Στο εργαστήριο των κοινωνικών διεργασιών για τις επικείμενες εκλογές, έχει πάντα σημασία να μπαίνεις με τους κατάλληλους ανθρώπους. Είναι οι μέρες τους. Ολοι αυτούς ρωτούν. Και μοιάζουν με γιατρούς με… θερμόμετρο.

Οχι, η κοινωνική δυναμική είναι πάντα πιο περίπλοκη, άρα έχει σημασία η δική τους ανάγνωση. Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης, αναπληρωτής καθηγητής στο ΠΑΜΑΚ είναι ο ένας. Κατά καιρούς αρθρογράφος στα «ΝΕΑ». Οξυδερκής και με βαθιά γνώση μάς εξηγεί τους όρους του νέου κομματικού φαινομένου, τις ταυτίσεις πολιτών και πολιτικών δυνάμεων, τι είναι το περίφημο Κέντρο και τι κρύβουν οι δημοσκοπήσεις.

Ο Παναγιώτης Κουστένης, διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης είναι ο έτερος. Συνεργάτης στο «ΒΗΜΑ», ακριβής στις αναλύσεις του (λεπτολόγος και ως μαθηματικός) αναψηλαψίζει τα διλήμματα της κάλπης, διευκρινίζει το τι σημαίνει η ψήφος των νέων, μας ξεναγεί στις διεργασίες της Ακροδεξιάς. Δύο ματιές στην κάλπη – ή στην εκλογική συμπεριφορά – που είναι σήμερα χρήσιμες και στέκονται ψύχραιμα πέραν των άκοπων προβλέψεων ή των σχηματικών ερμηνειών.  

Τι χαρακτηριστικά έχουν οι εκλογές της 21ης Μαΐου και ποια τελικά διλήμματα έχουν επικρατήσει από τις πολιτικές δυνάμεις;

Κατ’ αρχάς, πρόκειται για τις δεύτερες συνεχόμενες βουλευτικές εκλογές που διεξάγονται στο τέλος μιας πλήρους σχεδόν τετραετίας, σε αντίθεση με την πυκνή εκλογική δραστηριότητα των προηγούμενων ετών. Γεγονός που από μόνο του σηματοδοτεί μια επανακανονικοποίηση του πολιτικού συστήματος, ενώ τέτοια χαρακτηριστικά είχε και το ίδιο το αποτέλεσμα του 2019 (π.χ. εδραίωση του νέου «μικρού» δικομματισμού, εξακομματική Βουλή, αποκλεισμός Χρυσής Αυγής από αυτήν).

Ωστόσο, πολλά από τα γεγονότα που μεσολάβησαν την τελευταία τετραετία (με πρώτο και διαρκέστερο την πανδημία), τόσο σε διεθνές όσο και σε εγχώριο επίπεδο, διατηρούν σε έναν βαθμό το ερώτημα ανοιχτό. Παράλληλα, η επιχείρηση ανασυγκρότησης του ΠΑΣΟΚ ως ενδιάμεσου «παίκτη» ανάμεσα σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, σε συνδυασμό και με την υιοθέτηση της απλής αναλογικής για την αμέσως επόμενη αναμέτρηση, συνιστούν ένα κεντρικό διακύβευμά της.

Το ενδεχόμενο κυβερνητικού αδιεξόδου όμως σε αυτές τις εκλογές, με την προοπτική άμεσης και εν μέρει προδικασμένης επανάληψής τους, υπό ένα εντελώς διαφορετικό εκλογικό σύστημα αυτή τη φορά (κλιμακωτό μπόνους), συνιστά μία ακόμα ιδιοτυπία της εν λόγω αναμέτρησης. Το βασικό δίλημμα που εντέλει φαίνεται να επικρατεί είναι αυτό μεταξύ «συνέχειας» και «αλλαγής». Με τη διαφορά ότι η δεύτερη δεν είναι πάντα σαφώς προσδιορισμένη και για μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος γίνεται ακόμα αντιληπτή πρωτίστως ως «επιστροφή» στην πρότερη περίοδο, που συνδέθηκε με τη δύσκολη, παρότι επιτυχή, έξοδο από την οικονομική και πολιτική κρίση.

