Προχθές έλαβα ένα ι-μέιλ από έναν αναγνώστη. «Μην ασχολείστε άλλο με τις υποκλοπές, δεν μας ενδιαφέρουν», μου έγραψε. «Πληροφορήστε και τον κ. Κασσελάκη ότι το θέμα δεν έχει ψωμί. Το αποδεικνύουν και πολλές δημοσκοπήσεις, καμία από τις οποίες δεν θέτει σχετικό ερώτημα προς τους ψηφοφόρους».

Κάτι ανάλογο λέει κι ο Πρωθυπουργός. Τόσο στην προχθεσινή του δευτερολογία, όσο και σε άλλες πρόσφατες παρεμβάσεις του, χρησιμοποιεί το επιχείρημα της κάλπης. «Αν η υπόθεση των υποκλοπών ήταν τόσο σοβαρή», λέει στην αντιπολίτευση, «δεν θα έπρεπε να μας έχουν τιμωρήσει οι πολίτες στις εκλογές; Ε, δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Σαρώσαμε! Ο ελληνικός λαός έκανε μια πολιτική ετυμηγορία». Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επανέλαβε βέβαια ότι «ενδεχόμενο αδίκημα» θα ερευνηθεί από τη δικαιοσύνη, αλλά αυτό το λέει εδώ κι ενάμιση χρόνο.

Είναι τέτοια η μέθη των κυβερνητικών με την πολιτική και δημοσκοπική τους κυριαρχία, ώστε δεν συγκρατούνται ούτε στις προσωπικές επιθέσεις. Ο ένας κατηγορεί τον Χρήστο Ράμμο ότι «έχει τη δική του ατζέντα», ο άλλος χαρακτηρίζει τον Νίκο Ανδρουλάκη «κουτσομπόλα». Επιχειρείται έτσι η αποπολιτικοποίηση ενός κατεξοχήν πολιτικού ζητήματος και η μετατροπή του σε κάτι που έχει γίνει έμμονη ιδέα ορισμένων γραφικών. «Μου θυμίζει κάτι εφήβους που αποκτούν τον πρώτο τους δίσκο», είπε ο Μητσοτάκης στον Φάμελλο και τον Ανδρουλάκη. «Αλλάξτε τροπάριο επιτέλους!».

Ομως οι ειρωνείες δεν μπορούν ούτε να σβήσουν ούτε να ευτελίσουν ένα σκάνδαλο για το οποίο εξακολουθούν να γίνονται καθημερινά αποκαλύψεις. Διότι το θέμα δεν είναι αν και τι σχέσεις έχει ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ με τον ΣΥΡΙΖΑ ούτε πόσες ψήφους πήρε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές. Το θέμα είναι σε τι έκταση παρακολουθούνταν τα τηλέφωνα σε αυτή τη χώρα, ποιοι έπαιρναν τις αποφάσεις, τι στόχους είχαν, τι εργαλεία χρησιμοποιούσαν και σε ποιο βαθμό λειτουργούσαν στο πλαίσιο του νόμου.

Είναι αλήθεια ότι κι ο Ανδρουλάκης θα μπορούσε να αποφύγει τους σαρκασμούς με το εορτολόγιο, προκειμένου να μην κατονομάσει εκείνον που θεωρεί εγκέφαλο της όλης υπόθεσης. Οπως είναι αλήθεια ότι αν είχε επιδείξει μεγαλύτερη «ευελιξία» στην προσωπική του περίπτωση, ίσως να είχε βγάλει – μαζί του κι εμείς – κάποια άκρη: θα μπορούσε, για παράδειγμα, να δεχθεί να ενημερωθεί από τους αρμόδιους για την παρακολούθηση του τηλεφώνου του και στη συνέχεια να χειριστεί τις σχετικές πληροφορίες με τρόπο που να μην παραβιάζει τον νόμο. Το να τον εγκαλούν, όμως, να τον ειρωνεύονται και να τον απαξιώνουν επειδή επιμένει να ζητά τη διαλεύκανση ενός σκανδάλου που αφορά τον ίδιο, και όχι μόνο τον ίδιο, μάλλον υπερβαίνει τα όρια της πολιτικής ευπρέπειας.

Ας ελπίσουμε λοιπόν, μαζί με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, «η δικαστική έρευνα που είναι σε εξέλιξη σύντομα να αποφέρει καρπούς».