Ο σπουδαίος Ιταλός ιστορικός και παλιός παρτιζάνος Κλαούντιο Παβόνε  στο μνημειώδες έργο του Una Guerra Civile που πραγματεύεται την ιταλική Αντίσταση στον φασισμό στη διετία 1943-1945 αναφέρεται εκτός των άλλων στη δυσκολία να γίνει αντιληπτή στην Ιταλία η σύγκρουση με τη φασιστική «Δημοκρατία του Σαλό» και τους ναζί ως ένας «εμφύλιος πόλεμος». Συντελούσε το γεγονός ότι η μεταπολεμική Ιταλική Δημοκρατία διεκδίκησε να είναι το γέννημα της συμφωνίας των αντιφασιστικών πολιτικών δυνάμεων που υποτίθεται ότι εκπροσωπούσαν το σύνολο του έθνους ενάντια στον φασισμό. Βεβαίως, ο Παβόνε δείχνει με τρόπο πειστικό γιατί αυτή η σύγκρουση ήταν και μία εμφύλια σύγκρουση, άλλωστε η μετέπειτα ιταλική ιστορία έδειξε ότι σε έναν βαθμό παρέμεινε και ενεργή.

Στην Ελλάδα η προσπάθεια να καθιερωθεί η αναφορά σε εμφύλιο πόλεμο θα είναι μεγάλη αφού για χρόνια το επίσημο λεξιλόγιο του μετεμφυλιακού κράτους θα αναφέρεται στον «συμμοριτοπόλεμο». Άλλωστε, εάν συνυπολογίσουμε τις εκτελέσεις, τις εξορίες, τις διακρίσεις στη βάση «πολιτικών φρονημάτων», τη διαρκή αστυνομική επιτήρηση, τις διώξεις για δήθεν «κατασκοπεία», τη διάχυτη καταστολή, τη ρητή ποινικοποίηση ιδεολογιών και κομμάτων, ο ελληνικός εμφύλιος συνεχίστηκε από τη μεριά των νικητών του για αρκετά χρόνια ακόμη. Σε αυτό το φόντο η επίσημη παραδοχή ότι ήταν εμφύλιος πόλεμος αυτό που συνέβη ανάμεσα στο 1946 και το 1949, έστω και με την ιδιότυπη «ισότιμη» απόδοση ευθύνης που αυτό συνεπάγεται (μια ισοτιμία που μπορεί να αποτελέσει και αφετηρία ιστορικής λήθης, έστω και στο όνομα της «συμφιλίωσης»), ήταν πιο ανακουφιστική από τον διαρκή στιγματισμό των ηττημένων.

Πότε ξεκίνησε ο εμφύλιος;

Βεβαίως και στη χώρα μας υπήρξε και υπάρχει μια σχετική δυστοκία – που ως ένα βαθμό θυμίζει και την ανάλογη ιταλική – να ενσωματωθεί στον δημόσιο λόγο η παραδοχή ότι ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος ήταν μια πιο μακρά ιστορική διαδικασία και ότι θα ήταν προτιμότερο να ορίσουμε ως αφετηρία το 1943 και τις διάφορες αποφάσεις σε διάφορα επίπεδα να μην αφεθεί το ΕΑΜ να είναι κυρίαρχο στη μεταπολεμική περίοδο. Συνείσφερε στην άρνηση μιας τέτοιας παραδοχής, ιδίως από τη μεριά όσων πολιτικά προέρχονται από το ΕΑΜικό μπλοκ, ο τρόπος που ερχόταν σε σύγκρουση με τη θέση ότι η Αντίσταση εξέφρασε όλο το έθνος και με την προσπάθεια διαφοροποίησης από το αφήγημα των νικητών του Εμφυλίου περί των διαβόητων «τριών γύρων».

Ωστόσο, αυτή η εκδοχή ενός «μακρύτερου» ελληνικού εμφυλίου πολέμου αποτυπώνει καλύτερα τις πραγματικές κοινωνικές και πολιτικές δυναμικές που συγκεφαλαιώθηκαν σε αυτή τη σύγκρουση που σε αντίθεση με τον Διχασμό δεν ήταν πρωτίστως μια σύγκρουση εντός του συνασπισμού εξουσίας (χωρίς αυτό να υποτιμά τις διαφορές στις κοινωνικές συμμαχίες των δύο πόλων του Διχασμού), αλλά κυρίως μια σύγκρουση όπου ο ένα πόλος κατεξοχήν εκπροσωπούσε μια πλατιά συμμαχία των υποτελών τάξεων σε μια δυναμική ριζικού μετασχηματισμού.