Σε τι κατάσταση είναι το κομματικό φαινόμενο σήμερα; Εχουν ανακτήσει το κύρος τους τα κόμματα ή οδεύουν σε μια περαιτέρω αναντιστοιχία με τους πολίτες;

Υπάρχουν δύο διαστάσεις, που αμφότερες τα τελευταία χρόνια είχαν περιοριστεί σημαντικά. Η πρώτη αφορά στον βαθμό εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στα κόμματα (και προς το συνολικό πολιτικό σύστημα), η δεύτερη στη στενή σύνδεση με την ιδεολογική ατζέντα των κομμάτων και τις οργανώσεις τους.

Στις αρχές της τελευταίας τετραετίας, η επάνοδος της ΝΔ στην εξουσία έδωσε κάποια σημάδια ανάκαμψης του βαθμού εμπιστοσύνης, που ενισχύθηκε στην πορεία κατά την πρώτη φάση αντιμετώπισης της πανδημίας και μάλιστα ήταν κρίσιμη για την επιτυχία της.

Στη συνέχεια όμως, η επανάληψη χρόνιων παθογενειών του πολιτικού συστήματος (σκάνδαλα, διαφθορά κ.τ.λ.), καθώς και πολλά φαινόμενα κακοδιαχείρισης, ακόμα και στο θέμα της πανδημίας, αλλά με αποκορύφωμα το δυστύχημα των Τεμπών, κλόνισαν εκ νέου τους δείκτες εμπιστοσύνης και μάλιστα προς όλα τα παραδοσιακά – πλέον – κόμματα εξουσίας. Από την άλλη πλευρά, παρά την πανδημία, μέσα σε αυτήν την τετραετία έλαβαν χώρα τουλάχιστον τρεις μεγάλες μαζικές εσωκομματικές διαδικασίες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ.

Εντούτοις, η συμμετοχή σε αυτές, ακόμα και η εγγραφή μέλους, συνιστά μάλλον ανέξοδη και συγκυριακή επιλογή, με την περαιτέρω κινητοποίηση των πολιτών να αποτελεί ζητούμενο. Η ίδια η ιστορία των Τεμπών αποτέλεσε ένα παράδειγμα όπου οι περισσότεροι επίσημοι κομματικοί φορείς απουσίασαν από το προσκήνιο των κινητοποιήσεων. Αλλά και δημοσκοπικά, οι χώροι που κυρίως εισέπραξαν την προκληθείσα δυσαρέσκεια ήταν κάποια μικρότερα κόμματα, εκείνα που δεν θεωρούνται φορείς της εξουσίας. Ας αναφέρουμε όμως και το πρόσφατο αποτέλεσμα των φοιτητικών εκλογών, όπου η πρωτιά της Πανσπουδαστικής, έστω και αν σε έναν βαθμό αποδοθεί στην παραδοσιακά επιτυχημένη κινητοποίηση του κομματικού μηχανισμού του ΚΚΕ και της νεολαίας του, καταδεικνύει μια ακόμα αναντιστοιχία μεταξύ κοινωνικής και εκλογικής δυναμικής των κομμάτων.

Ποια είναι η κρίσιμη δεξαμενή για το εκλογικό αποτέλεσμα και ποια είναι μια πρώτη δική σας εκτίμηση;

Πολύ μεγάλη ίσως βαρύτητα έχει πέσει τις τελευταίες μέρες στη συμμετοχή και στην ψήφο των νέων, παρότι η δημογραφική γήρανση έχει πλέον μειώσει σημαντικά την αριθμητική συμβολή τους στο σύνολο του εκλογικού σώματος. Με τους ψηφοφόρους κάτω των 35 ετών να αντιστοιχούν πλέον μετά βίας στο 21% – 22%, ακόμα και μια μαζική προσέλευσή τους στις κάλπες δεν αρκεί για να έχει το ανάλογο αποτέλεσμα που είχε π.χ. πέρυσι στις ενδιάμεσες εκλογές των ΗΠΑ (όπου το ανάλογο ποσοστό είναι σχεδόν 30%, με σαφή υποεκπροσώπηση μάλιστα των λευκών ψηφοφόρων), ανατρέποντας το «κόκκινο κύμα» των Ρεπουμπλικανών.

Ούτως ή άλλως, η πολιτική συμπεριφορά των νέων δεν μπορεί πάντα να αποτελεί εγγύηση για την τελική έκβαση μιας εκλογικής αναμέτρησης, παρά μόνο σε περιπτώσεις που αυτοί αποτελούν απλώς τους πρωτοπόρους φορείς μιας συνολικότερη πολιτικής αλλαγής, όπως έγινε π.χ. με τον εκλογικό σεισμό του 2012.

