Κάποτε το βασικό σύνθημα ήταν «παγκοσμιοποίηση» και το παρασύνθημα «αμερικανική πρωτοκαθεδρία». Δεν επρόκειτο απλώς για έναν ρητορικό τρόπο. Όντως οι ΗΠΑ θεωρούσαν ότι μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και την κυριαρχία της οικονομίας της αγοράς σε παγκόσμια κλίμακα, με συμβολική συμπύκνωση τη στροφή της Κίνας στον καπιταλισμό, αυτό διαμόρφωνε την οικονομική συνθήκη για μια παγκόσμια οικονομία ολοένα και πιο ανοιχτή και ολοένα και πιο αλληλεξαρτημένη, μέσα στην οποία θα μπορούσαν να είναι η κυρίαρχη δύναμη. Και θα το πετύχαιναν αυτό επειδή ταυτόχρονα θα ήταν στο κέντρο των παγκόσμιων οικονομικών συναλλαγών και θα αποτελούσαν την πιο ισχυρή στρατιωτική δύναμη, τη μόνη πραγματική υπερδύναμη.

Σε αυτό το φόντο επιβαλλόταν να επιταχυνθεί η παγκοσμιοποίηση, να αρθούν οι φραγμοί στην κίνηση των εμπορευμάτων και των κεφαλαίων, να ιδιωτικοποιηθούν οι δημόσιες υποδομές παγκοσμίως, να γενικευθούν οι όροι «ελεύθερου εμπορίου», την ώρα που οι ΗΠΑ επεδίωκαν με διάφορες αφορμές να επικυρώσουν τη στρατιωτική τους υπεροπλία.

Η κρίση της παγκοσμιοποίησης

Όμως ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 φάνηκε ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν τόσο καλά με αυτό που θα λέγαμε «παγκοσμιοποίηση». Δεν ήταν μόνο ότι μεγάλα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα άρχισαν να ορίζονται ρητά ως «αντιπαγκοσμιοποιητικά». Κυρίως ήταν ότι οι πραγματικές δυναμικές της παγκοσμιοποίησης ήταν διαφορετικές.

Η κρίση του 2008 ήταν ταυτόχρονα μια κρίση της αυξημένης χρηματιστικοποίησης της παγκόσμιας οικονομίας, που ενείχε την απόσταση ανάμεσα στην υπερδιόγκωση της χρηματοοικονομικής σφαίρας και την πραγματική οικονομία, μια κρίση του νεοφιλελεύθερου «παραδείγματος» και της πίστης στην εγγενή ορθολογικότητα της αγοράς και μια κρίση της παγκοσμιοποίησης. Ειδικά το τελευταίο στοιχείο αποτυπώθηκε σταδιακά και σε επίπεδο μετρήσιμων δεικτών. Μετά την κρίση του 2008, οι τάσεις του παγκοσμίου εμπορίου δεν ακολούθησαν τις δυναμικές που έδειχναν πριν την κρίση και παρέμειναν πιο κοντά στη στασιμότητα μέχρι την πανδημία.

Επιπλέον, το τοπίο της παγκόσμιας οικονομίας που διαμορφώθηκε μετά το 2000 δεν σηματοδοτούσε μια αμερικανική οικονομική ηγεμονία. Οι ΗΠΑ παρέμειναν η μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, όμως ήταν κατεξοχήν η Κίνα αυτή που αναπτύχθηκε περισσότερο. Το 2000 η Κίνα αντιπροσώπευε το 3,6% του παγκόσμιου ΑΕΠ και οι ΗΠΑ το 30,3%. Το 2020 η Κίνα αντιπροσώπευε το 17,3% του παγκόσμιου ΑΕΠ και η οι ΗΠΑ το 24,7%. Στην ίδια περίοδο το μερίδιο των χωρών του G7 στο παγκόσμιο ΑΕΠ υποχώρησε από το 66,5% στο 47,2%.

Ακόμη χειρότερα, για τις ΗΠΑ φάνηκε ότι έχαναν την ικανότητα να ορίζουν αυτές την «ατζέντα» της παγκόσμιας οικονομίας και να αποτελούν ένα πρότυπο ανάπτυξης. Από την άλλη, η Κίνα φάνηκε να δίνει έναν τόνο που και άλλες χώρες ήταν έτοιμες να ακολουθήσουν: μεγαλύτερη έμφαση στην παραγωγική επένδυση παρά στην διόγκωση της χρηματοοικονομικής σφαίρας, παγκοσμιοποίηση με έμφαση στην επένδυση και το εμπόριο, όχι τις ροές κεφαλαίου-χρήματος. Σημαντικός ρόλος του κράτους στην επικύρωση και ενίσχυση αυτής της πολιτικής.

Η απάντηση των ΗΠΑ: η προσπάθεια για μια νέα «βιομηχανική πολιτική»

Μια πρώτη απάντηση των ΗΠΑ σε αυτή την πρόκληση ήταν η ταλάντευση προς μια νέα εκδοχή «εμπορικού πολέμου». Αυτό ήταν αρκετά έντονο στην περίοδο της διακυβέρνησης Τραμπ, όταν αφενός οι ΗΠΑ επέλεξαν να αποχωρήσουν από τις μεγάλες συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου που είχαν αρχίσει να διαπραγματεύονται τα προηγούμενα χρόνια, αφετέρου υιοθέτησαν ορισμένες πρακτικές εμπορικού πολέμου κυρίως με την Κίνα και δευτερευόντως με την ΕΕ.

