Δύο νέα ισχυρά πλήγματα στη φιλελεύθερη Αμερική και τον ίδιο τον Τζο Μπάιντεν κατάφερε την περασμένη Παρασκευή το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ – για την ακρίβεια, τα έξι μέλη του που συγκροτούν την πλειοψηφία. Αποδεικνύοντας, έτσι, πως επιταχύνεται η βαθιά αντιδραστική στροφή στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως επίσης και ότι ο νυν πρόεδρος θα έχει ένα ακόμη σημαντικό εμπόδιο (πέρα από την πλειοψηφία των Ρεπουμπλικανών στη Βουλή) στην πορεία του προς την κρίσιμη αναμέτρηση του 2024, στην οποία θα επιδιώξει την επανεκλογή του. Τότε που, κατά πάσα πιθανότητα, θα έχει και πάλι απέναντί του τον άνθρωπο ο οποίος, με τους τρεις διορισμούς που έκανε κατά τη θητεία του, φρόντισε να κατοχυρώσει και να διευρύνει τη συντηρητική πλειοψηφία στο Ανώτατο Δικαστήριο: τον Ντόναλντ Τραμπ.

Θηλιά στον λαιμό

Συγκεκριμένα, η πρώτη απόφαση την οποία έλαβε η πλειοψηφία αφορούσε την κατάργηση της ρύθμισης των «θετικών διακρίσεων» που εφαρμόζουν εδώ και μισό περίπου αιώνα αρκετά πανεπιστήμια των Ηνωμένων Πολιτειών, επιτρέποντας την είσοδο και τη φοίτηση σε αυτά περισσότερων μελών από τις μειονότητες της χώρας – Αφροαμερικανούς, Λατίνους, ιθαγενείς κ.λπ. Οσο για τη δεύτερη, που ακολούθησε λίγες ώρες αργότερα, ήρθε να χαρακτηρίσει ως αντισυνταγματική τη νομοθετική ρύθμιση που έχει παρουσιάσει ο Λευκός Οίκος και αφορά – όπως είχε υποσχεθεί ο Μπάιντεν κατά την προεκλογική εκστρατεία του 2020 – τη σεισάχθεια ή την ελάφρυνση από τα σπουδαστικά δάνεια που βαρύνουν περίπου 40 εκατομμύρια αμερικανούς πολίτες, λειτουργώντας για πολλούς από αυτούς ως «θηλιά στον λαιμό».

Υπενθυμίζεται ότι πέρυσι το καλοκαίρι είχαν προηγηθεί άλλες δύο εμβληματικές ετυμηγορίες του ίδιου οργάνου, προς την ίδια ακριβώς κατεύθυνση: Αφενός, η απόρριψη ενός νόμου που είχε ψηφίσει η Πολιτεία της Νέας Υόρκης για τον περιορισμό της οπλοκατοχής και οπλοχρησίας, στο φόντο της αύξησης των ένοπλων επιθέσεων και των θανάτων από αυτές. Και αφετέρου η κατάργηση του ομοσπονδιακά κατοχυρωμένου δικαιώματος στην άμβλωση για κάθε γυναίκα στις ΗΠΑ, η οποία επίσης ίσχυε για τα τελευταία 50 περίπου χρόνια – κάτι που, όπως είναι γνωστό, είχε προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων και μαζικές διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα.

Τα πανηγύρια του Τραμπ

Σε αυτό το φόντο, δεν προκαλεί ασφαλώς εντύπωση το γεγονός ότι ο τέως πρόεδρος των ΗΠΑ και φαβορί για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών έσπευσε να πανηγυρίσει. «Είναι μια μεγάλη μέρα για την Αμερική» έγραψε στο Truth Social ο Ρεπουμπλικανός τέως πρόεδρος των ΗΠΑ, προσθέτοντας ότι «επιστρέφουμε σε ένα αξιοκρατικό σύστημα». Από την πλευρά του, ο Τζο Μπάιντεν εμφανίζεται εξαιρετικά δυσαρεστημένος και, δικαίως, προβληματισμένος.

«Δεν μπορούμε να αφήσουμε το Δικαστήριο να έχει τον τελευταίο λόγο» είπε μετά την πρώτη απόφαση της Παρασκευής. «Είναι ένα εχθρικό δικαστήριο;» ρωτήθηκε από δημοσιογράφο – «Σίγουρα δεν είναι ένα φυσιολογικό δικαστήριο» απάντησε μετά από μερικά δευτερόλεπτα σιωπής. Λίγο αργότερα, στη διάρκεια ιδιωτικού δείπνου, επανήλθε τονίζοντας τα εξής: «Το Ανώτατο Δικαστήριο καθίσταται όχι απλώς συντηρητικό, αλλά είναι σχεδόν κάτι σαν οπισθοδρόμηση, με μερικές από τις αποφάσεις που παίρνουν».

Αλλάζοντας δρόμο

«Η σημερινή απόφαση έκλεισε έναν δρόμο. Τώρα θα προσπαθήσουμε να ακολουθήσουμε έναν διαφορετικό. Δεν θα σταματήσω ποτέ να μάχομαι για εσάς. Θα αξιοποιήσουμε κάθε εργαλείο που έχουμε στη διάθεσή μας για να επιτύχουμε την ελάφρυνση που έχετε ανάγκη από τα φοιτητικά δάνεια – και να κάνετε πράξη τα όνειρά σας» πρόσθεσε ο Μπάιντεν, έχοντας το βλέμμα του στραμμένο στις προεδρικές εκλογές της επόμενης χρονιάς και τις ψήφους εκατομμυρίων νέων. Οσον αφορά τις δημοσκοπήσεις, συνεχίζουν και σε αυτό το θέμα να αποτυπώνουν μια διχασμένη Αμερική. Με βάση έρευνα που έγινε τον Μάρτιο από την Ipsos, ενώ το 53% υποστηρίζει το σχέδιο Μπάιντεν για τα σπουδαστικά δάνεια, το 45% δήλωνε αντίθετο – ποσοστά τα οποία, σε μεγάλο βαθμό, είναι παρόμοια σε όλα τα μεγάλα ανοιχτά θέματα.

Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι όλες οι παραπάνω αποφάσεις έχουν προκαλέσει ένα ιδιότυπο «εμφύλιο» ναι στις τάξεις των μελών του Ανώτατου Δικαστηρίου, ανάμεσα στην πλειοψηφία των «6» και τη μειοψηφία των «3» – η οποία, όχι τυχαία φυσικά, αποτελείται μόνο από γυναίκες, με μόνο μία (την Εϊμι Κόνι Μπάρετ, που επίσης διορίστηκε επί Τραμπ) να ανήκει στην αντίθετη πτέρυγα.