Το σημείο αυτό έχει μια ιδιαίτερη σημασία. Ο Παβόνε για να δικαιολογήσει την αναφορά σε εμφύλιο πόλεμο επικαλείται και τον εάν υπάρχει μια επανάσταση και χαρακτηρίζει την Αντίσταση με αυτόν τον τρόπο. Στην ελληνική περίπτωση αυτό είναι ακόμη πιο σαφές, εάν αναλογιστούμε τις αλλαγές που διεκδικούσε ο κόσμος του ΕΑΜικού μπλοκ, στοιχείο που εύστοχα αποτύπωσε ο Θανάσης Χατζής στον τίτλο του μνημειώδους έργου του «Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε». Άλλωστε, σε όλη την Ευρώπη εντός των κινημάτων αντίστασης αναπτύχθηκαν ανάλογες δυναμικές μεγάλων αλλαγών, ακόμη και όταν αυτές οι επαναστατικές δυναμικές ανακόπηκαν και με πρωτοβουλία των δυτικοευρωπαϊκών κομμουνιστικών κομμάτων, με συμβολική συμπύκνωση τη «Στροφή του Σαλέρνο» του Παλμίρο Τολιάτι και του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος προς την αποδοχή των κοινοβουλευτικών «κανόνων του παιχνιδιού» και των κυβερνήσεων Εθνικής Ενότητας (που αναδρομικά θα δικαιολογηθεί και ως προσπάθεια αποφυγής της τραγικής ελληνικής μοίρας).

Ο ευρωπαϊκός εμφύλιος πόλεμος

Με αυτόν τον τρόπο ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος γίνεται μια στιγμή αυτού που έχει περιγραφεί ως ο Ευρωπαϊκός Εμφύλιος Πόλεμος, έννοια που παρότι εισήχθη αρχικά από ιστορικούς που θεωρήθηκαν αναθεωρητές (αφού μία από τις δικαιολογίες των Ναζί ήταν ότι αποτέλεσαν τμήμα του συνολικού ευρωπαϊκού μετώπου ενάντια στον «μπολσεβικισμό»), απέκτησε διαφορετική φόρτιση και αναλυτική χρησιμότητα στα χέρια ιστορικών όπως ο Έντσο Τραβέρσο: αφορά πλέον το σύνολο των μεγάλων κοινωνικών διαιρέσεων, συγκρούσεων, φαινομένων πολιτικής κρίσης που σφράγισαν την Ευρώπη από το 1914 έως το 1945. Αυτό δεν υποτιμά τις ιδιαίτερες δυναμικές της ελληνικής κοινωνίας που τροφοδότησαν τη σύγκρουση, αλλά εντάσσει και την ελληνική περίπτωση σε έναν ευρύτερο ιστορικό κύκλο.

Κυρίως, όμως, αποφεύγει και τον κίνδυνο να δει τη σύγκρουση της περιόδου 1946-1949 ως απλώς μια στιγμή του Ψυχρού Πολέμου. Όχι γιατί η Ελλάδα δεν υπήρξε πεδίο αυτής της αντιπαράθεσης, αλλά γιατί η επίκληση του «ξένου παράγοντα», πόσο μάλλον της «ξενοκίνητης ανταρσίας», υποτιμά το βάθος μιας σύγκρουσης που αφορούσε ποιες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις θα σφράγιζαν τη μεταπολεμική διαδρομή της νεοελληνικής κοινωνίας.

Τελείωσε ποτέ ο εμφύλιος;

Η 30η Αυγούστου 1949 και η κατάληψη από τις κυβερνητικές δυνάμεις του υψώματος Κάμενικ μετά την οπισθοχώρηση προς την Αλβανία των τελευταίων τμημάτων του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας χρησιμοποιείται ως συμβατική ημερομηνία τέλους του Εμφυλίου πολέμου. Εάν, όμως, αναλογιστούμε τις πολλαπλές συνέχειές του, από τον μετεμφυλιακό θεσμικό και αυταρχικό αντικομμουνισμό έως κοινωνικές και πολιτικές διαιρέσεις, ως ένα βαθμό ακόμη ενεργές, τότε η εικόνα γίνεται διαφορετική.