Η απάντηση της κυβέρνησης Μπάιντεν δείχνει να είναι διαφορετική. Εάν κρίνουμε από τη ρητορική ορισμένων εκπροσώπων της αλλά και τις επιλογές που έχει κάνει μέχρι τώρα, η βασική αλλαγή είναι ότι πλέον η έμφαση στο ελεύθερο εμπόριο και την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων αντικαθίσταται από μια «βιομηχανική στρατηγική», όπου οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν επιδοτήσεις ή φορολογικά κίνητρα με σκοπό να επιτευχθούν συγκεκριμένοι εθνικοί στόχοι. Για παράδειγμα, οι ΗΠΑ ήδη έχουν αποφασίσει και ξεκινήσει να εφαρμόζουν τέτοια μέτρα σε μια προσπάθεια να αναβαθμίσουν τη δική τους παραγωγή ηλεκτροκίνητων οχημάτων και των μπαταριών τους.

Σε αυτό το φόντο υπάρχει μεγαλύτερη έμφαση σε διμερείς συμφωνίες παρά σε συνολικές παγκόσμιες συμφωνίες για το ελεύθερο εμπόριο.

Οι ίδιοι οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης Μπάιντεν έχουν προσπαθήσει να παρουσιάσουν αυτή τη διαδικασία ως μια σύγχρονη εκδοχή οικονομικών της προσφοράς. Όπως την παρουσίασε σε μια ομιλία της το 2022 η υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Μπάιντεν και πρώην επικεφαλής της Fed Τζάνετ Γέλεν, δεν πρόκειται για μια κλασική εκδοχή οικονομικών της προσφοράς που απλώς στηρίζεται στην απορρύθμιση και τις φοροελαφρύνσεις για να υπάρξει αυξημένη ιδιωτική επένδυση. Τα σύγχρονα «οικονομικά της προσφοράς» για την Γέλεν δίνουν έμφαση στο ανθρώπινο δυναμικό, τη δημόσια υποδομή, την έρευνα και ανάπτυξη και τη βιώσιμη ανάπτυξη, με κομβικό επίδικο να ξεπεραστεί το πρόβλημα των χαμηλών ρυθμών αύξησης της παραγωγικότητας που αντιμετωπίζει η αμερικανική οικονομία.

Ωστόσο, και πάλι η αυξημένη παρέμβαση του κράτους περιορίζεται σε μεγάλες επιδοτήσεις και ενισχύσεις σε συγκεκριμένους κλάδους και όχι π.χ. στο να αναλάβει το ίδιο το κράτος κρίσιμους τομείς της παραγωγής. Δηλαδή, και πάλι ο κρίσιμος παράγοντας θα είναι εάν θα ανταποκριθεί η ιδιωτική επένδυση.

Το ερώτημα της ηγεμονίας

Η ρητορική των εκπροσώπων της αμερικανικής κυβέρνησης παραπέμπει στο ότι θα ήθελαν με αυτόν τον τρόπο οι ΗΠΑ να ανακτήσουν έναν ηγεμονικό ρόλο στην παγκόσμια οικονομία, με την έννοια να προβάλλουν ένα «παράδειγμα» οικονομικής ανάπτυξης που να θέλουν να ακολουθήσουν και οι υπόλοιπες χώρες, κατά τον τρόπο που π.χ. μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι ΗΠΑ εξήγαγαν πλευρές του παραγωγικού τους υποδείγματος και σε άλλες χώρες.

Βεβαίως, ως προς την ηγεμονική απήχηση ενός τέτοιου νέου «παραδείγματος» το πρόβλημα είναι ότι μέχρι τώρα οι αμερικανικές πρωτοβουλίες κυρίως έχουν εκληφθεί από τις άλλες μεγάλες δυτικές οικονομίες, ιδίως τις ευρωπαϊκές ως μια μάλλον εκδοχή αμερικανικού νεοπροστατευτισμού και ως προσπάθεια να περιοριστούν οι εισαγωγές υψηλής τεχνολογίας στις ΗΠΑ και να υποκατασταθούν από την εγχώρια παραγωγή.

Αντίστοιχα, μια βασική πλευρά της αμερικανικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση του ανταγωνισμού από την Κίνα, δηλαδή η προσπάθεια να περιοριστεί η πρόσβαση της Κίνας σε προϊόντα υψηλής τεχνολογίας που παράγονται από χώρες φιλικές προς τις ΗΠΑ, ουσιαστικά μια προσπάθεια να επιβραδυνθεί ο ρυθμός με τον οποίο η Κίνα καλύπτει το αναπτυξιακό χάσμα με τις ΗΠΑ, έχει την παρενέργεια να δυσκολεύει δυτικές οικονομίες που δεν έχουν πρόβλημα να εισάγουν τα κατά τεκμήριο φθηνότερα τελικά κινεζικά προϊόντα υψηλής τεχνολογίας.

Δηλαδή, οι ΗΠΑ προσκρούουν στη μεγάλη πρόκληση οποιασδήποτε «ηγεμονικής» στρατηγικής που είναι ότι για να είναι όντως ηγεμονική θα πρέπει όντως να είναι προς το συμφέρον που καίτοι συμμαχικές δεν παύουν να είναι οικονομικοί ανταγωνιστές.