Αυτό που λέμε «Μεσανατολικό», ξεκίνησε ως μια διαφορά μεταξύ των Αράβων – όλων των Αράβων – και του Ισραήλ. Ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας, όπως ονομάζουν οι Ισραηλινοί τον πόλεμο του 1948, ξέσπασε την ίδια μέρα που ο Νταβίντ Μπεν Γκουριόν κήρυξε την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, όταν μια δύναμη 20.000 στρατιωτών από την Αίγυπτο, το Ιράκ, τη Συρία, την Υπεριορδανία (έτσι την έλεγαν τότε) και τη Σαουδική Αραβία επιτέθηκαν στο νεοσύστατο κράτος. Το μοτίβο αυτό παρέμεινε σχεδόν απαράλλακτο για τα επόμενα 25 χρόνια. Τόσο στον πόλεμο των Εξι Ημερών του 1967 όσο και στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ το 1973, το Ισραήλ βρέθηκε κάθε φορά αντιμέτωπο με συμμαχίες αραβικών χωρών. Κατά την περίοδο αυτή, συνεπώς, το Μεσανατολικό ήταν ένα πρόβλημα μεταξύ του Αραβικού Κόσμου στο σύνολό του και του Ισραήλ.

Ο αιφνιδιασμός που υπέστησαν, όμως, οι Ισραηλινοί στο Γιομ Κιπούρ και ο κλονισμός που προκάλεσε στην ισραηλινή κοινωνία μετέβαλαν την κατάσταση των πραγμάτων. Μολονότι στο τέλος της σύγκρουσης, έπειτα από τρεις εβδομάδες, το Ισραήλ κατάφερε όχι μόνο να νικήσει τους εισβολείς (η προέλαση των Ισραηλινών έφτασε σε απόσταση 100 χιλιομέτρων από το Κάιρο), αλλά και να καταλάβει εδάφη τους, την πρώτη εβδομάδα του πολέμου το κράτος του Ισραήλ διέτρεξε τον μεγαλύτερο κίνδυνο της σύγχρονης ιστορίας του. Μετά την παύση των εχθροπραξιών, η Γκόλντα Μέιρ παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία. «Δεν μπορώ να αντέξω άλλο αυτό το βάρος», είπε συντετριμμένη προς την Κνέσετ (τη Βουλή τους) με τη φωνή της να σπάει. Παραιτήθηκε και ο υπουργός Αμυνας Μοσέ Νταγιάν, ο οποίος αν και εθνικός ήρωας του Ισραήλ αντιμετώπισε τους δημόσιους προπηλακισμούς από πλευράς των συγγενών των πεσόντων. Οσο και αν ακούγεται παράδοξο, αυτή η εμπειρία κατά κάποιο τρόπο άνοιξε μία δίοδο προς την ειρήνη, καθώς πολλοί Ισραηλινοί συνειδητοποίησαν ότι η εμπόλεμη κατάσταση με όλους τους γείτονες απλώς δεν μπορεί να συνεχίζεται εσαεί.

Πέντε χρόνια αργότερα, το 1978, είχαμε τις συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ, με τις οποίες η Αίγυπτος αναγνώρισε το Ισραήλ. Παρά τα εμπόδια, τις οπισθοδρομήσεις που προκαλούσαν οι αλλαγές κυβερνήσεων στο Ισραήλ, τις κατά καιρούς εξάρσεις της τρομοκρατίας και τους νέους πολέμους η προσπάθεια εξομάλυνσης των σχέσεων του Ισραήλ με τους Αραβες συνεχίστηκε, αλλά στο διμερές επίπεδο. Αλλωστε, το Ισραήλ ήταν πάντα αντίθετο σε μια ειρηνευτική διαδικασία με όλους τους Αραβες (όπως λ.χ. η διαδικασία της Γενεύης, που προσπαθούσε να προωθήσει ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζίμι Κάρτερ), επειδή σωστά έκριναν ότι η διαπραγμάτευση με όλους συγχρόνως θα ήταν ασύμφορη για τους ίδιους. Ετσι, προτίμησε να προσεγγίσει τον καθένα ξεχωριστά και η μέθοδος αυτή έφερε αποτελέσματα. Το 1993 και το 1995 είχαμε τις συμφωνίες του Οσλο, που οδήγησαν στην αναγνώριση της Παλαιστινιακής Αρχής· ενδιαμέσως, το 1994, είχαμε τη συμφωνία ειρήνης με την Ιορδανία· το 2020 είχαμε τις συμφωνίες του Αβραάμ, με τις οποίες εξομαλύνθηκαν οι σχέσεις με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και με το Μπαχρέιν· και, τέλος, είχαμε φτάσει στο παρά πέντε για την εξομάλυνση των σχέσεων και με τη Σαουδική Αραβία.

Συνοπτικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, χάρη σε αυτές τις διμερείς διευθετήσεις, το Μεσανατολικό από πρόβλημα μεταξύ Αράβων και Ισραηλινών έτεινε να μεταβληθεί σταδιακά και αθόρυβα σε πρόβλημα με τους Παλαιστινίους. Αυτό ακριβώς ήλθε να ανατρέψει η επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου με τη σκόπιμη βαρβαρότητά της. Η επιδίωξή της ήταν το ζήτημα να γίνει και πάλι Αραβοϊσραηλινό, δηλαδή το Ισραήλ να ξαναβρεθεί μόνο του εναντίον όλων. Αν θα το πετύχει, είναι κάτι που θα κριθεί από τις εξελίξεις στο επόμενο διάστημα.

Ο λόγος, όμως, για τον οποίο κάνω αυτή την αναδρομή είναι επειδή μόνο έτσι μπορούμε να καταλάβουμε τον ρόλο που διεκδικεί ο Ερντογάν σε αυτή την υπόθεση. Με την μπουρδολογία του περί σύγχρονων σταυροφοριών και άλλων ανοησιών, ο τούρκος ηγέτης δεν είναι μόνο ότι εμφανώς υποστηρίζει τη Χαμάς, αλλά πλειοδοτεί κιόλας με τον προφανή σκοπό να αναδείξει το ζήτημα ως διαφορά μεταξύ του Ισραήλ και σύμπαντος του Μουσουλμανικού Κόσμου. Υπό το πρίσμα λοιπόν αυτών των εξελίξεων και καθώς σχηματίζεται η διαχωριστική γραμμή της Δύσης από τους εχθρούς της, θα ήταν καταστροφικό για τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της χώρας μας, αν εμμέσως έστω παίρναμε θέση στον ΟΗΕ υπέρ της Χαμάς, όπως ζητούσε η αντιπολίτευση. Αλίμονο αν αυτό που δεν κατάφερε ο Τσίπρας με τον Βαρουφάκη, δηλαδή την απομάκρυνση της Ελλάδας από τη Δύση, το κάναμε μόνοι μας στον εαυτό μας.