Το δυστύχημα των Τεμπών, ενώ στην αρχή έδειξε να έχει τέτοια δυνητικά χαρακτηριστικά, δεν φάνηκε να τα διατηρεί στη συνέχεια, ενώ το κυβερνών κόμμα μάλλον απορρόφησε τους περισσότερους από τους αρχικούς κραδασμούς. Κατά τη γνώμη μου, οι νεότερες ηλικίες (κάτω των 35 ετών), όπως αντίστροφα και οι μεγαλύτερες (άνω των 65) αναμένεται να παραμείνουν εν πολλοίς πιστές στις προτιμήσεις του 2019, όπου οι μεν έδωσαν προβάδισμα 7% στον ΣΥΡΙΖΑ, οι δε ποσοστά σχεδόν 50% στη ΝΔ. Το επίδικο συνεπώς είναι στα ενδιάμεσο, δυναμικό κοινό (35-64 ετών), εκείνο που συγκεντρώνει τον κύριο όγκο των απασχολουμένων. Αυτά κυρίως ανέβασαν τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία το 2015, αυτά όμως επανέφεραν τη ΝΔ το 2019 (+14% σε σύγκριση με το 2015), προσφέροντάς της μάλιστα μια σημαντική ηλικιακή εξομάλυνση της ψήφου της, σε σύγκριση με την περίοδο 2012 – 2015.

Καταγράφεται μέχρι τώρα από τις έρευνες μια επικίνδυνη ακροδεξιά πλατφόρμα είτε αυτοτελής είτε κατακερματισμένη;

Νομίζω ότι με έναν τρόπο πάντα υπήρχε το ρεύμα της Ακροδεξιάς στην Ελλάδα και εκφραζόταν είτε μέσα από τους κόλπους της ΝΔ είτε από σχηματισμούς στα δεξιά της. Συνολικά η δύναμή της θα μπορούσε να εκτιμηθεί σε ένα ποσοστό της τάξης του 6% – 7%, χωρίς όμως να είναι κατ’ ανάγκη ενιαία. Τα τελευταία χρόνια, διακρίνεται άλλωστε σε ένα παραδοσιακό (με πολλαπλές ιστορικές αναφορές) ρεύμα και ένα νεότερο ή νεοσυντηρητικό κύμα, που έγινε ιδιαίτερα εμφανές μετά το 2000.

Στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής, ειδικά το 2012, αυτά τα δύο κομμάτια προς στιγμή φάνηκαν να συσπειρώνονται και μάλιστα να συμπληρώνονται από ένα τρίτο ρεύμα, περισσότερο προϊόν της κοινωνικής δυσαρέσκειας έναντι του Μνημονίου και της κατάρρευσης βασικών δομών του κοινωνικού κράτους της Μεταπολίτευσης. Στις εκλογές του 2019, η ΝΔ πέτυχε να ενσωματώσει σε μεγάλο βαθμό τέτοιους ψηφοφόρους, πετυχαίνοντας όμως την ίδια στιγμή μια παράλληλη διεύρυνση προς τον παραδοσιακό χώρο του ΠΑΣΟΚ.

Η διπλή αυτή επέκταση συχνά χαρακτηρίζει και την πολιτική της ατζέντα, ως ένα μείγμα φιλελεύθερων – ενίοτε και σοσιαλδημοκρατικών – μέτρων, συνδυαζόμενων όμως με πολλαπλά νεοσυντηρητικά αντανακλαστικά. Την τελευταία τετραετία, μετά την καταδίκη της Χρυσής Αυγής, η δυναμική της Ακροδεξιάς φάνηκε να ξαναφουντώνει στο πρόσωπο του Ηλία Κασιδιάρη, με αφορμή συγκεκριμένα ζητήματα όπως το αντιεμβολιαστικό που προέκυψε από την πανδημία ή το φιλορωσικό από τον πόλεμο στην Ουκρανία, ενώ ενισχύθηκε και από φαινόμενα ηθικής τάξεως (π.χ. σκάνδαλα) που φάνηκαν να προσβάλλουν σχεδόν οριζόντια το κομματικό σύστημα. Κορυφώθηκε δε μετά τα Τέμπη, αλλά και σε συνδυασμό με τις διεργασίες για τη δικαστική απαγόρευση της συμμετοχής του κόμματος «Ελληνες» στις εκλογές.