.